Pages

30.11.10

Dream


Ι flew in my sleep last night.
I flew fast and high, hard and effortlessly.

I was running away from someone but not out of cowardice. I was trying to outrun them, to reach their destination first. Because I wanted to protect the woman and the child that was their prey.



The world beneath me was in pieces. The buildings were half destroyed. And it was a peculiar thing, discovering and creating the world at the same time. For some things I did create in order to make things easier for me or more difficult for her, the hunter. But other things were there before me, and one of those things was what I was in search of. A building of crimson, taller than any other, even though I was already unable to make out the bottom of this city.




And there it was, and I could hear her yell of triumph and rage, not too close, thankfully, but still quite clear, as she spotted the unmistakable crimson building.





But I was first, and I had some time to get prepared for her. I went through a closed window, as if I was immaterial. But that was exactly what I was, an immaterial idea and nothing more... or less. Half-demolished walls, furniture to pieces, huge holes on the floors, the whole building was falling apart. I moved downwards through the destruction, climbing and jumping and crawling more than walking, until I found her a few levels lower. The beautiful, black woman was scared but composed. I saw her mother next, standing closely behind her; I hadn't expected to see her here, as well. They knew what I was and accepted me, even though I scared them just as much as the hunter that was coming. But my attention quickly turned to the young girl, not more than nine or ten perhaps, hovering uncertainly in the doorway; the reason for all of this.

She looked questioningly at her mother and grandmother, both of whom nodded. So they had explained to her what was going on. I marveled at her, as she came closer to me. She hugged me and I hugged her back, overwhelmed by the relief that was washing over me. I had found her. The burden of my promise to her father lifted slightly, even though only half of it was fulfilled. She was so beautiful that it made me hurt. But then time was up. The hunter was here.

I told them what to do, where to go, to find the others who could protect her. They were the defense, I was the offense. And so they hided and waited for me to engage my dark equal in a fight of both mind and body, both heart and soul. And we maneuvered in space and words, and I misled her, I made her concentration fail for only a moment, a moment that was enough for the women to leave the building without her noticing. By the time she realized my manipulation, they were safely away. She couldn't touch them. I didn't fight her long after that. I hadn't wanted to fight with her in the first place. So, I found a way to escape from the fight and get rid of her, at least until I had to face her again. Maybe someday I'd have to deal with her once and for all, but that wasn't that day. Not yet.

He was waiting for me exactly as we had said he would. I didn't have to say anything; he could see the success in my eyes as plainly as if it was written in them. He hugged me and thanked me so fervently that my eyes welled up. His relief was mirrored in mine. I had kept my promise. I had done it. He had trusted me and I had proven myself worthy of that trust. How often could that be said by me or anyone else?

Only one thing stood in the way now, one truth. One simple truth that I had intentionally hidden until then. And that was my one last chance to bring it to light. My sudden fear and despair in the prospect, evaporated just as fast as they were created, the moment I looked up and met his gaze.

It didn't matter. It didn't make a difference. He knew.

18.11.10

Εγγυήσεις


Θέλω να το πω μια και καλή - να το βγάλω από πάνω μου μια και καλή - και σας παρακαλώ θερμά να μην με υποχρεώσετε να το επαναλάβω. Τώρα που το σκέφτομαι, σας παρακαλώ εσείς να επαναλάβετε αυτό που θα πω. Please, repeat after me:

Στη ζωή δεν υπάρχουν εγγυήσεις.
Στη ζωή δεν υπάρχει ασφάλεια.

Δεν. Υπάρχουν. Εγγυήσεις.
Δεν. Υπάρχει. Ασφάλεια.

Υπάρχει μόνο η ψευδαίσθηση της εγγύησης και η ψευδαίσθηση της ασφάλειας που προκύπτουν από την υπερεκτίμηση του λόγου και της ύλης.

Ακούω τους ανθρώπους να δίνουν κάτι υποσχέσεις... που δεν είναι δικές τους για να δώσουν. «Θα σε αγαπώ για πάντα». «Δε θα σε αφήσω ποτέ». «Θα είμαστε για πάντα μαζί». Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή αργότερα, ακολουθούνται από τις κατηγορίες «είχες πει ότι θα με αγαπάς για πάντα», «είχες πει ότι δεν θα με αφήσεις ποτέ», «είχες πει ότι θα είμαστε για πάντα μαζί».

