Pages

15.8.11

Forget me not

It's time.

I'm standing on the edge of the cliff. It's time to jump. It's time to take my leap of faith. There's no safety net, no strings securing but also restraining me. There's just me, gravity and the sea below. There's no fear.

I know now that I don't need any attachments to be defined. I no longer have any hopes or worries. I see now how illusory time and space really are. I have embraced the uncertainty and as a reward I have been given a world of possibilities.

I may have no need to hold on to any specific idea or possibility any more, however, but that doesn't mean I can't or shouldn't have a preference.

The world will turn, time will pass, space will be covered. Life will continue. We'll go our separate ways towards our personal growth. We can't know when and if our paths will be crossed again. But no matter how things change and how things turn out, there will always be a place in my heart and mind, in my soul, devoted to you. I know I shall not forget you, for I neither can nor want to. So -without expectations or commitments- I have a favor to ask of you, my dear friend. If you think you can and want and will...

... forget me not, my love...

... forget me not...


14.8.11

Απίθανο εναντίoν Αβέβαιου εναντίον Αδύνατου

Ένα χαρακτηριστικό του εαυτού μου, που είναι δύσκολο να το περιγράψω, το εξηγώ συνήθως με το παρακάτω παράδειγμα.
Έχω μπόλικη υπομονή ώστε να ψάξω μία βελόνα σε έναν αχυρώνα (το έκανα με ρίμα!). Αλλά δεν έχω καθόλου υπομονή να την ψάξω σε ένα τετραγωνικό μέτρο σκέτου παρκέ, αν δεν είναι σίγουρο ότι είναι πράγματι εκεί. Και, όχι, δεν υπερβάλλω καθόλου με τις αναλογίες.

Στην βεβαιότητα, έχω απίστευτη υπομονή κι επιμονή κι αποφασιστικότητα κι εργατικότητα και τα πάντα. Όποιος με έχει γνωρίσει σε τέτοια πλαίσια, πιστεύει (λανθασμένα, φυσικά!) ότι είμαι πολύ προκομμένος άνθρωπος. Τέτοια περίπτωση ήταν για εμένα το σχολείο και οι Πανελλήνιες, για παράδειγμα. Πέντα πράγματα μας έλεγαν, πέντε πράγματα μας ζητούσαν (ή τουλάχιστον έτσι το βίωνα εγώ).
Όσο και να βαριόμουν ή να μην είχα όρεξη ή να δυσκολευόμουν, ήξερα τι έπρεπε να γίνει και ότι όταν γινόταν αυτό, αρκούσε για να ανταπεξέρχομαι σε μια προφορική ή γραπτή εξέταση. Αυτό το σύστημα, δηλαδή, ήταν για μένα σχεδόν απόλυτα αιτιοκρατικό: ή είχα καταλάβει και τα πήγαινα καλά ή δεν είχα καταλάβει και δεν τα πήγαινα καλά.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η βεβαιότητα του αιτιοκρατισμού (η ιδανική, δηλαδή, βεβαιότητα) που μου αρκεί. Ακόμα και η βεβαιότητα της ύπαρξης μιας πολύ μικρής πιθανότητας συνήθως μου αρκεί και μου περισσεύει για να προσπαθήσω για κάτι που θέλω.

Στην αβεβαιότητα, όμως, δεν έχω αντοχή. Στο Πανεπιστήμιο, για παράδειγμα, γρήγορα απέκτησα μεγάλη άρνηση για το διάβασμα, γιατί δεν έβλεπα να έχει κάποιο νόημα. Δεν υπήρχε καμία αντιστοιχία μεταξύ του αν και πόσο είχα διαβάσει, αν και πόσο είχα παρακολουθήσει, αν και τι είχα καταλάβει με την απόδοσή μου στις εξετάσεις.

Αυτό το γεγονός το θεωρούσα ανέκαθεν ελάττωμα του χαρακτήρα και ήταν μόνιμος στόχος εσωτερικών πολεμικών επιχειρήσεων, στα πλαίσια μιας συνεχούς προσπάθειας να το αλλάξω. Η αβεβαιότητα είναι αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής και δεν είναι λογικό να μην μπορείς να την αντιμετωπίσεις.
Ωστόσο, κατόπιν διεξοδικής και εξονυχιστικής έρευνας του εαυτού μου, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι αποτέλεσμα απλής οκνηρίας, ανώριμης και αντιδραστικής μη αποδοχής της πραγματικότητας και φυγοπονίας, όπως νόμιζα.

