Μια φορά κι έναν καιρό στην Αφρικανική Σαβάνα ήταν ένα νεαρό ζευγάρι αετών. Ενθουσιασμένοι, έχτιζαν τη φωλιά τους σε αναμονή για το πρώτο τους αυγό. Δύο μήνες τους πήρε να μαζέψουν κλαδιά και φύλλα και να τα τακτοποιήσουν σε μια γωνιά, ψηλά σε μια ωραία Ακακία. Έπειτα κούρνιασαν, βολεύτηκαν, ώσπου η αετίνα ένιωσε ότι το αυγό ερχόταν. Ο αετός πετούσε ανήσυχα και μάζευε ποντικούς και κουνέλια για την αετίνα του. Η ώρα ήρθε, αλλά με μία έκπληξη: Οι Πολεμαετοί κάνουν ένα αυγό, συνήθως. Όχι, όμως αυτή τη φορά. Αυτό το ζευγάρι Πολεμαετών έκανε δύο αυγά! Χαρούμενοι αλλά και ανήσυχοι για το πώς θα μεγαλώσουν δύο μωρά, άπειροι γονείς καθώς ήταν, μια ο ένας, μια η άλλη, κλωσούσαν τα αυγά τους.
Πενήντα ημέρες αργότερα, άκουσαν μικρούς ήχους από το μεγαλύτερο αυγό. «Τακ-τακ, τακ-τακ», σαν κάποιος να χτυπούσε μία μικροσκοπική πόρτα. Ρωγμές εμφανίστηκαν στο κέλυφος και με ένα «κρααακ», η κορυφή του αυγού έσπασε, εμφανίζοντας ένα μικρό, μικρούτσικο κεφαλάκι με κλειστά μάτια και ανοιχτό ράμφος. Οι αετοί άρχισαν αμέσως να ταΐζουν το πεινασμένο τους μωρό. Το άλλο αυγό, όμως, τίποτα. Τρεις φορές τάισαν τον πρωτότοκο πριν να ακουστεί ο παραμικρός ήχος από το δεύτερο αυγουλάκι. Οι αετοί κοιτάχτηκαν, φοβούμενοι μήπως ήταν ελαττωματικό. Ωστόσο, αργά και σταθερά, ο δεύτερος νεοσσός έσπασε κι αυτός το κέλυφός του. Οι αετοί κοίταξαν περίεργα το σπασμένο αυγό. Πού ήταν τα μάτια, το ράμφος; Μια μικρή ουρίτσα ξεπετάχτηκε και, οπισθοχωρώντας, το μικρό πτηνό βγήκε από το αυγό. Φαινόταν μικροκαμωμένο και αδύνατο, αλλά, όταν άνοιξε το ράμφος του, σφύριξε πεινασμένα και ζωηρά.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν γρήγορα για το νεαρό ζευγάρι, καθώς προσαρμόζονταν στις νέες τους ευθύνες. Ο πρωτότοκος, αρσενικός, μεγάλωνε γρήγορα. Ήταν δυνατός και μεγάλος. Η δευτερότοκη, θηλυκιά, μεγάλωνε κι αυτή, αλλά πιο αργά. Ήταν πολύ πιο μικρή, αλλά με δυνατή φωνή.
Στους δύο μήνες πλέον δεν χρειάζονταν τάισμα στο στόμα. Οι γονείς τους τους έφερναν θηράματα, τα άφηναν μέσα στη φωλιά και οι νεοσσοί τα τσιμπολογούσαν με το ράμφος τους. Και τότε άρχισαν τα προβλήματα. Η μικρή ήταν ζωηρή και παιχνιδιάρα, αλλά μοιραζόταν πρόθυμα το φαγητό. Ο μεγάλος, πάλι, ήταν ζηλιάρης και πονηρός. Δεν ήθελε να της αφήνει φαγητό και έπρεπε να τσακωθούν για να μπορέσει να φάει κι αυτή. Η μικρή στενοχωριόταν και δεν καταλάβαινε γιατί την ταλαιπωρούσε τόσο. Νόμιζε ότι κάτι είχε κάνει για να τον θυμώσει και κατηγορούσε τον εαυτό της. Οι γονείς, απασχολημένοι με το συνεχές κυνήγι και την προστασία της φωλιάς, δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με την αδελφική αντιζηλία. Άλλωστε, αν έστω και ένας νεοσσός επιβίωνε θα ήταν αρκετό γι’ αυτούς, δεν ήταν σε θέση να ζητήσουν περισσότερα από τη ζωή.
Κι έτσι η μικρή συνέχισε να μεγαλώνει, απομονωμένη και στενοχωρημένη, ονειρευόμενη την ελευθερία από την καταπιεστική φωλιά.
Σιγά-σιγά, τα μικρά άρχιζαν να βγάζουν φτέρωμα. Τέντωναν κάθε τόσο τα γυμνά φτεράκια τους, δυναμώνοντάς τα για όταν θα ήταν έτοιμα να τα χρησιμοποιήσουν. Οι Πολεμαετοί συνήθως χρειάζονται τέσσερις μήνες για να πετάξουν και τα αρσενικά πετούν πιο νωρίς από τα θηλυκά. Συνήθως. Η μικρή μας, όμως, βιαζόταν κι έτσι αυτό το έκανε πρώτη κι ας ήταν πιο μικροκαμωμένη: Στους τρεις μήνες πέταξε για πρώτη φορά! Ο Μεγάλος έσκασε από τη ζήλια του, αλλά αυτή πια δεν ενδιαφερόταν για τίποτα άλλο. Με λίγες μέρες σκληρής εξάσκησης (οι γονείς της γεμάτοι περηφάνια άρχισαν να τη φωνάζουν «Φτερωτή») ήταν έτοιμη. Πέταξε ψηλά και δεν ξαναγύρισε, ούτε κοίταξε πίσω.
Η ελευθερία ήταν απολαυστική, αλλά και μοναχική. Για μήνες περιφερόταν στη Σαβάνα μόνη της. Παρά το μικρό της ηλικίας και του μεγέθους της, ανήκε σε ένα από τα πιο δεινά αρπακτικά ζώα της περιοχής. Λίγα πράγματα είχε να φοβηθεί. Ακόμα κι έτσι, όμως, μια-δυο φορές κινδύνεψε η ζωή της. Την πρώτη, μόλις είχε πιάσει μια μαύρη πάπια που κολυμπούσε σε μια λιμνούλα, όταν πετάστηκε από τα χορτάρια της όχθης μια λεοπάρδαλη και προσπάθησε ν’ αρπάξει το θύμα της. Ευτυχώς την είδε εγκαίρως και με μια απότομη στροφή, απέφυγε το επικίνδυνο αιλουροειδές. Την δεύτερη φορά, δυσκολεύτηκε στο κυνήγι για πολλές μέρες, ώσπου έφτασε να νιώθει τόσο αδύναμη που με τα βίας μπορούσε να χτυπήσει τα φτερά της. Κατά τα άλλα, μια χαρά τα έβγαζε πέρα μόνη της.
Μια μέρα, πετούσε πάνω από την στέπα, σκίζοντας τον αέρα με τα γερά της φτερά. Μακριά στο έδαφος είδε μια αγέλη από λιοντάρια, μαζεμένη γύρω από το κουφάρι ενός τεράστιου βουβαλιού. Όπως είναι καθιερωμένο, το αρσενικό, ο αρχηγός της αγέλης, έτρωγε πρώτος και ανενόχλητος, ενώ οι λέαινες και οι σκύμνοι περίμεναν υπομονετικά, όσο πεινασμένοι κι αν ήταν. Γεμάτη περιέργεια, άρχισε να κάνει κύκλους για να παρακολουθήσει τη σκηνή. Ο αρχηγός τελείωσε κι απομακρύνθηκε νωχέλικα, γλύφοντας τη μουσούδα του. Οι λέαινες όρμηξαν με τα μούτρα, κρύβοντας τελείως το σκοτωμένο ζώο. Οι σκύμνοι πήγαιναν πάνω-κάτω, ανήσυχοι, περιμένοντας την σειρά τους. Ένα λιονταράκι ξεχώριζε αμέσως: Ήταν πιο μικρό και το τρίχωμά του δεν ήταν κιτρινωπό, αλλά κατάλευκο.