Μην υπόσχεστε υποσχέσεις που δεν μπορείτε (όσο και να το θέλετε) να ξέρετε αν μπορείτε να τηρήσετε. Μην δέχεστε να σας υπόσχονται υποσχέσεις που δεν μπορούν (όσο και να το θέλουν) να ξέρουν αν μπορούν να τηρήσουν.

Μην έχετε ανάγκη για κενές επιβεβαιώσεις. Μην ρωτάτε «δεν θα με πληγώσεις ποτέ, έτσι;». Μην δέχεστε να σας λένε «όλα θα πάνε καλά».

Να μιλάτε για το τώρα, για αυτό που περνάει από το χέρι σας. Να λέτε «δεν ξέρω» όταν δεν ξέρετε, αλλά και να δηλώνετε αυτά που ξέρετε. Να λέτε «σ’ αγαπώ», όταν ισχυεί, να λέτε «θα προσπαθήσω» ή «θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ», αν σκοπεύετε να κάνετε κάτι τέτοιο.

Να αποδέχεστε την ύπαρξη διαφορετικών εκδοχών. Να αποδέχεστε ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν ή να μείνουν ίδια. Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα μπορεί να έρθουν διαφορετικά απ’ ό,τι τα περιμένουμε και/ή θέλουμε.

Να προσπαθείτε να πλησιάσετε τον εαυτό σας. Μόνο αν προσπαθείτε διαρκώς να καταλάβετε τον εαυτό σας, τα λόγια σας θα έχουν αντίκρυσμα.

Αλλά όχι απλά να προσπαθείτε να μην πληγώνετε τους άλλους. Να μην θέλετε να πληγώνετε τους άλλους.

Και, κυρίως, ποτέ μα ποτέ μην λέτε κάτι που δεν το εννοείτε. Ποτέ μα ποτέ μην λέτε κάτι που δεν ισχύει ούτε εκείνη τη στιγμή που το λέτε.

Ο κόσμος καταστρέφεται λίγο ακόμα κάθε φορά που κοιτάτε στα μάτια έναν άνθρωπο και του λέτε πράγματα - είτε θετικά είτε αρνητικά - που δεν τα εννοείτε.

Σκεφτείτε. Γιατί όλοι ψάχνουμε επιβεβαιώσεις και εγγυήσεις; Επειδή περνάμε τόσο μεγάλο μέρος του χρόνου μας παραπλανώντας ο ένας τον άλλον.

12.11.10

Let('s) go


Και να που βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα δίλημμα...

Πρέπει να τρέξεις. Πρέπει να τρέξεις γρήγορα, πολύ γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Όχι για να αποφύγεις, αλλά για να προλάβεις. Υπάρχει ένα τρένο κάπου μπροστά, φορτωμένο με τα όνειρά σου στο πρώτο βαγόνι, τις δυνατότητές σου στο τελευταίο.

Αλλά έχεις ένα βαρύ σάκο στους ώμους. Με πράγματα που έχουν μεγάλη σημασία για σένα, παρ' ολο που το μόνο που σου έχουν δώσει μέχρι τώρα, εκτός από το βάρος τους, είναι τη συναισθηματική ικανοποίηση που νιώθεις απλώς και μόνο επειδή τα έχεις μαζί σου. Κανονικά θα είχαν κάτι να σου προσφέρουν. Γι' αυτό δέθηκες μαζί τους, για τα πόσα είχατε να προσφέρετε ο ένας στον άλλον. Αυτά θα σου έδιναν την ειδικότητά τους κι εσύ την ευκαιρία να την εξασκήσουν.

Αλλά το ρολόι που σε γοήτευσε αποφάσισε να μην δείχνει την ώρα για σένα. Η πυξίδα που ξεχώρισες αποφάσισε να μην σου δείχνει το βορρά. Ο χάρακας που θαύμασες έκρυψε τις υποδιαιρέσεις του, τα τούβλα που σε εντυπωσίασαν δεν δέχονται να κάτσουν το ένα πάνω ή δίπλα στο άλλο.