Στο παραπάνω παράδειγμα του Πανεπιστημίου, ας πούμε, υπήρξε η στιγμή που αντιλήφθηκα μία σχέση μεταξύ προετοιμασίας και απόδοσης, που όπως αποδείχθηκε ήταν αυτή της αντίστροφης αναλογίας. Είμαι βέβαιη ότι όποιος δεν έχει γνωρίσει τις χάρες της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα δυσκολεύεται να το καταλάβει αυτό. Μην στενοχωριέστε, είναι πραγματικά αξιοπερίεργο και δύσκολο να το συλληφθεί κανείς. Κι εμένα μου πήρε χρόνια, άλλωστε.
Αλλά με κάποιον παράξενο τρόπο, όσο πιο πολύ ασχολείσαι να κατανοήσεις και να μάθεις, τόσο χειρότερα αποδίδεις. Αντίθετα, όσο λιγότερο ασχολείσαι με το να κατανοήσεις και να μάθεις (με προϋπόθεση, βεβαίως, να εστιάζεις στα αισχρά ΣΟΣ, στα απαισίως επαναλαμβανόμενα θέματα προηγούμενων εξετάσεων και στα θέματα που ξεδιάντροπα διαρρέουν μέσω των αξιόμεμπτων από όλες τις απόψεις "παρατάξεων") τόσο καλύτερα αποδίδεις!

Επομένως, όπως είπα και παραπάνω, δεν είναι μόνο η οκνηρία, η ανώριμη και αντιδραστική μη αποδοχή της πραγματικότητας και η φυγοπονία που με κάνουν να καταθέτω τα όπλα μπροστά στην αβεβαιότητα. Είναι ότι έχω καεί πολλαπλές φορές στο κουρκούτι μιας αβεβαιότητας που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι έκρυβε μία αδυνατότητα.
Αυτή η αδυνατότητα μπορεί να υπάρχει και μόνο στα πλαίσια του τρόπου που θέλεις και πιστεύεις ότι έχει νόημα να γίνει κάτι. Δηλαδή, στο παραπάνω παράδειγμα υπήρχε τελικά τρόπος να αποδώσω, αλλά για εμένα ήταν υποτιμητικός και προσβλητικός και απαράδεκτος, γεγονός που πιθανόν να συνέβαλε στην καθυστέρησή μου να τον αντιληφθώ εξ αρχής. Στην ουσία, ήταν μια δυνατότητα που δεν ήταν δυνατή.

Η απιθανότητα, λοιπόν, δεν με πτοεί ιδιαίτερα. Την αβεβαιότητα κανονικά θα μπορούσα και θα έπρεπε να μάθω να την αντιμετωπίζω, αλλά επί του παρόντος με πτοεί και πολύ μάλιστα, καθώς η εμπειρία έχει αποδείξει πόσο εύκολα μπορεί να καλύπτει μία αδυνατότητα και η γνώση της πιθανότητας της αδυνατότητας είναι που με οδηγεί διαρκώς στην αίσθηση της ματαιότητας, η οποία ματαιώνει κάθε όρεξη και δύναμη και διάθεση για προσπάθεια.

Εντούτοις, αποφάσισα συνειδητά να εμπιστευτώ το γιαούρτι και να σταματήσω να το φυσάω. Όχι γιατί έχω την βεβαιότητα ότι δεν θα με κάψει, ούτε γιατί εμπιστεύομαι την πιθανότητα να μην καίει. Αλλά επειδή δεν έχει νόημα να συνεχίσω να ζω απορρίπτοντας τις δυνατότητες τις δικές μου και/ή των... γιαουρτιών, λόγω του φόβου μου για το αδύνατο.

Γιατί αυτό που φοβάμαι πραγματικά δεν είναι το Απίθανο, το Αβέβαιο, το Αδύνατο και -εν τέλει- το Άγνωστο, αλλά το να χάσω μια ευκαιρία εξαιτίας αυτού ή οποιουδήποτε άλλου φόβου.