Οι λέαινες χόρτασαν κι έκαναν κι αυτές στην άκρη. Οι σκύμνοι επιτέθηκαν σε ό,τι είχε απομείνει, γρυλίζοντας και παλεύοντας μεταξύ τους για τα τρυφερότερα κομμάτια. Το λευκό λιονταράκι πλησίασε πιο προσεκτικά και φαινόταν σαν να αποφεύγει τους υπόλοιπους. Έπιασε ένα κομμάτι με τόσο λίγο κρέας που κανένας άλλος δεν ασχολούνταν μαζί του. Μετά από μερικές μπουκιές, όμως, οι άλλοι το πήραν είδηση κι άρχισαν να του μουγκρίζουν επιθετικά. Αυτό έκλεψε μερικές μπουκιές ακόμα στα γρήγορα πριν οι άλλοι να του ριχτούν. Ακολούθησε μια γρήγορη μάχη και το λευκό απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας, με κόκκινες γρατζουνιές σε όλο του το σώμα.
Η Φτερωτή το παρακολούθησε λυπημένη. Δεν μπορούσε να μην σκεφτεί τη ζωή της στη φωλιά, πώς ήταν να παλεύει για το φαγητό της. Αλλά τι μπορούσε τι να κάνει; Έτσι ήταν η άγρια ζωή. Έφυγε, προσπαθώντας να βγάλει την εικόνα από το μυαλό της. Αυτό που δεν είδε ήταν δύο μεγάλα μάτια που την παρακολουθούσαν από ένα δέντρο λίγο πιο πέρα.
Πέρασαν μερικές μέρες που η Φτερωτή προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι όλα ήταν όπως συνήθως. Έπιανε τον εαυτό της, όμως, να επιστρέφει στο ίδιο μέρος κάθε μέρα, χωρίς να το παραδέχεται ότι έψαχνε την αγέλη. Μετά από μια εβδομάδα την ξαναβρήκε. Τα λιοντάρια ξαπόσταιναν κάτω από μια τεράστια Αδανσονία. Κάποιες λέαινες κοιμόντουσαν, άλλες καθαρίζονταν. Ο αρσενικός έλειπε, πιθανόν σε περιπολία της περιοχής, ενώ οι σκύμνοι έπαιζαν με κάτι σπασμένα κλαδιά. Το λευκό λιοντάρι τα πλησίασε, θέλοντας να παίξει κι αυτό.
«Φύγε από εδώ, Χιόνι, δεν σε θέλουμε!» Του φώναξαν.
«Τι δουλειά έχει το Χιόνι στη Σαβάνα;» Το χλεύασαν.
Απογοητευμένο, γύρισε κι απομακρύνθηκε με το κεφάλι σκυμένο. Δεν φαινόταν πολύ καλά, ήταν αδύναμο και εξαντλημένο όπως σωριάστηκε κάτω από ένα θάμνο.
Η Φτερωτή στένεψε τα μάτια και πέταξε ακόμα πιο ψηλά, κοιτάζοντας ολόγυρα με τα δυνατά της μάτια. Μετά από κάποια ώρα, είδε αυτό που έψαχνε˙ το χορτάρι κυμάτιζε γρήγορα σε ένα σημείο. Βούτηξε με όλη της την ταχύτητα και έμπηξε τα νύχια της μέσα στις πρασινάδες. Ίσιωσε από την βουτιά της με μια μεγάλη σαύρα γραπωμένη στα πόδια της. Πέταξε προς το λιονταράκι και έριξε τη σαύρα κοντά του.
Μέχρι ν’ ανοίξει τα μάτια του, η Φτερωτή είχε ήδη απομακρυνθεί. Το λιοντάρι πήγε παραξενεμένο πάνω από την πεθαμένη σαύρα και κοίταξε τριγύρω. Ήταν σίγουρο ότι είχε ακούσει φτερά, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Έπειτα, συνειδητοποίησε την κατάσταση κι έφαγε γρήγορα πριν δουν τα υπόλοιπα λιοντάρια τι συμβαίνει. Η Φτερωτή χαμογέλασε από ψηλά, τα δυο μεγάλα μάτια πάλι καρφωμένα πάνω της από μέσα από τα φυλλώματα.
Τον επόμενο μήνα η Φτερωτή συνέχισε την ίδια στρατηγική. Κυνηγούσε για το λευκό λιοντάρι κι έφευγε πριν προλάβουν να την δουν. Ωστόσο, σύντομα κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνιμη λύση στο πρόβλημα. Το Λευκό, όπως το έλεγε, εξακολουθούσε να ταλαιπωριέται από τα άλλα λιοντάρια.
«Δεν θες να φας;» Το ρωτούσαν ειρωνικά όταν σταμάτησε να προσπαθεί να φάει μαζί τους.
«Μην της μιλάτε, είναι Φάντασμα», είπε ένα.
«Ναι, πώς γίνεται να ζει χωρίς φαγητό;» Είπε ένα άλλο.
«Εξηγεί το χρώμα της», συμφώνησε ένα τρίτο.
Κι από τότε άρχισαν όλα να την αγνοούν. Η Λευκή δεν καταλάβαινε γιατί την αντιπαθούσαν τόσο πολύ. Η στενοχώρια την κατέβαλε τόσο που στο τέλος σταμάτησε να τρώει τα ζωά που της έφερνε η Φτερωτή. Ανήσυχη και απελπισμένη, εκείνη, την έβλεπε να μαραζώνει, ώσπου δεν άντεξε.
Μια μέρα, αντί να ψάξει το χορτάρι, πήγε κατευθείαν για το λιοντάρι. Βούτηξε από ψηλά, αναπτύσσοντας τρομακτική ταχύτητα, αλλά επίτηδες χτυπώντας τα φτερά της πιο δυνατά απ’ ό,τι χρειαζόταν. Ο θόρυβος έκανε την αγέλη να κοιτάξει προς το μέρος της. Συνέχισε να σκίζει τον αέρα με αποφασιστικότητα, τέντωσε τα δάκτυλά της και μάζεψε τον σκύμνο. Τα λιοντάρια ούτε διαμαρτυρήθηκαν, ούτε ασχολήθηκαν. Την θύμωσε ακόμα περισσότερο αυτό. Τα δύο φωτεινά μάτια που την παρακολουθούσαν στενά, όπως πάντα, σηκώθηκαν στον αέρα και την ακολούθησαν από απόσταση.
Το λιοντάρι ήταν τόσο στενοχωρημένο που δεν φοβήθηκε καν. Καθώς έβλεπε το έδαφος να απομακρύνεται γρήγορα κάτω από τα πόδια του, σκέφτηκε μόνο τι ωραία που ήταν η θέα. Έπειτα είδε τα γαμψά νύχια γύρω από το σώμα του και συμπέρανε ότι τα προβλήματά του είχαν μόλις αρχίσει.
Μετά από κάποια ώρα, το λιονταράκι παρατήρησε ότι το έδαφος ξαναπλησίαζε και σύντομα η Φτερωτή το είχε αφήσει μαλακά πάνω στο γρασίδι. Η ίδια συνέχισε να πετάει και επέστρεψε σε λίγο μ’ άλλο ένα θήραμα.
«Φάε», είπε στο έκπληκτο λιονταράκι κι αυτό υπάκουσε. Αφού έφαγε χωρίς να αφήσει τα μάτια της από την Φτερωτή, την ρώτησε:
«Εσύ μου άφηνες φαγητό τόσο καιρό;»
«Ναι», απάντησε η Φτερωτή.
«Μα, γιατί;»
«Ξέρω πως δυσκολεύεσαι να βρεις φαγητό. Και ξέρω πώς είναι να νιώθεις ξένος στην αγέλη σου.»
«Σ’ ευχαριστώ», είπε απλώς η μικρή λιονταρίνα.
Και – προς έκπληξη της Φτερωτής – πήγε και κούρνιασε δίπλα της, γουργουρίζοντας από ευγνομωσύνη. Έτσι, λιοντάρι κι αετός κοιμήθηκαν δίπλα-δίπλα. Τα μεγάλα μάτια εξαφανίστηκαν.
Από τότε έγιναν αχώριστες. Η Φτερωτή ανέλαβε να μεγαλώσει την Λευκή, όπως την ονόμασε τελικά. Της κυνηγούσε, την προστάτευε, όταν κάποιος άλλος σαρκοβόρος κυνηγός την έβαζε στο μάτι, και πάντα κοιμόντουσαν παρέα. Κάποιες φορές ξαπόσταιναν κάτω από δέντρα και θάμνους, όπως κοιμούνται τα λιοντάρια. Άλλες, πάλι, κοιμόντουσαν ψηλά πάνω στα δέντρα, όπως κάνουν οι αετοί. Μάλιστα, η Φτερωτή έφτιαξε μια φωλιά, όπως θα έφτιαχνε για τα αετόπουλά της, από φύλλα και κλαδιά, πολύ πιο γερή, όμως, από τις συνηθισμένες φωλιές, για να μπορεί να σηκώσει ένα λιονταράκι.