Δεν θα τους ήταν τίποτα το να κάνουν αυτά για τα οποία προορίζονταν. Δεν περίμενες κάτι παράλογο ή υπερβολικό ή αδύνατο από αυτά. Περίμενες να είναι αυτό είναι, αυτό που είπαν τα ίδια ότι ήθελαν.

Περίμενες το ρολόι να συνεχίσει να δείχνει την ώρα, όπως έκανε όταν το πρωτοβρήκες, όπως το ίδιο είπε ότι θα ήθελε να κάνει για σένα αν το έπαιρνες μαζί σου. Είχατε χαρεί και οι δύο τότε που είχατε βρει ο ένας τον άλλον. Ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση σου έδωσε. Το ίδιο έγινε και με την πυξίδα. Είχατε συζητήσει ώρες ολόκληρες για το πόσα θα μπορούσατε να πετύχετε μαζί. Εσύ θα έβαζες τους προορισμούς και η πυξίδα τον τρόπο να τους φτάσετε. Ακόμα θυμάσαι πόσο χάρηκαν κάθε ένα από τα πράγματα που κουβαλάς όταν αποφασίσατε να συμπορευτείτε.

Όταν τα συνάντησες σε εκτίμησαν, σε θαύμασαν, σε ξεχώρισαν ακριβώς όπως κι εσύ αυτά. Αλλά όλα αυτά σταμάτησαν να ισχύουν από τη στιγμή που τα πήρες μαζί σου. Δεν ξέρεις γιατί, αλλά σταμάτησαν να είναι αυτό που είναι. Αρνούνται να είναι αυτό που είναι. Δεν είναι ότι δεν μπορούν, ότι κουράστηκαν, ότι σταμάτησες να τα εκτιμάς, να τα θαυμάζεις. Εκείνα σταμάτησαν να σε εκτιμούν, να σε θαυμάζουν. Να σε σέβονται.

Αλλά εσύ τα κουβαλάς. Γιατί δεν θέλεις να τα αφήσεις. Γιατί θέλεις να τα έχεις μαζί σου. Ίσως γιατί έχεις την ελπίδα ότι μπορεί κάποια στιγμή θα σε εκτιμήσουν ξανά. Ίσως, ακόμα και χωρίς την ελπίδα, απλώς δεν θα μπορούσες να τα αποχωριστείς λόγω αυτών που συμβολίζουν. Ίσως νιώθεις ότι είναι προδωσία, έστω κι αν εκείνα δεν σε υπολογίζουν, το να τα παρατήσεις στη μέση του πουθενά, απλώς επειδή θα σου είναι πιο εύκολο να περπατάς χωρίς αυτά.

Σε κάνει αυτό ανόητο; Το να είσαι πιστός;
Και θα σε κάνει αυτό συνετό; Το να αποσυνδεθείς;

Δεν είναι ανοησία να θυμάσαι, να πιστεύεις σε κάτι που υπήρξε κάποια στιγμή. Είναι ανοησία, όμως, να μην αναγνωρίζεις ότι δεν υπάρχει πια. Κι αν δεν υπάρχει πια, τότε στην ουσία δεν το έχεις για να το αφήσεις. Σε έχει ήδη αφήσει εκείνο.

Και τελικά τι είναι πιο δύσκολο να αφήσεις πίσω; Τον σάκο ή την ελπίδα ότι μπορεί λίγο πιο κάτω να αποδειχθεί ότι δεν ήλπιζες μάταια; Τον σάκο ή την αγάπη σου για αυτόν; Τον σάκο ή τον εαυτό σου που ορίζεται από αυτήν την αγάπη;

Αυτά ακριβώς πρέπει να αφήσεις, λοιπόν: Την ελπίδα, την αγάπη σου και τον εαυτό σου που ανήκει σε αυτήν.