12.8.11

Αν χαθείς (η Αρχή της Αρχής)

Ξεκίνησες για το ταξίδι σου χωρίς να το ξέρεις, πριν να μπορείς ακόμα και να καταλάβεις ότι ταξιδεύεις. Γιατί στην αρχή άλλοι σε οδηγούσαν, άλλοι αποφάσιζαν τα επόμενά σου βήματα στο δικό σου, όμως, ταξίδι. Ο τρόπος με τον οποίον ταξίδευαν αυτοί οι άνθρωποι, ωστόσο, σε μάθαινε σιγά σιγά τι είναι ή έστω τι θεωρείται από αυτούς απαραίτητο. Τους έβλεπες να μαζεύουν τροφή, εμπειρίες. Και τα κατέγραφες όλα αυτά. Άρχισες κι εσύ να μαζεύεις τα δικά σου απαραίτητα. Πρώτα έπαιζες ότι μαγειρεύεις ή χτίζεις ένα σπίτι ή μαθαίνεις να φτιάχνεις μια μηχανή. Το παιχνίδι μετατράπηκε σε πραγματικότητα χωρίς να το συνειδητοποιήσεις.

Κάποια στιγμή κατάλαβες ότι ταξιδεύεις. Όπως όταν έμαθες ότι γυρίζει η Γη, παρ' όλο που δεν το νιώθεις. Κι ενώ σε παραξένεψε αυτή η γνώση γιατί δεν ένιωθες να κινείσαι, βαθιά μέσα σου αναγνώρισες την αλήθεια της. Φυσικά η Γη γυρίζει. Και φυσικά κι εσύ ταξιδεύεις. Από πάντα.

Κάποιες φορές το ταξίδι αυτό είναι άκοπο. Όχι απαραίτητα εύκολο, αλλά αβίαστο. Σαν να υπάρχει ο δρόμος μπροστά σου κι όσο δύσκολος κι αν είναι, όσο ανηφορικός, όσο κακοτράχαλος ή όσο βαρύ κι αν είναι το φορτίο στην πλάτη σου, εσύ απλώς πρέπει να συγκεντρωθείς να αντέξεις να τον περπατήσεις.
Άλλες φορές, όμως, βρίσκεσαι σε σταυροδρόμια. Κι εκεί πρέπει να αποφασίσεις προς τα πού θα πας. Δεν ξέρεις ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος, δεν ξέρεις καν αν κάνει διαφορά η επιλογή σου. Αλλά πρέπει να το σκεφτείς. Πρέπει να κρίνεις ότι ό,τι μπορούσες να έχεις υπολογίσει το υπολόγισες.
Ορισμένες φορές, δεν υπάρχει δρόμος. Και δεν ξέρεις όχι απλά αν πηγαίνεις κάπου καλύτερα ή χειρότερα, αλλά και αν πηγαίνεις οπουδήποτε. Θα μπορούσε κάλλιστα να πηγαίνεις σε κύκλους.
Άλλες, είσαι σε έναν δρόμο, αλλά κάτι σου λέει ότι δεν πηγαίνεις καλά. Και τότε πρέπει να αποφασίσεις αν θα επιλέξεις να αφήσεις το δρόμο ή αν θα αγνοήσεις το ένστικτό σου.
Και κάποιες φορές χάνεσαι.

Αν χαθείς...

Κράτησε την ψυχραιμία σου. Είναι πολύ σημαντικό το να έχεις καταλάβει ότι έχεις χαθεί. Είναι το πρώτο βήμα για να μπορέσεις να "βρεθείς".

Αν χαθείς...

Σταμάτα εκεί που είσαι. Δεν έχει νόημα να προχωρήσεις παρακάτω, αφού δεν ξέρεις πού είσαι. Αλλά ούτε έχει νόημα να πας προς τα πίσω ακόμα.

Αν χαθείς...

Πάρε το χρόνο σου και σκέψου πώς έφτασες σε αυτό το σημείο. Προσπάθησε να θυμηθείς όσο περισσότερα μπορείς, όσο πιο πολλές λεπτομέρειες μπορείς, σχετικά με τη διαδρομή σου. Ανάλυσε αυτά που θυμάσαι, σκέψου ποια σημεία μπορεί να ήταν αυτά που βγήκες από το δρόμο σου.

Αν χαθείς...

Είναι ιδανική στιγμή για να επιβεβαιώσεις τον προορισμό σου. Όχι να τον αμφισβητήσεις επειδή δυσκολεύτηκες, αλλά να διερευνήσεις, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, γιατί επιθυμείς αυτόν τον προορισμό, ποια είναι τα θετικά και τα αρνητικά της επιλογής σου και πού ισορροπεί η πλάστιγγα κόστους-απόδοσης. Τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις, δηλαδή, για να επιδιώξεις αυτόν τον προορισμό. Μην φοβάσαι να επιμείνεις, μην φοβάσαι να αλλάξεις. Δεν είναι τόσο η επιλογή σου που θα είναι σωστή ή λάθος, αλλά ο λόγος πίσω από αυτήν.

