Ξεκίνησα γεμάτη πίστη. Ως παιδί πίστευα βαθιά στην οικογένεια, στην αγάπη, στον έρωτα, στην φιλία, στον άνθρωπο. Ίσως κάλυπτα το κενό της θρησκευτικής πίστης, ποιος ξέρει. Κατά μία έννοια, τώρα περνάω την πιο «άπιστη» φάση της ζωής μου. Την οικογένεια τη διαλύσαμε, την αγάπη την ξεφτιλίσαμε, ας μην πω τι τον κάναμε τον έρωτα και θεωρηθώ περιγραφική, φιλία δεν υπάρχει και άνθρωπος δεν ξέρω τι σημαίνει τελικά.
Όσο και αν προσπαθώ να προσδιορίσω τι είναι αυτό που δεν πήγε καλά στις διάφορες περιπτώσεις που κάτι δεν πήγε καλά, δύσκολα καταλήγω σε συγκεκριμένες πράξεις, σε συγκεκριμένα λόγια, σε συγκεκριμένες άλυτες και/ή μη επιλύσιμες διαφωνίες, σε συγκεκριμένες ασυμφωνίες χαρακτήρων. Το μόνο που έρχεται και επανέρχεται στο μυαλό μου είναι πράγματα όπως ο τρόπος που έγιναν τα πράγματα, η πρόθεση, η έλλειψη σεβασμού. Και κυρίως είναι μια αδιόρατη διαφορά στην αντιμετώπιση του άλλου, μια διάχυτη, αδιευκρίνιστη γεύση αδιαφορίας, μια μικρή αλλά έντονη τάση «δεν με ενδιαφέρει».
Δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει, δεν με ενδιαφέρει αν πληγώνω τον άλλο, δεν με ενδιαφέρει να τον ακούσω, δεν με ενδιαφέρει να ασχοληθώ, δεν με ενδιαφέρει να ενδιαφερθώ. Κι εσύ ας κρούεις τον κώδωνα του κινδύνου όσο θες. Αν ο άλλος έχει μπει σε mode “my microcosmos”, είναι σαν να υπάρχει σε παράλληλο σύμπαν ή σαν εσύ να είσαι από εκείνα τα φαντάσματα που δεν τα βλέπει κανείς, αλλά πού και πού, κανένα σκοτεινό και πανσεληνοφόρο βράδυ, νιώθουν την παρουσία σου και τους σηκώνεται η τρίχα. Και ξέρω τι λέω γιατί έχω υπάρξει σε αυτό το mode και αναγκάστηκα να αποφασίσω αν αυτό θέλω για μένα και για τους ανθρώπους που αγαπώ.
Αυτό το «δεν με ενδιαφέρει» δεν είναι καθόλου αναπόφευκτο, τυχαίο ή χωρίς πρόθεση.
Ναι, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν περιπτώσεις που προκύπτουν προστριβές στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων, ίσως όσο κοντινοί κι αν είναι. Ωστόσο, για να πούμε ότι υπάρχει μια διαφωνία και δεν λύνεται, πρέπει – αν μη τι άλλο! – να γνωρίζουμε κι οι δύο ότι υπάρχει η συγκεκριμένη διαφορά και να την έχουμε συζητήσει και να μην μπορούμε να καταλήξουμε σε μια λύση. Κι όταν λέω συζήτηση δεν εννοώ φωνές, ειρωνίες, άρνηση και/ή άλλα συναφί. Λυπάμαι που θα σας σοκάρω, αλλά αυτά δεν συνιστούν επικοινωνία.
Ήδη, επομένως, σύμφωνα με αυτές τις προϋποθέσεις, οι περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πραγματικά, αναπόφευκτα και βασισμένα στη διαφορετικότητα των ανθρώπων αδιέξοδα, τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία. Και, επιπλέον, έχουμε βάλει στις περισσότερες την αρνητική πρόθεση ή έστω την έλλειψη θετικής πρόθεσης. Αλλά και από μόνη της η έλλειψη θετικής πρόθεσης είναι ιδιαίτερα ικανή να τινάξει μια σχέση στον αέρα με ταχύτητα και ορμή ύπουλης νάρκης.