Τα λιοντάρια είναι κανονικά κυρίως νυκτόβια, ενώ οι πολεμαετοί ημερόβιοι. Φτερωτή και Λευκή συμβιβάστηκαν με το να περνούν τον κοινό τους χρόνο όταν η μέρα και η νύχτα συναντιούνταν˙ το ηλιοβασίλεμα και το ξημέρωμα. Και κυρίως έπαιζαν. Έπαιζαν συνέχεια!
Η περίεργη αυτή σχέση γρήγορα τράβηξε την προσοχή στη Σαβάνα. Πού είχε ξανακουστεί αετός να μεγαλώνει λιοντάρι; Κανείς δεν ενέκρινε αυτήν την αλλόκοτη κατάσταση. Οι αετοί διαμαρτύρονταν, τα λιοντάρια αποδοκίμαζαν, τα υπόλοιπα ζώα κουνούσαν το κεφάλι.
«Λιοντάρι να κοιμάται σε φωλιά!»
«Αετός που κυνηγάει το βράδυ!»
«Τι αφύσικα πράγματα είναι αυτά!»
Τα δύο μάτια μόνο δεν είχαν πει την άποψή τους. Στα κρυφά, παρακολουθούσαν ό,τι γινόταν. Την Φτερωτή δεν την ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι. Η Λευκή ήταν απλώς χαρούμενη που είχε επιτέλους οικογένεια. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, Φτερωτή και Λευκή ζούσαν, κυνηγούσαν, έπαιζαν παρέα.
Με τον καιρό, η Λευκή μεγάλωσε. Το τρίχωμά της πύκνωσε, οι μυς της δυνάμωσαν, θέριεψε η λιονταρίνα. Ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι εκείνο το μικρό, ασθενικό λιονταράκι είχε μεταμορφωθεί σε αυτήν την τρομερή κυνηγό. Ωστόσο, το μέγεθος και η δύναμή της ήταν παραπλανητικά˙ ήταν ακόμα έφηβη και, από κάποιες απόψεις, ήταν ακόμα παιδί.
Κι η Φτερωτή είχε μεγαλώσει. Όχι απλώς μεγαλώσει, είχε ενηλικιωθεί. Τα φτερά της πύκνωσαν, το ράμφος της σκλήρυνε, άστραψε το βλέμμα της. Οι αετοί μουρμούριζαν συνέχεια επειδή δεν είχε κάνει τη δική της φωλιά. Η Φτερωτή, όμως, είχε αφοσιωθεί στην ανατροφή της Λευκής και δεν την ενδιέφερε τίποτα άλλο.
Η Λευκή, ωστόσο, άρχισε να δυσκολεύεται. Της έλειπαν τα άλλα λιοντάρια. Μια-δυο φορές προσπάθησε να τα ξαναπλησιάσει, αλλά αυτά δεν την ήθελαν.
«Τι λιοντάρι είσαι εσύ;» Την κορόιδευαν.
«Το χρώμα σου είναι λάθος κι οι κινήσεις σου παράξενες!» Την περιγελούσαν.
«Τι ξέρεις από λιονταροζωή εσύ, αφού ζεις μ’ έναν αετό;» Την κατηγορούσαν.
Η Λευκή στενοχωριόταν κι η Φτερωτή ανησυχούσε για εκείνη. Της έλεγε συνέχεια να μην ακούει τι λένε οι άλλοι. Ήταν μια χαρά λιονταρίνα κι έπρεπε να πιστέψει στον εαυτό της, ό,τι και να λένε οι άλλοι γι’ αυτήν. Η Λευκή την ευγνομωνούσε για την υποστήριξή της, αλλά αισθανόταν ότι της ήταν εύκολο να μιλάει εκ του ασφαλούς. Όπως είναι συχνό στην εφηβεία, ένιωθε ότι κανείς δεν την καταλαβαίνει. Σταμάτησε να προσπαθεί να πλησιάσει τα λιοντάρια, αλλά κάπου μέσα της άρχισε να κατηγορεί την Φτερωτή για την απομόνωσή της. Άρχισε να παίρνει την Φτερωτή για δεδομένη.
Η Φτερωτή κατάλαβε ότι κάτι είχε αλλάξει, αλλά το έριξε στην ηλικία της μικρής. Άλλωστε, δεν υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει. Μια μικρή, μικρούτσικη ρωγμή είχε εμφανιστεί στην σχέση τους, αλλά δεν ήθελαν να το παραδεχθούν. Συνέχισαν να ζουν όπως ζούσαν, ελπίζοντας ότι με το χρόνο θα άλλαζαν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Αυτό που σίγουρα πήγαινε καλά ήταν το κυνήγι. Ατρόμητες και οι δύο, έμαθαν να συνεργάζονται τόσο αποτελεσματικά που τίποτα δεν τις ξέφευγε. Χρησιμοποιώντας τα μυστικά του αέρα και της γης μαζί, έγιναν το πιο περιβόητο κυνηγητικό δίδυμο της Σαβάνας. Αυτή η απρόσμενη επιτυχία τους έκοψε τα αρνητικά σχόλια μαχαίρι. Πώς να τις κοροϊδέψουν πια, τόσο δυνατές και όμορφες που είχαν γίνει; Η ζήλια άρχισε να εξαπλώνεται στη Σαβάνα. Το λιοντάρια άρχισαν να ζηλεύουν την εξωτική, λευκή λιονταρίνα και την φτερωτή της φίλη. Οι αετοί άρχισαν να φθονούν την λαμπερή αετίνα και τη λευκή, αιλουροειδένια φίλη της.
Μια μέρα που το κυνήγι τους ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό και επιτυχημένο, μια παρέα νεαρών λιονταριών πλησίασε την Λευκή την ώρα που έτρωγε.
«Τι κάνεις;» Την ρώτησε ένας λιονταρίνος μελιστάλαχτα.
«Καλά, τρώω, θες λίγο;» Προσφέρθηκε πρόθυμα η Λευκή.
«Όχι, όχι, ευχαριστώ, είναι χορτάτος», είπε τριγυρίζοντάς την. «Ωραία να έχεις βοήθεια στο κυνήγι από τον αέρα, ε;»
«Ναι, όντως», συμφώνησε ξαφνιασμένη η Λευκή. Ήταν συνηθισμένη στα αρνητικά σχόλια και δεν ήξερε τι να κάνει με έναν καλό λόγο.
«Τι ωραίο που πρέπει να είναι να πετάς», συνέχισε αυτός. «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω παρέα με ένα ζευγάρι φτερά και να μην ζηλεύω! Μπράβο σου που εσύ δεν έχεις τέτοιο πρόβλημα». Και, γελώντας, έφυγε με τους υπόλοιπους.
Η Λευκή μπερδεύτηκε από το σχόλιό του. Ενώ δεν είχε πει κάτι κακό, όπως συνήθως, κάτι στο ύφος του την ανησύχησε, αλλά δεν καταλάβαινε τι. Η Φτερωτή που πετούσε από ψηλά είχε ετοιμαστεί να επέμβει, αλλά ξεφύσηξε με ανακούφιση βλέποντας τα λιοντάρια να απομακρύνονται. Ένας αετός βρέθηκε δίπλα της ξαφνικά, ξαθώς αυτή ξανανέβαινε σε μεγαλύτερο υψόμετρο.
«Τι ωραία που έχεις βρει κάποιον να προστατεύεις», της είπε μελιστάλαχτα. Η Φτερωτή τον κοίταξε κουρασμένα και δεν απάντησε. Αύξησε ταχύτητα για να τον αποφύγει, αλλά αυτός την ακολούθησε.
«Αν και δεν χρειάζεται πια προστασία, είναι δυνατό λιοντάρι πλέον!» Συνέχισε. «Τι ωραίο που πρέπει να είναι να είσαι ο πιο τρομερός κυνηγός στη φύση. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω παρέα με ένα βασιλιά της ζούγκλας και να μην ζηλεύω! Μπράβο που εσύ δεν έχεις τέτοιο πρόβλημα», είπε χαιρέκακα και πέταξε μακριά.
Η Φτερωτή θύμωσε πάρα πολύ και μάλωσε τον εαυτό της που δεν απάντησε. Τι θράσος! Χτύπησε με μανία τα φτερά της και πήγε στην Λευκή που έγλυφε τα μουστάκια της.