Αν χαθείς...

Είτε σκοπεύεις να προσπαθήσεις ξανά για τον ίδιο προορισμό είτε όχι...

Γύρισε στην Αρχή. Γύρισε πίσω μέχρι ένα σημείο που θυμάσαι καλά, που αναγνωρίζεις. Ένα σημείο που ήξερες τι έκανες, που ήξερες ποιος ήσουν.

Πόσο καιρό ταξιδεύεις αλήθεια; Δεν θυμάσαι πότε ξεκίνησες. Δεν πάει η συνειδητή μνήμη σου τόσο πίσω. Αλλά η μνήμη δεν υπάρχει μόνο σε εικόνες και στιγμές που θυμάσαι. Υπάρχει μία άλλη, πιο βαθιά μνήμη, πιο πρωταρχική, μία μνήμη για το σώμα και για την ψυχή, πέρα από λέξεις και περιγραφές.
Βρες αυτήν την μνήμη. Άγγιξέ την. Έλα σε επαφή με το πιο βαθύ, πιο εσωτερικό κομμάτι της ύπαρξής σου. Εκεί θα βρεις τις απαντήσεις.

Εκεί, στην άκρη του εαυτού σου και του δρόμου σου, εκεί, στην άκρη της ταυτότητάς σου... εκεί θα θυμηθείς πράγματα που είχες ξεχάσει. Εκεί θα θυμηθείς πραγμάτα, καταστάσεις και ανθρώπους που ακόμα αγαπάς, αλλά το είχες ξεχάσει. Εκεί θα βρεις τις επιλογές σου.

Κι εκεί θα βρεις τη συνέχεια.

Στην Αρχή.