Ο δρόμος της εξέλιξης θέλει ταυτόχρονα προσπάθεια και παύση προσπάθειας. Πρέπει να προσπαθήσεις, πρέπει να τρέξεις, αλλά πρέπει να σταματήσεις να παλεύεις, να σταματήσεις να πολεμάς τη φυσική σου πορεία. Γιατί η προσπάθεια, το τρέξιμο, είναι η φυσική σου πορεία και, όσο κρεμιέσαι από τα λουριά του σάκου σου τόσο όσο ο σάκος κρεμιέται από τους ώμους σου, πας αντίθετα σε αυτήν. Πρέπει να αφεθείς. Πρέπει να σταματήσεις, όπως είναι κανονικά η φυσική σου τάση, να προσπαθείς να κρατηθείς από χαμένες προοπτικές. Απλώς μέχρι τώρα, όσο πιο πολύ η φυσική σου αντίδραση είναι να κατεβάσεις το σάκο, τόσο πιο πολύ πανικοβάλλεσαι και τον σφίγγεις ακόμα πιο σφιχτά.

Γιατί; Τι σε φοβίζει στο να κατεβάσεις το σάκο των χαμένων προοπτικών από την πλάτη σου; Τι φοβάσαι στο να αφήσεις κάτι που δεν έχεις; Τι φοβάσαι στο να κάνεις αυτό που είναι καλό για σένα;

Την αλλαγή. Φοβάσαι να γίνεις ο διαφορετικός άνθρωπος που θα είσαι απλώς και μόνο αφού πάρεις την επιλογή να τον αφήσεις πίσω. Φοβάσαι το κάθε βήμα που θα σε απομακρύνει όλο και περισσότερο, που θα σε κάνει όλο και πιο διαφορετικό άνθρωπο. Γιατί θα αλλάξεις αν τον αφήσεις πίσω, αυτό είναι σίγουρο. Προς το καλύτερο ή το χειρότερο ποιος μπορεί να ξέρει, ποιος είναι σε θέση να κρίνει; Πόσο συχνά μία αλλαγή είναι απόλυτα προς το καλύτερο ή το χειρότερο; Η ζωή δεν είναι μονοδιάστατη, δεν πάει μόνο προς δύο κατευθύνσεις.

Και γιατί φοβάσαι αυτήν την αλλαγή; Δεν είναι μόνο ο φόβος του αγνώστου που σε κρατάει εδώ. Είναι και ότι δεν νιώθεις έτοιμος να αντιμετωπίσεις, να αναγνωρίσεις την αποτυχία, τη λήξη μιας ιστορίας. Δεν νιώθεις έτοιμος να αποδεχτείς ότι δεν υπάρχει συνέχεια, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να μπορεί να γίνει.

Το δίλημμα άρα έχει ως εξής: Να κρατήσεις το σάκο, να μείνεις ίδιος και στοιχειωμένος από τα φαντάσματα των χαμένων προοπτικών του χτες με την ελπίδα ότι μπορεί να μην έχουν χαθεί οριστικά και με το κόστος ότι θα σου είναι πολύ πιο δύσκολο να προλάβεις το τρένο που τρέχει μπροστά σου ή να αφήσεις το σάκο, να αφεθείς να εξελιχθείς σε μία άγνωστη, καινούρια, αυριανή έκδοση του εαυτού σου με άλλες, μη σπαταλημένες και μη κουρασμένες προοπτικές και με καλύτερες πιθανότητες να τις προφτάσεις; Και τα δύο είναι εξίσου άυλα. Και τα δύο είναι εξίσου αβέβαια.

Αλλά, όσο κι αν φοβάσαι, όσο κι αν θέλεις, όσο κι αν αγαπάς τον σάκο σου, όσο κι αν θέλεις να ελπίζεις... ξέρεις ποια είναι η απάντηση. Δεν υπάρχει δίλημμα στην πραγματικότητα. Το δίλημμα είναι αποτέλεσμα της ανάγκης σου να νομίζεις ότι έχεις επιλογές. Αλλά ο δρόμος είναι μονόδρομος.




Πρέπει να τρέξεις. Και πρώτα πρέπει να αφεθείς.






Άσε το σάκο. Βγάλε το περιττό βάρος από τους ώμους σου. Άσε τα φαντάσματα. Και τρέξε. Τρέξε πιο γρήγορα απ' όσο έχεις τρέξει ποτέ, πιο γρήγορα απ' όσο θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι είναι δυνατό. Τρέξε να βρεις το τρένο των καινούριων δυνατοτήτων σου.









Let go...


and let's go.







Και θα σε δω στο τρένο...