«Ωραίο κυνήγι, ε;» Είπε στην Λευκή χαμογελαστά.
«Ναι...» απάντησε αυτή σκεπτική.
«Τι έγινε, γιατί είσαι προβληματισμένη;» Ρώτησε ανήσυχα η Φτερωτή.
«Τίποτα, κάτι που μου είπε ο λιοντάρος...»
«Τι σου είπε;»
«Μπα, δεν έχει σημασία. Ναι, ωραίο κυνήγι! Πάμε να παίξουμε στη λίμνη;» Πρότεινε φωτεινά. Καθησυχάστηκε και συμφώνησε η Φτερωτή. Τα δύο μεγάλα μάτια εμφανίστηκαν από το πουθενά, αλλά ξαναέκλεισαν γρήγορα όταν η Φτερωτή γύρισε προς το μέρος τους ενστικτωδώς. Ιδέα μου ήταν, σκέφτηκε και ακολούθησε τη Λευκή.
Πέρασαν το απόγευμά τους γελώντας και πλατσουρίζοντας στα πράσινα νερά της αγαπημένης τους λίμνης. Η ίδια λίμνη όπου χρόνια πριν η Φτερωτή είχε κινδυνέψει από μια λεοπάρδαλη. Το βράδυ, όμως, όταν σκαρφάλωσαν ψηλά σε ένα δέντρο Μαρούλα για να κοιμηθούν, καμιά τους δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Η Λευκή ήταν ακόμα μπερδεμένη από τα λόγια του λιοντάρου κι η Φτερωτή ήταν θυμωμένη και ανήσυχη. Γιατί προσπαθούσαν να τους βάλουν λόγια; Γιατί δεν τις άφηναν στην ησυχία τους, επιτέλους; Δεν θα τους περάσει, μια χαρά τα έχουμε καταφέρει μέχρι τώρα, καθησύχασε τον εαυτό της και αποκοιμήθηκε. Δυστυχώς, είχε πέσει έξω.
Τον επόμενο καιρό, σταδιακά δυσκόλεψαν τα πράγματα. Οι άλλοι συνέχιζαν να τους βάζουν λόγια. Η Φτερωτή τους έκοβε και δεν έδινε σημασία, αλλά η Λευκή ήταν ακόμα μικρή και είχε τις ανασφάλειές της. Άρχισε να κρατάει μούτρα και να κάνει γκρίνιες. Η Φτερωτή, παρ’ όλο που ανησυχούσε, δεν αντιμιλούσε. Ήλπιζε ότι αν έδειχνε κατανόηση θα περνούσε η φάση από μόνη της. Αλλά όσο πιο πολλή κατανόηση έδειχνε, τόσο πιο πολύ πείσμωνε η έφηβη Λευκή. Η Φτερωτή είχε κουραστεί από την συνεχή διαμάχη, αλλά δεν μπορούσε να το παραδεχτεί στον εαυτό της. Είχε αφιερώσει την ζωή της στην λιονταρίνα και ένιωθε ότι ήταν υποχρεωμένη να ανεχθεί τα πάντα, αλλιώς θα ήταν σαν να έχει αποτύχει.
Η μικρή, μικρούτσικη ρωγμή έγινε ρήγμα στα θεμέλια της σχέσης τους, ένα ρήγμα που όλο και μεγάλωνε και όλο και τις απομάκρυνε. Άρχισαν να κυνηγούν χωριστά και να περνούν λιγότερο χρόνο μαζί, κάτι που ανακούφισε τους υπόλοιπους. Η κανονικότητα είχε αποκατασταθεί στα μάτια τους.
Ένα πρωινό κάθονταν δίπλα στη λίμνη τους, όλες οι ανείπωτες ζήλιες και πικρίες υψωμένες σαν τοίχος ανάμεσά τους. Την άβολη σιωπή έσπασε ένα θρόισμα που τις έκανε να γυρίσουν απότομα το κεφάλι. Μέσα από τα φυλλώματα ξεπρόβαλε μια τεράστια κουκουβάγια. Τα μεγάλα μάτια είχαν βγει επιτέλους στο φως.
«Καλημέρα, Φτερωτή και Λευκή», τις χαιρέτησε.
«Μας... ξέρεις;» Ρώτησε παραξενεμένη η Λευκή.
«Σ’ έχω δει!» Αναφώνησε η Φτερωτή πριν προλάβει να απαντήσει η κουκουβάγια.
«Ναι», επιβεβαίωσε το μεγάλο πτηνό. «Σας παρακολουθώ χρόνια.»
«Γιατί;» Ρώτησαν μαζί οι νεαρές.
«Απ’ όταν ήσαστε μικρά παιδιά. Σε είδα από μικρό πουλάκι, Φτερωτή, να παλεύεις με τον αδερφό σου για δυο μπουκιές. Να δουλεύεις σκληρά για να μάθεις να πετάς και να κερδίσεις την ελευθερία σου. Κι έπειτα να βρίσκεις ένα μικρό, διαφορετικό λιονταράκι. Δεν υπάρχουν πολλά ζώα με την καλοσύνη σου. Δεν άντεξες να μην βοηθήσεις, κυνηγούσες γι’ αυτό και στο τέλος το υιοθέτησες. Και μεγαλώσατε μαζί, χωρίς να σας ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι».
Οι μικρές την κοιτούσαν αποσβολωμένες.
«Μέχρι πρόσφατα», συμπλήρωσε με ένα νεύμα του κεφαλιού και τα κορίτσια κούνησαν αμήχανα φτερά και ουρά. «Είσαστε τόσο διαφορετικές, αλλά και τόσο ίδιες. Είστε φίλες από τύχη, αλλά αδερφές από επιλογή. Πώς να καταλάβουν τα άλλα ζώα αυτό που έχετε; Πώς να διαχειριστούν την διαφορετικότητά σας; Γι’ αυτό σας βάζουν λόγια. Για πείτε, λοιπόν, τι βλέπετε όταν κοιτάζετε η μία την άλλη;»
Η Λευκή κοίταξε το έδαφος και μουρμούρισε:
«Βλέπω τα φτερά που δεν έχω.»
Η Φτερωτή ξαφνιασμένη είπε:
«Ωραία τα φτερά, αλλά είσαι ο πιο δυνατός κυνηγός της Σαβάνας!»
Σειρά της Λευκής να ξαφνιαστεί.
«Είδατε;» Ρώτησε σοφά η κουκουβάγια. «Βλέπετε αυτό που δεν έχετε. Αυτό που νομίζετε ότι σας λείπει.»
Τα κορίτσια φάνηκαν να μπερδεύονται.
«Αφού δεν το έχουμε...» άρχισε η Φτερωτή.
«... αυτό δεν σημαίνει ότι μας λείπει;» Συμπλήρωσε η Λευκή.
«Λογικό να σας ακούγεται το ίδιο», χαμογέλασε η κουκουβάγια. «Κι όμως! Δεν είναι. Δεν σας λείπει αυτό που δεν έχετε, αφού το μοιράζεστε απλόχερα. Μαζί έχετε τα φτερά, μαζί και τα πόδια! Πετάτε ψηλά, τρέχετε μακριά. Χωριστά, αλλά και μαζί. Η διαφορετικότητά σας σας ενώνει, δεν σας χωρίζει! Κι αυτό τρομάζει τους υπόλοιπους, επειδή δεν το καταλαβαίνουν. Εσείς, όμως, καταλαβαίνετε;»
«ΝΑΙ!» Απάντησαν δυνατά και συγχρονισμένα, χαμογελώντας πλατιά.
«Αγνοήστε τους, λοιπόν. Αγνοήστε τους, αλλά και καταλάβετέ τους. Μην τους θυμώνετε, αλλά και μην τους φοβάστε. Η άγνοιά τους μιλάει, η μοναξιά. Δείξ’τε τους ότι υπάρχει κάτι καλύτερο στην πράξη κι ίσως κάποιοι από αυτούς να αλλάξουν μυαλά κάποια μέρα. Και τώρα να με συγχωρέσετε, αλλά πρέπει να πάω για ύπνο. Ξημέρωσα πολύ σήμερα περιμένοντάς σας, δεν θα μπορώ να σηκωθώ το βράδυ!» Γέλασε η κουκουβάγια. Οι αδερφές την ευχαρίστησαν και της ευχήθηκαν καλό ύπνο.