8.8.11

Εγκατάλειψη

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πλατεία Καραμανλάκη. Καλλιγά είναι το επίσημο όνομά της, αλλά κανείς δεν την λέει έτσι για κάποιον λόγο. Όλοι την γνωρίζουν ως "Καραμανλάκη", την πιο γνωστή από τις τέσσερις οδούς που πλαισιώνουν την πλατεία. Όταν το ανακάλυψα αυτό, στενοχωρήθηκα πολύ, γιατί φαντάστηκα πόσο αδικημένη θα πρέπει να ένιωθε η άλλη οδός, που της πήραν την τιμή της πλατείας.
Μια μικρή πλατεία δυο βήματα κάτω από την Πατησίων, μέσα στη μέση της Αθήνας, όπου όλα ήταν δύο βήματα μακριά. Η στάση για λεωφορεία και τρόλλεϋ, το τρένο, ό,τι είδους κατάστημα μπορούσαμε να διανοηθούμε, κινηματογράφοι και θέατρα, σχολεία και φροντιστήρια. Κι η ίδια η πλατεία ήταν η Πλατεία, ο χώρος που ανήκε στα μάτια μας, δικαιωματικά και αξιωματικά, σε εμάς, στα παιδιά της γειτονιάς.
Παίζαμε στην Πλατεία, αλλά και στους γύρω δρόμους, μέχρι αργά το βράδυ καμιά φορά, δέκα, έντεκα, αλλά δεν υπήρχαν πολλοί λόγοι να φοβόμαστε. Οι καφετέριες και η ταβέρνα μας ήταν πάντα γεμάτες και γενικώς υπήρχε πάντα πολύς κόσμος, γονείς με τα παιδιά τους, εργαζόμενοι που καθόντουσαν για λίγο στα παγκάκια πριν να γυρίσουν στα σπίτια τους, ζευγαράκια σε μια απογευματινή βόλτα.
Δεν κυλούσαν σε καμία περίπτωση ήρεμα τα πράγματα. Στην ίδια την Πλατεία μονίμως προέκυπταν διαφωνίες και συγκρούσεις. Αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο και μητέρες τα κυνηγούσαν όταν οι μπάλες επετίθεντο στα παιδιά στις κούνιες. Παιδιά και γονείς, με διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους, διαφωνούσαν για τη σειρά της τσουλήθρας. Παιδιά ξέμεναν πάνω σε δέντρα και ζητούσαν βοήθεια να κατέβουν. Συναγερμοί άρχιζαν να σφυρίζουν κάθε τόσο από κάποιο άστοχο σουτ και σιωπούσαν εξίσου γρήγορα από εξασκημένους ενοίκους των γύρω διαμερισμάτων, μέσω μπαλκονιών και παραθύρων. Αλλά ήταν στο πρόγραμμα αυτά, ήταν ο τρόπος που αλληλεπιδρούσαν οι άνθρωποι, όχι ιδανικός, αλλά λειτουργικός.
Από την άλλη πλευρά τώρα, στο σπίτι, άκουγες πάντα ένα μόνιμο βόμβο από την πλατεία. Ειδικά τα απογεύματα από αρχές Φθινοπώρου μέχρι μέσα Άνοιξης, στις φωνές των παιδιών προσετίθεντο κι αυτές των πουλιών, κάτι μικρών πτηνών, σαν σπουργίτια, ίσως - δεν γνωρίζω και πολλά είδη πτηνών για να κάνω καλύτερο παραλληλισμό - που κοιμόντουσαν στα δύο μεγάλα πεύκα και όλα μαζί έφευγαν πριν την ανατολή και γύριζαν πριν τη δύση. Παιδιά και πουλιά, φώναζαν και γελούσαν, αλλά δεν ήταν ενοχλητικός ο ήχος. Ίσα ίσα που τις ελάχιστες μέρες το Χειμώνα, εκείνες τις πιο κρύες του χρόνου, όταν έμενε άδεια η πλατεία, σου έλειπε ο ζωντανός ήχος της γειτονιάς. Ήταν σαν ένα μόνιμο, μουσικό χαλί, χοντροκομμένο και ζεστό, που σε βοηθούσε να κρατήσεις τις σκέψεις και τις πράξεις σου σε ένα ρυθμό.
Αν υπήρχε διάθεση για μακρινότερες εξορμήσεις, υπήρχε πάντα και η Φωκίωνος Νέγρη, εκείνος ο ατελείωτος πεζόδρομος, που είχε περισσότερες καφετέριες απ' όσες μπορούσαμε να φανταστούμε μαζεμένες στο ίδιο μέρος. Και χώρο! Πολύ χώρο. Βέβαια, αυτήν την εκτιμήσαμε και τιμήσαμε περισσότερο όταν "μεγαλώσαμε" λίγο και αρχίσαμε να αποζητάμε, μιμούμενοι τους μεγάλους, φυσικά, τον "καφέ". Αλλά και πριν, πάντα υπήρχε ένα παγωτό στη Δωδώνη ή ένα σάντουιτς στο Σπιτικό.
Αθήνα, ξεαθήνα, κέντρο, ξεκέντρο, η γειτονιά ήταν από πολλές απόψεις γειτονιά. Ο ράφτης ήταν ο ράφτης, ο τσαγγάρης, τσαγγάρης, ο γαλατάς, γαλατάς (έτσι λέγαμε τον ψιλικατζή, δηλαδή, δεν ξέρω γιατί), ο κλειδαράς, κλειδαράς, ο υδραυλικός, υδραυλικός, ο ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγος, ο βιντεοκλαμπτζής (!), βιντεοκλαμπτζής (έτσι, για να μην ξεχνάμε ότι είχαμε μπει, όμως, και στην εποχή της πληροφορίας), ο ταβερνιάρης, ταβερνιάρης, ο περιπτεράς, περιπτεράς.
Και Αθήνα, ξεαθήνα, κέντρο, ξεκέντρο, η βόλτα ήταν βόλτα. Αργίες, γιορτές ή απλώς Κυριακές, οι άνθρωποι έβγαιναν τις βόλτες τους. Οικογένειες, ζευγάρια, ηλικιωμένοι, έφηβοι και εκείνοι, οι μόνοι που εξακολουθούν να βγαίνουν βόλτες στη γειτονιά γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή, αυτοί με τους σκύλους τους.
Δεν θα εκθειάσω την εποχή εκείνη, γιατί η μνήμη μου είναι πολύ καλή και θυμάμαι ακριβώς πώς ήταν τα πράγματα. Είχαμε και τους περίεργους τύπους μας, είχαμε και τις κλοπές και τις επιθέσεις μας, είχαμε τους πιωμένους και τους ναρκομανείς μας, αλλά όλα αυτά ήταν μια στο τόσο και συνήθως πολύ αργά το βράδυ.
Θυμάμαι γύρω στα δεκαοχτώ, όταν πηγαίναμε με τις φίλες μου σε κλαμπ, να γυρίζουμε το βράδυ και δύο και τρεις και τέσσερις η ώρα, με τις μπότες και τα μίνι και τα διχτυωτά μας και να μην φοβόμαστε. Έβλεπες ίσως κανέναν περίεργο, αλλά και πάλι, μια στο τόσο.
Τα πράγματα άλλαξαν πάρα πολύ γρήγορα. Μέσα σε τέσσερα χρόνια η γειτονιά είναι αγνώριστη. Ελάχιστα παιδιά κατεβαίνουν στην πλατεία και όλα εξαφανίζονται μαζί με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Στην πλατεία είναι μόνο παρέες που βρίζουν, σπάνε πράγματα, καπνίζουν από αυτά που θα νομιμοποιηθούν σε λίγο, ουρούν όπου βρουν και παρενοχλούν οποιοδήποτε θηλυκό μπει στο οπτικό τους πεδίο. Κάθε εβδομάδα, ακούω κι από μια κλοπή. Στα τρένα, στα λεωφορεία, στα ασανσέρ, στο δρόμο. Τσάντες, κινητά, λεφτά, ρολόγια, αλυσίδες εξαφανίζονται με όλο και πιο εξελιγμένες μεθόδους. Για να μην αναφέρω τα μαχαιρώματα που φέτος έγιναν της μόδας.
Το βράδυ επικρατεί απίστευτη φασαρία. Κι όχι αόριστη φασαρία, αλλά ανησυχητική φασαρία. "Προωθητές" και εκδιδόμενες, εξαρτημένοι και εξαρτητές, ακούς και βλέπεις πια τα πάντα, απροκάλυπτα. Φωνάζουν για λεφτά, για ναρκωτικά και πάνω που νομίζεις ότι σφάζονται, αρχίζουν να γελάνε.
Δεν μπορείς να βγεις βόλτα. Με το ζόρι μπορείς να μεταφερθείς από το ένα σημείο στο άλλο. Ειδικά αν είσαι γυναίκα, έχεις και άλλα προβλήματα. Όλες οι γυναίκες έχουν ακούσει κάποια στιγμή σχόλια στο δρόμο, σχόλια που διακυμαίνονται από κολακευτικά ως προσβλητικά. Τώρα πια η κατάσταση μοιάζει περισσότερο με ένα μόνιμο commentary, διανθισμένο με μία μεγάλη ποικιλία επιφωνημάτων και λοιπών ήχων˙ ένα commentary που όχι μόνο δεν έχει καμία συσχέτιση με την προκλητικότητα της εμφάνισης, αλλά στην ουσία έχει αποκλειστικό σκοπό την υποτίμηση της γυναίκας ως οντότητα, ως ιδέα.
Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, ήρθε και η οικονομική κρίση να συμβάλλει. Μισοξεκολλημένες αφίσες σε κενές βιτρίνες, γκράφιτι σε κατεβασμένα ρολά, γράμματα και διαφημιστικά ριγμένα στο κενό, άδειες κούτες πεταμένες όπως όπως και το "ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ" να γελάει με τον εαυτό του... Αυτή είναι η εικόνα εγκατάλειψης της Πατησίων, πλέον, ένα στα τέσσερα μαγαζιά να είναι κλειστό.
Την αγαπούσα τη Γειτονιά μου. Το αγαπούσα το Σπίτι μου, την Πλατεία μου, την Πόλη μου και την Χώρα μου. Αλλά το κάθε ένα από αυτά με έδιωξε με διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι, φυσικά, τα παραπάνω οι λόγοι που φεύγω, αλλά αποτελούν μέρος της εικόνας που με έφτασε μέχρι εδώ (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και σε αυτό το σημείο, στο ν-1, βλέπω πιο καθαρά από ποτέ τη σύνθεση αυτής της εικόνας.
Ο κύριος λόγος που φεύγω είναι το ότι δεν με θέλει αυτός ο τόπος. Δεν με θέλουν ούτε οι άνθρωποι, ούτε οι καταστάσεις και κυρίως δεν με θέλουν οι θεσμοί και κουράστηκα να είμαι ανεπιθύμητη στον ίδιο μου το μέρος. Κουράστηκα να πρέπει διαρκώς να είμαι κόντρα στο ρεύμα. Για κάθε ένα βήμα που κάνω, να με τραβούν πίσω τρία. Να γαντζώνονται πάνω μου για να τους πάρω μαζί μου, ακόμα και για ένα μόνο βήμα. Είναι αντιπαραγωγικό, πώς να το κάνουμε. Ίσως, αργότερα, αν ισορροπήσω και δυναμώσω... ίσως τότε να μπορέσω να βοηθήσω σε μια αλλαγή. Θα το ήθελα αυτό.
Προς το παρόν, όμως, πρέπει να φύγω. Μπορεί να φαίνεται ότι εγκαταλείπω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να εγκαταλείψεις κάτι που σε εγκατέλειψε πρώτο. Μπορείς να συνεχίσεις να κρατιέσαι από πάνω του, να το αγκαλιάζεις, ενώ τα χέρια του μένουν κρεμασμένα αδιάφορα και το κεφάλι του στραμμένο από την άλλη ή να αποδεχτείς ότι σε έχει αφήσει και να το αφήσεις κι εσύ.