Από τότε έζησαν χαρούμενα και ευτυχισμένα. Μαζί κάλυπταν γη, νερό και ουρανό. Δεν υπήρχαν όρια στο τι μπορούσαν να καταφέρουν, παρά μόνο η φαντασία τους. Και η φαντασία της Φτερωτής και της Λευκής σίγουρα δεν είχε όρια!
Αυτά λέει ο μύθος «Ο Αετός και το Λιοντάρι». Συχνά, οι μύθοι κάποια βάση έχουν, όμως, στην πραγματικότητα. Ίσως, επίσης, αυτός ο μύθος, αυτός ο παλιός, πανάρχαιος μύθος να μην είχε απλώς βάση στην πραγματικότητα... αλλά να ήταν και προοικονομία για το μέλλον.
Πενήντα ημέρες αργότερα, άκουσαν μικρούς ήχους από το μεγαλύτερο αυγό. «Τακ-τακ, τακ-τακ», σαν κάποιος να χτυπούσε μία μικροσκοπική πόρτα. Ρωγμές εμφανίστηκαν στο κέλυφος και με ένα «κρααακ», η κορυφή του αυγού έσπασε, εμφανίζοντας ένα μικρό, μικρούτσικο κεφαλάκι με κλειστά μάτια και ανοιχτό ράμφος. Οι αετοί άρχισαν αμέσως να ταΐζουν το πεινασμένο τους μωρό. Το άλλο αυγό, όμως, τίποτα. Τρεις φορές τάισαν τον πρωτότοκο πριν να ακουστεί ο παραμικρός ήχος από το δεύτερο αυγουλάκι. Οι αετοί κοιτάχτηκαν, φοβούμενοι μήπως ήταν ελαττωματικό. Ωστόσο, αργά και σταθερά, ο δεύτερος νεοσσός έσπασε κι αυτός το κέλυφός του. Οι αετοί κοίταξαν περίεργα το σπασμένο αυγό. Πού ήταν τα μάτια, το ράμφος; Μια μικρή ουρίτσα ξεπετάχτηκε και, οπισθοχωρώντας, το μικρό πτηνό βγήκε από το αυγό. Φαινόταν μικροκαμωμένο και αδύνατο, αλλά, όταν άνοιξε το ράμφος του, σφύριξε πεινασμένα και ζωηρά.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν γρήγορα για το νεαρό ζευγάρι, καθώς προσαρμόζονταν στις νέες τους ευθύνες. Ο πρωτότοκος, αρσενικός, μεγάλωνε γρήγορα. Ήταν δυνατός και μεγάλος. Η δευτερότοκη, θηλυκιά, μεγάλωνε κι αυτή, αλλά πιο αργά. Ήταν πολύ πιο μικρή, αλλά με δυνατή φωνή.
Στους δύο μήνες πλέον δεν χρειάζονταν τάισμα στο στόμα. Οι γονείς τους τους έφερναν θηράματα, τα άφηναν μέσα στη φωλιά και οι νεοσσοί τα τσιμπολογούσαν με το ράμφος τους. Και τότε άρχισαν τα προβλήματα. Η μικρή ήταν ζωηρή και παιχνιδιάρα, αλλά μοιραζόταν πρόθυμα το φαγητό. Ο μεγάλος, πάλι, ήταν ζηλιάρης και πονηρός. Δεν ήθελε να της αφήνει φαγητό και έπρεπε να τσακωθούν για να μπορέσει να φάει κι αυτή. Η μικρή στενοχωριόταν και δεν καταλάβαινε γιατί την ταλαιπωρούσε τόσο. Νόμιζε ότι κάτι είχε κάνει για να τον θυμώσει και κατηγορούσε τον εαυτό της. Οι γονείς, απασχολημένοι με το συνεχές κυνήγι και την προστασία της φωλιάς, δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με την αδελφική αντιζηλία. Άλλωστε, αν έστω και ένας νεοσσός επιβίωνε θα ήταν αρκετό γι’ αυτούς, δεν ήταν σε θέση να ζητήσουν περισσότερα από τη ζωή.
Κι έτσι η μικρή συνέχισε να μεγαλώνει, απομονωμένη και στενοχωρημένη, ονειρευόμενη την ελευθερία από την καταπιεστική φωλιά.
Σιγά-σιγά, τα μικρά άρχιζαν να βγάζουν φτέρωμα. Τέντωναν κάθε τόσο τα γυμνά φτεράκια τους, δυναμώνοντάς τα για όταν θα ήταν έτοιμα να τα χρησιμοποιήσουν. Οι Πολεμαετοί συνήθως χρειάζονται τέσσερις μήνες για να πετάξουν και τα αρσενικά πετούν πιο νωρίς από τα θηλυκά. Συνήθως. Η μικρή μας, όμως, βιαζόταν κι έτσι αυτό το έκανε πρώτη κι ας ήταν πιο μικροκαμωμένη: Στους τρεις μήνες πέταξε για πρώτη φορά! Ο Μεγάλος έσκασε από τη ζήλια του, αλλά αυτή πια δεν ενδιαφερόταν για τίποτα άλλο. Με λίγες μέρες σκληρής εξάσκησης (οι γονείς της γεμάτοι περηφάνια άρχισαν να τη φωνάζουν «Φτερωτή») ήταν έτοιμη. Πέταξε ψηλά και δεν ξαναγύρισε, ούτε κοίταξε πίσω.
Η ελευθερία ήταν απολαυστική, αλλά και μοναχική. Για μήνες περιφερόταν στη Σαβάνα μόνη της. Παρά το μικρό της ηλικίας και του μεγέθους της, ανήκε σε ένα από τα πιο δεινά αρπακτικά ζώα της περιοχής. Λίγα πράγματα είχε να φοβηθεί. Ακόμα κι έτσι, όμως, μια-δυο φορές κινδύνεψε η ζωή της. Την πρώτη, μόλις είχε πιάσει μια μαύρη πάπια που κολυμπούσε σε μια λιμνούλα, όταν πετάστηκε από τα χορτάρια της όχθης μια λεοπάρδαλη και προσπάθησε ν’ αρπάξει το θύμα της. Ευτυχώς την είδε εγκαίρως και με μια απότομη στροφή, απέφυγε το επικίνδυνο αιλουροειδές. Την δεύτερη φορά, δυσκολεύτηκε στο κυνήγι για πολλές μέρες, ώσπου έφτασε να νιώθει τόσο αδύναμη που με τα βίας μπορούσε να χτυπήσει τα φτερά της. Κατά τα άλλα, μια χαρά τα έβγαζε πέρα μόνη της.
Μια μέρα, πετούσε πάνω από την στέπα, σκίζοντας τον αέρα με τα γερά της φτερά. Μακριά στο έδαφος είδε μια αγέλη από λιοντάρια, μαζεμένη γύρω από το κουφάρι ενός τεράστιου βουβαλιού. Όπως είναι καθιερωμένο, το αρσενικό, ο αρχηγός της αγέλης, έτρωγε πρώτος και ανενόχλητος, ενώ οι λέαινες και οι σκύμνοι περίμεναν υπομονετικά, όσο πεινασμένοι κι αν ήταν. Γεμάτη περιέργεια, άρχισε να κάνει κύκλους για να παρακολουθήσει τη σκηνή. Ο αρχηγός τελείωσε κι απομακρύνθηκε νωχέλικα, γλύφοντας τη μουσούδα του. Οι λέαινες όρμηξαν με τα μούτρα, κρύβοντας τελείως το σκοτωμένο ζώο. Οι σκύμνοι πήγαιναν πάνω-κάτω, ανήσυχοι, περιμένοντας την σειρά τους. Ένα λιονταράκι ξεχώριζε αμέσως: Ήταν πιο μικρό και το τρίχωμά του δεν ήταν κιτρινωπό, αλλά κατάλευκο.
Οι λέαινες χόρτασαν κι έκαναν κι αυτές στην άκρη. Οι σκύμνοι επιτέθηκαν σε ό,τι είχε απομείνει, γρυλίζοντας και παλεύοντας μεταξύ τους για τα τρυφερότερα κομμάτια. Το λευκό λιονταράκι πλησίασε πιο προσεκτικά και φαινόταν σαν να αποφεύγει τους υπόλοιπους. Έπιασε ένα κομμάτι με τόσο λίγο κρέας που κανένας άλλος δεν ασχολούνταν μαζί του. Μετά από μερικές μπουκιές, όμως, οι άλλοι το πήραν είδηση κι άρχισαν να του μουγκρίζουν επιθετικά. Αυτό έκλεψε μερικές μπουκιές ακόμα στα γρήγορα πριν οι άλλοι να του ριχτούν. Ακολούθησε μια γρήγορη μάχη και το λευκό απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας, με κόκκινες γρατζουνιές σε όλο του το σώμα.
Η Φτερωτή το παρακολούθησε λυπημένη. Δεν μπορούσε να μην σκεφτεί τη ζωή της στη φωλιά, πώς ήταν να παλεύει για το φαγητό της. Αλλά τι μπορούσε τι να κάνει; Έτσι ήταν η άγρια ζωή. Έφυγε, προσπαθώντας να βγάλει την εικόνα από το μυαλό της. Αυτό που δεν είδε ήταν δύο μεγάλα μάτια που την παρακολουθούσαν από ένα δέντρο λίγο πιο πέρα.
Πέρασαν μερικές μέρες που η Φτερωτή προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι όλα ήταν όπως συνήθως. Έπιανε τον εαυτό της, όμως, να επιστρέφει στο ίδιο μέρος κάθε μέρα, χωρίς να το παραδέχεται ότι έψαχνε την αγέλη. Μετά από μια εβδομάδα την ξαναβρήκε. Τα λιοντάρια ξαπόσταιναν κάτω από μια τεράστια Αδανσονία. Κάποιες λέαινες κοιμόντουσαν, άλλες καθαρίζονταν. Ο αρσενικός έλειπε, πιθανόν σε περιπολία της περιοχής, ενώ οι σκύμνοι έπαιζαν με κάτι σπασμένα κλαδιά. Το λευκό λιοντάρι τα πλησίασε, θέλοντας να παίξει κι αυτό.
«Φύγε από εδώ, Χιόνι, δεν σε θέλουμε!» Του φώναξαν.
«Τι δουλειά έχει το Χιόνι στη Σαβάνα;» Το χλεύασαν.
Απογοητευμένο, γύρισε κι απομακρύνθηκε με το κεφάλι σκυμένο. Δεν φαινόταν πολύ καλά, ήταν αδύναμο και εξαντλημένο όπως σωριάστηκε κάτω από ένα θάμνο.
Η Φτερωτή στένεψε τα μάτια και πέταξε ακόμα πιο ψηλά, κοιτάζοντας ολόγυρα με τα δυνατά της μάτια. Μετά από κάποια ώρα, είδε αυτό που έψαχνε˙ το χορτάρι κυμάτιζε γρήγορα σε ένα σημείο. Βούτηξε με όλη της την ταχύτητα και έμπηξε τα νύχια της μέσα στις πρασινάδες. Ίσιωσε από την βουτιά της με μια μεγάλη σαύρα γραπωμένη στα πόδια της. Πέταξε προς το λιονταράκι και έριξε τη σαύρα κοντά του.
Μέχρι ν’ ανοίξει τα μάτια του, η Φτερωτή είχε ήδη απομακρυνθεί. Το λιοντάρι πήγε παραξενεμένο πάνω από την πεθαμένη σαύρα και κοίταξε τριγύρω. Ήταν σίγουρο ότι είχε ακούσει φτερά, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Έπειτα, συνειδητοποίησε την κατάσταση κι έφαγε γρήγορα πριν δουν τα υπόλοιπα λιοντάρια τι συμβαίνει. Η Φτερωτή χαμογέλασε από ψηλά, τα δυο μεγάλα μάτια πάλι καρφωμένα πάνω της από μέσα από τα φυλλώματα.
Τον επόμενο μήνα η Φτερωτή συνέχισε την ίδια στρατηγική. Κυνηγούσε για το λευκό λιοντάρι κι έφευγε πριν προλάβουν να την δουν. Ωστόσο, σύντομα κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνιμη λύση στο πρόβλημα. Το Λευκό, όπως το έλεγε, εξακολουθούσε να ταλαιπωριέται από τα άλλα λιοντάρια.
«Δεν θες να φας;» Το ρωτούσαν ειρωνικά όταν σταμάτησε να προσπαθεί να φάει μαζί τους.
«Μην της μιλάτε, είναι Φάντασμα», είπε ένα.
«Ναι, πώς γίνεται να ζει χωρίς φαγητό;» Είπε ένα άλλο.
«Εξηγεί το χρώμα της», συμφώνησε ένα τρίτο.
Κι από τότε άρχισαν όλα να την αγνοούν. Η Λευκή δεν καταλάβαινε γιατί την αντιπαθούσαν τόσο πολύ. Η στενοχώρια την κατέβαλε τόσο που στο τέλος σταμάτησε να τρώει τα ζωά που της έφερνε η Φτερωτή. Ανήσυχη και απελπισμένη, εκείνη, την έβλεπε να μαραζώνει, ώσπου δεν άντεξε.
Μια μέρα, αντί να ψάξει το χορτάρι, πήγε κατευθείαν για το λιοντάρι. Βούτηξε από ψηλά, αναπτύσσοντας τρομακτική ταχύτητα, αλλά επίτηδες χτυπώντας τα φτερά της πιο δυνατά απ’ ό,τι χρειαζόταν. Ο θόρυβος έκανε την αγέλη να κοιτάξει προς το μέρος της. Συνέχισε να σκίζει τον αέρα με αποφασιστικότητα, τέντωσε τα δάκτυλά της και μάζεψε τον σκύμνο. Τα λιοντάρια ούτε διαμαρτυρήθηκαν, ούτε ασχολήθηκαν. Την θύμωσε ακόμα περισσότερο αυτό. Τα δύο φωτεινά μάτια που την παρακολουθούσαν στενά, όπως πάντα, σηκώθηκαν στον αέρα και την ακολούθησαν από απόσταση.
Το λιοντάρι ήταν τόσο στενοχωρημένο που δεν φοβήθηκε καν. Καθώς έβλεπε το έδαφος να απομακρύνεται γρήγορα κάτω από τα πόδια του, σκέφτηκε μόνο τι ωραία που ήταν η θέα. Έπειτα είδε τα γαμψά νύχια γύρω από το σώμα του και συμπέρανε ότι τα προβλήματά του είχαν μόλις αρχίσει.
Μετά από κάποια ώρα, το λιονταράκι παρατήρησε ότι το έδαφος ξαναπλησίαζε και σύντομα η Φτερωτή το είχε αφήσει μαλακά πάνω στο γρασίδι. Η ίδια συνέχισε να πετάει και επέστρεψε σε λίγο μ’ άλλο ένα θήραμα.
«Φάε», είπε στο έκπληκτο λιονταράκι κι αυτό υπάκουσε. Αφού έφαγε χωρίς να αφήσει τα μάτια της από την Φτερωτή, την ρώτησε:
«Εσύ μου άφηνες φαγητό τόσο καιρό;»
«Ναι», απάντησε η Φτερωτή.
«Μα, γιατί;»
«Ξέρω πως δυσκολεύεσαι να βρεις φαγητό. Και ξέρω πώς είναι να νιώθεις ξένος στην αγέλη σου.»
«Σ’ ευχαριστώ», είπε απλώς η μικρή λιονταρίνα.
Και – προς έκπληξη της Φτερωτής – πήγε και κούρνιασε δίπλα της, γουργουρίζοντας από ευγνομωσύνη. Έτσι, λιοντάρι κι αετός κοιμήθηκαν δίπλα-δίπλα. Τα μεγάλα μάτια εξαφανίστηκαν.
Από τότε έγιναν αχώριστες. Η Φτερωτή ανέλαβε να μεγαλώσει την Λευκή, όπως την ονόμασε τελικά. Της κυνηγούσε, την προστάτευε, όταν κάποιος άλλος σαρκοβόρος κυνηγός την έβαζε στο μάτι, και πάντα κοιμόντουσαν παρέα. Κάποιες φορές ξαπόσταιναν κάτω από δέντρα και θάμνους, όπως κοιμούνται τα λιοντάρια. Άλλες, πάλι, κοιμόντουσαν ψηλά πάνω στα δέντρα, όπως κάνουν οι αετοί. Μάλιστα, η Φτερωτή έφτιαξε μια φωλιά, όπως θα έφτιαχνε για τα αετόπουλά της, από φύλλα και κλαδιά, πολύ πιο γερή, όμως, από τις συνηθισμένες φωλιές, για να μπορεί να σηκώσει ένα λιονταράκι.
Τα λιοντάρια είναι κανονικά κυρίως νυκτόβια, ενώ οι πολεμαετοί ημερόβιοι. Φτερωτή και Λευκή συμβιβάστηκαν με το να περνούν τον κοινό τους χρόνο όταν η μέρα και η νύχτα συναντιούνταν˙ το ηλιοβασίλεμα και το ξημέρωμα. Και κυρίως έπαιζαν. Έπαιζαν συνέχεια!