Και όλα αυτά που είναι γύρω μου με έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό.
Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, είναι ότι μετά από τόση αμφισβήτηση και απαξίωση, τελικά εγκατέλειψα κι εγώ τον εαυτό μου. Επομένως, δεν φεύγω ψάχνοντας ένα μέρος που να με θέλει. Φεύγω, ψάχνοντας ένα μέρος όπου θα μπορέσω πάλι να θελήσω εγώ τον εαυτό μου.


5.8.11

Σαπουνόφουσκα

Ήταν πολύ νωρίς το πρωί. Ο Ήλιος δεν είχε ξεπεράσει ακόμα το φραγμό των βουνών για να φωτίσει το λεκανοπέδιο. Ξύπνησα χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά εντελώς ξαφνικά. Σαν να χτύπησε ένα εσωτερικό, αυτορυθμιζόμενο ξυπνητήρι. Ήμουν απολύτως ξύπνια, πριν καν να ανοίξω τα μάτια μου.
Και ήρθε η πρώτη σκέψη. Δεν ήταν χρωματισμένη θετικά ή αρνητικά. Ήταν απλώς ένα γεγονός. Συνειδητοποίησα τότε ότι ίσως η σκέψη αυτή να ήταν το ξυπνητήρι. Ίσως δημιουργήθηκε στο υποσυνείδητό μου πρώτα, ως ακατέργαστη ονειρική μορφή, αλλά η παρουσία της αφύπνισε το συνειδητό μου.
Κούνησα το κεφάλι μου, τότε, και σιγογέλασα με τον εαυτό μου. Τι είναι πια αυτή η ανάγκη της ανάλυσης; Έξι και μισή το πρωί, μόλις έχω ξυπνήσει και νά 'μαι πάλι να αναλύω τον εαυτό μου, τα συνειδητά, τ' ασυνείδητα και τα υποσυνείδητα! Σηκώνομαι αθόρυβα και αφηρημένα. Η πνευματική αφαίρεση δεν προκαλείται μόνο από σκέψεις, αλλά και από την έλλειψή τους. Και αυτή είναι μια τέτοια περίπτωση˙ το μυαλό μου ήταν παράξενα άδειο. Όχι παραιτημένο ή κενό ή αδιάφορο. Ίσως... ήρεμο. Ίσως. Νομίζω ότι δεν θυμάμαι πια πώς είναι ένα ήρεμο μυαλό.
Δεν ανάβω κανένα φως. Αυτό το διάχυτο πρωινό φως, ακόμα κι όταν είναι λιγοστό, είναι μαγεία και ο ηλεκτρισμός είναι θανάσιμος εχθρός του. Πάντα εξίσου αφηρημένα, ανοίγω το νερό και το αφήνω να τρέξει πάνω μου. Κάτι είναι διαφορετικό αυτό το πρωί, αλλά δεν έχει σχηματιστεί ακόμα, δεν έχει πάρει μορφή.
Και τότε ο χρόνος σταματάει. Τα μάτια μου τραβάει μία υπέροχη, γυαλιστερή, τέλεια σφαιρική σαπουνόφουσκα, που αιωρείται σχεδόν ακίνητη και ιριδίζει στο λιγοστό πρωινό φως. Ακινητοποιούμαι κι εγώ απότομα σαν να πάτησε κάποιος pause στο τηλεχειριστήριό μου. Κοιτάω την σαπουνόφουσκα κι αυτή κοιτάει εμένα. Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με κοιτάει. Είμαι, επίσης, βέβαιη ότι μου μεταφέρει τις σκέψεις της. Έτσι όπως δημιουργούνται εικόνες και λέξεις και ιδέες καθώς κοιταζόμαστε, είμαι σίγουρη ότι δεν είμαι μόνο εγώ ο δημιουργός τους, αλλά πρόκειται για μία ανταλλαγή, μία πραγματική επικοινωνία.
Η κυρία αιωρήθηκε μέχρις ότου ολοκληρώσαμε την τηλεπαθητική μας συζήτηση κι έπειτα παρασύρθηκε από ένα σπάνιο, ξαφνικό, σύντομο, Αυγουστιάτικο μικρό ρεύμα αέρα και τελικά έσκασε.