Η περίεργη αυτή σχέση γρήγορα τράβηξε την προσοχή στη Σαβάνα. Πού είχε ξανακουστεί αετός να μεγαλώνει λιοντάρι; Κανείς δεν ενέκρινε αυτήν την αλλόκοτη κατάσταση. Οι αετοί διαμαρτύρονταν, τα λιοντάρια αποδοκίμαζαν, τα υπόλοιπα ζώα κουνούσαν το κεφάλι.
«Λιοντάρι να κοιμάται σε φωλιά!»
«Αετός που κυνηγάει το βράδυ!»
«Τι αφύσικα πράγματα είναι αυτά!»
Τα δύο μάτια μόνο δεν είχαν πει την άποψή τους. Στα κρυφά, παρακολουθούσαν ό,τι γινόταν. Την Φτερωτή δεν την ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι. Η Λευκή ήταν απλώς χαρούμενη που είχε επιτέλους οικογένεια. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, Φτερωτή και Λευκή ζούσαν, κυνηγούσαν, έπαιζαν παρέα.
Με τον καιρό, η Λευκή μεγάλωσε. Το τρίχωμά της πύκνωσε, οι μυς της δυνάμωσαν, θέριεψε η λιονταρίνα. Ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι εκείνο το μικρό, ασθενικό λιονταράκι είχε μεταμορφωθεί σε αυτήν την τρομερή κυνηγό. Ωστόσο, το μέγεθος και η δύναμή της ήταν παραπλανητικά˙ ήταν ακόμα έφηβη και, από κάποιες απόψεις, ήταν ακόμα παιδί.
Κι η Φτερωτή είχε μεγαλώσει. Όχι απλώς μεγαλώσει, είχε ενηλικιωθεί. Τα φτερά της πύκνωσαν, το ράμφος της σκλήρυνε, άστραψε το βλέμμα της. Οι αετοί μουρμούριζαν συνέχεια επειδή δεν είχε κάνει τη δική της φωλιά. Η Φτερωτή, όμως, είχε αφοσιωθεί στην ανατροφή της Λευκής και δεν την ενδιέφερε τίποτα άλλο.
Η Λευκή, ωστόσο, άρχισε να δυσκολεύεται. Της έλειπαν τα άλλα λιοντάρια. Μια-δυο φορές προσπάθησε να τα ξαναπλησιάσει, αλλά αυτά δεν την ήθελαν.
«Τι λιοντάρι είσαι εσύ;» Την κορόιδευαν.
«Το χρώμα σου είναι λάθος κι οι κινήσεις σου παράξενες!» Την περιγελούσαν.
«Τι ξέρεις από λιονταροζωή εσύ, αφού ζεις μ’ έναν αετό;» Την κατηγορούσαν.
Η Λευκή στενοχωριόταν κι η Φτερωτή ανησυχούσε για εκείνη. Της έλεγε συνέχεια να μην ακούει τι λένε οι άλλοι. Ήταν μια χαρά λιονταρίνα κι έπρεπε να πιστέψει στον εαυτό της, ό,τι και να λένε οι άλλοι γι’ αυτήν. Η Λευκή την ευγνομωνούσε για την υποστήριξή της, αλλά αισθανόταν ότι της ήταν εύκολο να μιλάει εκ του ασφαλούς. Όπως είναι συχνό στην εφηβεία, ένιωθε ότι κανείς δεν την καταλαβαίνει. Σταμάτησε να προσπαθεί να πλησιάσει τα λιοντάρια, αλλά κάπου μέσα της άρχισε να κατηγορεί την Φτερωτή για την απομόνωσή της. Άρχισε να παίρνει την Φτερωτή για δεδομένη.
Η Φτερωτή κατάλαβε ότι κάτι είχε αλλάξει, αλλά το έριξε στην ηλικία της μικρής. Άλλωστε, δεν υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει. Μια μικρή, μικρούτσικη ρωγμή είχε εμφανιστεί στην σχέση τους, αλλά δεν ήθελαν να το παραδεχθούν. Συνέχισαν να ζουν όπως ζούσαν, ελπίζοντας ότι με το χρόνο θα άλλαζαν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Αυτό που σίγουρα πήγαινε καλά ήταν το κυνήγι. Ατρόμητες και οι δύο, έμαθαν να συνεργάζονται τόσο αποτελεσματικά που τίποτα δεν τις ξέφευγε. Χρησιμοποιώντας τα μυστικά του αέρα και της γης μαζί, έγιναν το πιο περιβόητο κυνηγητικό δίδυμο της Σαβάνας. Αυτή η απρόσμενη επιτυχία τους έκοψε τα αρνητικά σχόλια μαχαίρι. Πώς να τις κοροϊδέψουν πια, τόσο δυνατές και όμορφες που είχαν γίνει; Η ζήλια άρχισε να εξαπλώνεται στη Σαβάνα. Το λιοντάρια άρχισαν να ζηλεύουν την εξωτική, λευκή λιονταρίνα και την φτερωτή της φίλη. Οι αετοί άρχισαν να φθονούν την λαμπερή αετίνα και τη λευκή, αιλουροειδένια φίλη της.
Μια μέρα που το κυνήγι τους ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό και επιτυχημένο, μια παρέα νεαρών λιονταριών πλησίασε την Λευκή την ώρα που έτρωγε.
«Τι κάνεις;» Την ρώτησε ένας λιονταρίνος μελιστάλαχτα.
«Καλά, τρώω, θες λίγο;» Προσφέρθηκε πρόθυμα η Λευκή.
«Όχι, όχι, ευχαριστώ, είναι χορτάτος», είπε τριγυρίζοντάς την. «Ωραία να έχεις βοήθεια στο κυνήγι από τον αέρα, ε;»
«Ναι, όντως», συμφώνησε ξαφνιασμένη η Λευκή. Ήταν συνηθισμένη στα αρνητικά σχόλια και δεν ήξερε τι να κάνει με έναν καλό λόγο.
«Τι ωραίο που πρέπει να είναι να πετάς», συνέχισε αυτός. «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω παρέα με ένα ζευγάρι φτερά και να μην ζηλεύω! Μπράβο σου που εσύ δεν έχεις τέτοιο πρόβλημα». Και, γελώντας, έφυγε με τους υπόλοιπους.
Η Λευκή μπερδεύτηκε από το σχόλιό του. Ενώ δεν είχε πει κάτι κακό, όπως συνήθως, κάτι στο ύφος του την ανησύχησε, αλλά δεν καταλάβαινε τι. Η Φτερωτή που πετούσε από ψηλά είχε ετοιμαστεί να επέμβει, αλλά ξεφύσηξε με ανακούφιση βλέποντας τα λιοντάρια να απομακρύνονται. Ένας αετός βρέθηκε δίπλα της ξαφνικά, ξαθώς αυτή ξανανέβαινε σε μεγαλύτερο υψόμετρο.
«Τι ωραία που έχεις βρει κάποιον να προστατεύεις», της είπε μελιστάλαχτα. Η Φτερωτή τον κοίταξε κουρασμένα και δεν απάντησε. Αύξησε ταχύτητα για να τον αποφύγει, αλλά αυτός την ακολούθησε.
«Αν και δεν χρειάζεται πια προστασία, είναι δυνατό λιοντάρι πλέον!» Συνέχισε. «Τι ωραίο που πρέπει να είναι να είσαι ο πιο τρομερός κυνηγός στη φύση. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω παρέα με ένα βασιλιά της ζούγκλας και να μην ζηλεύω! Μπράβο που εσύ δεν έχεις τέτοιο πρόβλημα», είπε χαιρέκακα και πέταξε μακριά.
Η Φτερωτή θύμωσε πάρα πολύ και μάλωσε τον εαυτό της που δεν απάντησε. Τι θράσος! Χτύπησε με μανία τα φτερά της και πήγε στην Λευκή που έγλυφε τα μουστάκια της.
«Ωραίο κυνήγι, ε;» Είπε στην Λευκή χαμογελαστά.
«Ναι...» απάντησε αυτή σκεπτική.
«Τι έγινε, γιατί είσαι προβληματισμένη;» Ρώτησε ανήσυχα η Φτερωτή.
«Τίποτα, κάτι που μου είπε ο λιοντάρος...»
«Τι σου είπε;»
«Μπα, δεν έχει σημασία. Ναι, ωραίο κυνήγι! Πάμε να παίξουμε στη λίμνη;» Πρότεινε φωτεινά. Καθησυχάστηκε και συμφώνησε η Φτερωτή. Τα δύο μεγάλα μάτια εμφανίστηκαν από το πουθενά, αλλά ξαναέκλεισαν γρήγορα όταν η Φτερωτή γύρισε προς το μέρος τους ενστικτωδώς. Ιδέα μου ήταν, σκέφτηκε και ακολούθησε τη Λευκή.
Πέρασαν το απόγευμά τους γελώντας και πλατσουρίζοντας στα πράσινα νερά της αγαπημένης τους λίμνης. Η ίδια λίμνη όπου χρόνια πριν η Φτερωτή είχε κινδυνέψει από μια λεοπάρδαλη. Το βράδυ, όμως, όταν σκαρφάλωσαν ψηλά σε ένα δέντρο Μαρούλα για να κοιμηθούν, καμιά τους δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Η Λευκή ήταν ακόμα μπερδεμένη από τα λόγια του λιοντάρου κι η Φτερωτή ήταν θυμωμένη και ανήσυχη. Γιατί προσπαθούσαν να τους βάλουν λόγια; Γιατί δεν τις άφηναν στην ησυχία τους, επιτέλους; Δεν θα τους περάσει, μια χαρά τα έχουμε καταφέρει μέχρι τώρα, καθησύχασε τον εαυτό της και αποκοιμήθηκε. Δυστυχώς, είχε πέσει έξω.
Τον επόμενο καιρό, σταδιακά δυσκόλεψαν τα πράγματα. Οι άλλοι συνέχιζαν να τους βάζουν λόγια. Η Φτερωτή τους έκοβε και δεν έδινε σημασία, αλλά η Λευκή ήταν ακόμα μικρή και είχε τις ανασφάλειές της. Άρχισε να κρατάει μούτρα και να κάνει γκρίνιες. Η Φτερωτή, παρ’ όλο που ανησυχούσε, δεν αντιμιλούσε. Ήλπιζε ότι αν έδειχνε κατανόηση θα περνούσε η φάση από μόνη της. Αλλά όσο πιο πολλή κατανόηση έδειχνε, τόσο πιο πολύ πείσμωνε η έφηβη Λευκή. Η Φτερωτή είχε κουραστεί από την συνεχή διαμάχη, αλλά δεν μπορούσε να το παραδεχτεί στον εαυτό της. Είχε αφιερώσει την ζωή της στην λιονταρίνα και ένιωθε ότι ήταν υποχρεωμένη να ανεχθεί τα πάντα, αλλιώς θα ήταν σαν να έχει αποτύχει.
Η μικρή, μικρούτσικη ρωγμή έγινε ρήγμα στα θεμέλια της σχέσης τους, ένα ρήγμα που όλο και μεγάλωνε και όλο και τις απομάκρυνε. Άρχισαν να κυνηγούν χωριστά και να περνούν λιγότερο χρόνο μαζί, κάτι που ανακούφισε τους υπόλοιπους. Η κανονικότητα είχε αποκατασταθεί στα μάτια τους.
Ένα πρωινό κάθονταν δίπλα στη λίμνη τους, όλες οι ανείπωτες ζήλιες και πικρίες υψωμένες σαν τοίχος ανάμεσά τους. Την άβολη σιωπή έσπασε ένα θρόισμα που τις έκανε να γυρίσουν απότομα το κεφάλι. Μέσα από τα φυλλώματα ξεπρόβαλε μια τεράστια κουκουβάγια. Τα μεγάλα μάτια είχαν βγει επιτέλους στο φως.
«Καλημέρα, Φτερωτή και Λευκή», τις χαιρέτησε.
«Μας... ξέρεις;» Ρώτησε παραξενεμένη η Λευκή.
«Σ’ έχω δει!» Αναφώνησε η Φτερωτή πριν προλάβει να απαντήσει η κουκουβάγια.
«Ναι», επιβεβαίωσε το μεγάλο πτηνό. «Σας παρακολουθώ χρόνια.»
«Γιατί;» Ρώτησαν μαζί οι νεαρές.
«Απ’ όταν ήσαστε μικρά παιδιά. Σε είδα από μικρό πουλάκι, Φτερωτή, να παλεύεις με τον αδερφό σου για δυο μπουκιές. Να δουλεύεις σκληρά για να μάθεις να πετάς και να κερδίσεις την ελευθερία σου. Κι έπειτα να βρίσκεις ένα μικρό, διαφορετικό λιονταράκι. Δεν υπάρχουν πολλά ζώα με την καλοσύνη σου. Δεν άντεξες να μην βοηθήσεις, κυνηγούσες γι’ αυτό και στο τέλος το υιοθέτησες. Και μεγαλώσατε μαζί, χωρίς να σας ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι».
Οι μικρές την κοιτούσαν αποσβολωμένες.
«Μέχρι πρόσφατα», συμπλήρωσε με ένα νεύμα του κεφαλιού και τα κορίτσια κούνησαν αμήχανα φτερά και ουρά. «Είσαστε τόσο διαφορετικές, αλλά και τόσο ίδιες. Είστε φίλες από τύχη, αλλά αδερφές από επιλογή. Πώς να καταλάβουν τα άλλα ζώα αυτό που έχετε; Πώς να διαχειριστούν την διαφορετικότητά σας; Γι’ αυτό σας βάζουν λόγια. Για πείτε, λοιπόν, τι βλέπετε όταν κοιτάζετε η μία την άλλη;»
Η Λευκή κοίταξε το έδαφος και μουρμούρισε:
«Βλέπω τα φτερά που δεν έχω.»
Η Φτερωτή ξαφνιασμένη είπε:
«Ωραία τα φτερά, αλλά είσαι ο πιο δυνατός κυνηγός της Σαβάνας!»
Σειρά της Λευκής να ξαφνιαστεί.
«Είδατε;» Ρώτησε σοφά η κουκουβάγια. «Βλέπετε αυτό που δεν έχετε. Αυτό που νομίζετε ότι σας λείπει.»
Τα κορίτσια φάνηκαν να μπερδεύονται.
«Αφού δεν το έχουμε...» άρχισε η Φτερωτή.
«... αυτό δεν σημαίνει ότι μας λείπει;» Συμπλήρωσε η Λευκή.
«Λογικό να σας ακούγεται το ίδιο», χαμογέλασε η κουκουβάγια. «Κι όμως! Δεν είναι. Δεν σας λείπει αυτό που δεν έχετε, αφού το μοιράζεστε απλόχερα. Μαζί έχετε τα φτερά, μαζί και τα πόδια! Πετάτε ψηλά, τρέχετε μακριά. Χωριστά, αλλά και μαζί. Η διαφορετικότητά σας σας ενώνει, δεν σας χωρίζει! Κι αυτό τρομάζει τους υπόλοιπους, επειδή δεν το καταλαβαίνουν. Εσείς, όμως, καταλαβαίνετε;»
«ΝΑΙ!» Απάντησαν δυνατά και συγχρονισμένα, χαμογελώντας πλατιά.
«Αγνοήστε τους, λοιπόν. Αγνοήστε τους, αλλά και καταλάβετέ τους. Μην τους θυμώνετε, αλλά και μην τους φοβάστε. Η άγνοιά τους μιλάει, η μοναξιά. Δείξ’τε τους ότι υπάρχει κάτι καλύτερο στην πράξη κι ίσως κάποιοι από αυτούς να αλλάξουν μυαλά κάποια μέρα. Και τώρα να με συγχωρέσετε, αλλά πρέπει να πάω για ύπνο. Ξημέρωσα πολύ σήμερα περιμένοντάς σας, δεν θα μπορώ να σηκωθώ το βράδυ!» Γέλασε η κουκουβάγια. Οι αδερφές την ευχαρίστησαν και της ευχήθηκαν καλό ύπνο.
Από τότε έζησαν χαρούμενα και ευτυχισμένα. Μαζί κάλυπταν γη, νερό και ουρανό. Δεν υπήρχαν όρια στο τι μπορούσαν να καταφέρουν, παρά μόνο η φαντασία τους. Και η φαντασία της Φτερωτής και της Λευκής σίγουρα δεν είχε όρια!
Αυτά λέει ο μύθος «Ο Αετός και το Λιοντάρι». Συχνά, οι μύθοι κάποια βάση έχουν, όμως, στην πραγματικότητα. Ίσως, επίσης, αυτός ο μύθος, αυτός ο παλιός, πανάρχαιος μύθος να μην είχε απλώς βάση στην πραγματικότητα... αλλά να ήταν και προοικονομία για το μέλλον.