Απέμεινα να κοιτάω το σημείο όπου εξαφανίστηκε για πολλή ώρα, σκεπτόμενη την συνδιαλλαγή μας. Η όμορφη σαπουνόφουσκα με κατάλαβε. Είδε την επιθυμία μου να ελπίσω, είδε την ανησυχία μου για την ματαίωση της ελπίδας μου, διάβασε την προσπάθειά μου να ισορροπήσω τον ρεαλισμό με την αισιοδοξία. Με την παρουσία της, μου θύμησε ότι η φθαρτότητα των αντικειμένων, των ανθρώπων και των καταστάσεων, δεν είναι λόγος να φοβάμαι να τα εκτιμήσω.
Η όμορφη σαπουνόφουσκα ήξερε ότι η ύπαρξή της, όπως και κάθε άλλη υπάρξη, είχε ημερομηνία λήξης, αλλά δεν πτοούνταν, ούτε στενοχωριόταν γι' αυτό και δεν ήθελε ούτε εγώ να πτοηθώ ή να στενοχωρηθώ γι' αυτό. Ήθελε να την εκτιμήσω και να την θαυμάσω γι' αυτό που ήταν και για όσο θα ήταν κι έπειτα να μπορέσω να αποδεχτώ ότι χάθηκε.
Ήταν γενικά μία πολύ εποικοδομητική και ενημερωτική συζήτηση, αλλά ένα ειδικά σημείο μου έμεινε πιο έντονα. "Είναι όλα τα όνειρα σαν σαπουνόφουσκες;" ρώτησα την σαπουνόφουσκα, "Όμορφα, λαμπερά, εύθραστα και καταδικασμένα σε μικρό χρόνο ζωής;"
Ένα πνιχτό γελάκι ήρθε σαν απάντηση στο μυαλό μου κι εγώ ανταποκρίθηκα με ένα αμήχανο χαμόγελο. "Ενδιαφέρον ο παραλληλισμός σου, αλλά όχι ακριβής. Όταν εξαφανιστεί μια σαπουνόφουσκα, δεν μπορεί να ξανασχηματιστεί. Ένα όνειρο απ' τη στιγμή που θα υπάρξει στην ουσία δεν μπορεί να σταματήσει να υπάρχει. Μπορεί να ξεθωριάσει ή να κουραστεί, αλλά πάντα θα υπάρχει η δυνατότητα να επανέλθει και μάλιστα πιο ισχυρό και ευδιάκριτο από πριν. Σχετικά με τα όνειρα, δεν είναι η απώλεια που πρέπει να συνηθίσεις, αλλά η αναπόφευκτη αβεβαιότητα. Και κατά μία έννοια, είναι πιο δύσκολο να χειριστείς την αβεβαιότητα, έτσι δεν είναι;"
"Πράγματι", της απάντησα, "κατά μία έννοια είναι πιο εύκολο να αποδεχθείς ένα γεγονός, ένα δεδομένο, μία πραγματικότητα, αντί να αποδέχεσαι διαρκώς την ύπαρξη όλων των διαφορετικών πιθανοτήτων, ειδικά αφού ξέρεις ότι στο τέλος μία θα είναι η έκβαση."
"Αν το καταφέρεις, όμως, αυτό, θα γνωρίσεις μία απίστευτη ελευθερία, αφού δεν θα είσαι πια έρμαιο του φόβου ή της ελπίδας, της αρνητικής και της θετικής προσδοκίας, δηλαδή. Θα μπορείς να έχεις τις προτιμήσεις σου και να κάνεις ό, τι καλύτερο μπορείς, χωρίς να δεσμεύεσαι από την καταδικασμένη προσπάθεια να χαλιναγωγήσεις το άγνωστο με το να μην αποδέχεσαι τις δυνατότητές του."
"Στην ουσία", έκανα το επόμενο λογικό βήμα, "με το να αποδέχεσαι όλο το φάσμα των δυνατοτήτων του αγνώστου, αποδέχεσαι και όλο το φάσμα των δικών σου δυνατοτήτων."
"Ακριβώς", συμφώνησε η σαπουνόφουσκα. "Χαίρομαι που με καταλαβαίνεις".

Πώς μπορούσα να της εξηγήσω πόση σημασία είχε για μένα αυτή η απρόσμενη, δημιουργική συνάντηση;