Ανεξάρτητα, όμως, από όλα αυτά, αυτός που πληγώνεται περισσότερο είναι εκείνος που αγάπησε βαθύτερα. Και ο ρομαντισμός δεν ξεριζώνεται τόσο εύκολα. Οπότε υποψιάζομαι ότι η «απιστία» μου είναι προσωρινό φαινόμενο. Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι αξίες μου μάλλον δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα και, ναι, όλα τα παραπάνω θεωρώ ακόμα ότι αξίζουν. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι δεν θεωρώ ότι αξίζουν όποιο κι αν είναι το τίμημα. Ίσως αυτό είναι εξέλιξη, ίσως είναι συμβιβασμός. Μπορεί να είναι κι απλός ρεαλισμός. Ή ίσως είναι αυτό που απομένει όταν από τον ρομαντισμό αφαιρέσεις τον μαζοχισμό.
Θέλω, λοιπόν, να ξαναβρώ την πίστη μου, αλλά θέλω και να μπορώ να ζήσω με αυτήν. Θέλω να μπορέσω πάλι να πιστέψω σε όλα τα παραπάνω, αλλά έχω κουραστεί από τους επαναλαμβανόμενους κύκλους εμπιστοσύνης και εγκατάληψης. Ναι, δεν υπάρχει ασφάλεια και, ναι, δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Τα ξέρω όλα αυτά, τα θεωρώ δεδομένα. Το πρόβλημα είναι ότι από δεδομένα οι άνθρωποι τα έχουν μετατρέψει σε δικαιολογίες.
Άλλο διαφορετικός, άλλο αναίσθητος. Άλλο ευγενικός, άλλο κορόιδο. Άλλο απροσεξία, άλλο αδιαφορία. Άλλο λογικός, άλλο ψυχρός. Άλλο συναισθηματικός, άλλο παράλογος. Άλλο «δεν είμαι τέλειος», άλλο «αρνούμαι να αναλάβω την ευθύνη του εαυτού μου και των πράξεών του».
Και επιστρέφω στο θέμα... «όποιο κι αν είναι το τίμημα»... Ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική στην διατύπωσή μου: Η οικογένεια, η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, ο άνθρωπος δεν αξίζουν πάντα όποιο κι αν είναι το τίμημα.
Ίσως για εσάς, ούτε η αρχική μου πρόταση, ούτε η τελευταία μικρή μετατροπή της να σας λένε και πολλά. Σίγουρα κάποιοι από εσάς ποτέ δεν πιστέψατε ότι υπάρχει περίπτωση κάτι από αυτά να αξίζει όποιο και να είναι το τίμημα.
Εγώ, όμως, μετά από τόσες τρικλοποδιές, ακόμα πιστεύω ότι υπάρχει περίπτωση να αξίζουν όποιο κι αν είναι το τίμημα. Αλλά υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορούμε έστω και να λάβουμε υπόψην αυτήν την πιθανότητα.
Η οικογενειακή σου αφοσίωση μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον αναγνωρίζεται.
Η αγάπη σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον δεν την εκμεταλλεύονται.
Ο έρωτάς σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον ανταποδίδεται.
Η φιλία σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον δεν υποτιμάται.
Ο άνθρωπος μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον ενδιαφέρεται.
Και η συγχώρεσή σου μπορεί να αξίζει μόνο αν τουλάχιστον κάποιος πραγματικά λυπάται.
Όσο και αν προσπαθώ να προσδιορίσω τι είναι αυτό που δεν πήγε καλά στις διάφορες περιπτώσεις που κάτι δεν πήγε καλά, δύσκολα καταλήγω σε συγκεκριμένες πράξεις, σε συγκεκριμένα λόγια, σε συγκεκριμένες άλυτες και/ή μη επιλύσιμες διαφωνίες, σε συγκεκριμένες ασυμφωνίες χαρακτήρων. Το μόνο που έρχεται και επανέρχεται στο μυαλό μου είναι πράγματα όπως ο τρόπος που έγιναν τα πράγματα, η πρόθεση, η έλλειψη σεβασμού. Και κυρίως είναι μια αδιόρατη διαφορά στην αντιμετώπιση του άλλου, μια διάχυτη, αδιευκρίνιστη γεύση αδιαφορίας, μια μικρή αλλά έντονη τάση «δεν με ενδιαφέρει».
Δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει, δεν με ενδιαφέρει αν πληγώνω τον άλλο, δεν με ενδιαφέρει να τον ακούσω, δεν με ενδιαφέρει να ασχοληθώ, δεν με ενδιαφέρει να ενδιαφερθώ. Κι εσύ ας κρούεις τον κώδωνα του κινδύνου όσο θες. Αν ο άλλος έχει μπει σε mode “my microcosmos”, είναι σαν να υπάρχει σε παράλληλο σύμπαν ή σαν εσύ να είσαι από εκείνα τα φαντάσματα που δεν τα βλέπει κανείς, αλλά πού και πού, κανένα σκοτεινό και πανσεληνοφόρο βράδυ, νιώθουν την παρουσία σου και τους σηκώνεται η τρίχα. Και ξέρω τι λέω γιατί έχω υπάρξει σε αυτό το mode και αναγκάστηκα να αποφασίσω αν αυτό θέλω για μένα και για τους ανθρώπους που αγαπώ.
Αυτό το «δεν με ενδιαφέρει» δεν είναι καθόλου αναπόφευκτο, τυχαίο ή χωρίς πρόθεση.
Ναι, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν περιπτώσεις που προκύπτουν προστριβές στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων, ίσως όσο κοντινοί κι αν είναι. Ωστόσο, για να πούμε ότι υπάρχει μια διαφωνία και δεν λύνεται, πρέπει – αν μη τι άλλο! – να γνωρίζουμε κι οι δύο ότι υπάρχει η συγκεκριμένη διαφορά και να την έχουμε συζητήσει και να μην μπορούμε να καταλήξουμε σε μια λύση. Κι όταν λέω συζήτηση δεν εννοώ φωνές, ειρωνίες, άρνηση και/ή άλλα συναφί. Λυπάμαι που θα σας σοκάρω, αλλά αυτά δεν συνιστούν επικοινωνία.
Ήδη, επομένως, σύμφωνα με αυτές τις προϋποθέσεις, οι περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πραγματικά, αναπόφευκτα και βασισμένα στη διαφορετικότητα των ανθρώπων αδιέξοδα, τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία. Και, επιπλέον, έχουμε βάλει στις περισσότερες την αρνητική πρόθεση ή έστω την έλλειψη θετικής πρόθεσης. Αλλά και από μόνη της η έλλειψη θετικής πρόθεσης είναι ιδιαίτερα ικανή να τινάξει μια σχέση στον αέρα με ταχύτητα και ορμή ύπουλης νάρκης.
Ανεξάρτητα, όμως, από όλα αυτά, αυτός που πληγώνεται περισσότερο είναι εκείνος που αγάπησε βαθύτερα. Και ο ρομαντισμός δεν ξεριζώνεται τόσο εύκολα. Οπότε υποψιάζομαι ότι η «απιστία» μου είναι προσωρινό φαινόμενο. Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι αξίες μου μάλλον δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα και, ναι, όλα τα παραπάνω θεωρώ ακόμα ότι αξίζουν. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι δεν θεωρώ ότι αξίζουν όποιο κι αν είναι το τίμημα. Ίσως αυτό είναι εξέλιξη, ίσως είναι συμβιβασμός. Μπορεί να είναι κι απλός ρεαλισμός. Ή ίσως είναι αυτό που απομένει όταν από τον ρομαντισμό αφαιρέσεις τον μαζοχισμό.
Θέλω, λοιπόν, να ξαναβρώ την πίστη μου, αλλά θέλω και να μπορώ να ζήσω με αυτήν. Θέλω να μπορέσω πάλι να πιστέψω σε όλα τα παραπάνω, αλλά έχω κουραστεί από τους επαναλαμβανόμενους κύκλους εμπιστοσύνης και εγκατάληψης. Ναι, δεν υπάρχει ασφάλεια και, ναι, δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Τα ξέρω όλα αυτά, τα θεωρώ δεδομένα. Το πρόβλημα είναι ότι από δεδομένα οι άνθρωποι τα έχουν μετατρέψει σε δικαιολογίες.
Άλλο διαφορετικός, άλλο αναίσθητος. Άλλο ευγενικός, άλλο κορόιδο. Άλλο απροσεξία, άλλο αδιαφορία. Άλλο λογικός, άλλο ψυχρός. Άλλο συναισθηματικός, άλλο παράλογος. Άλλο «δεν είμαι τέλειος», άλλο «αρνούμαι να αναλάβω την ευθύνη του εαυτού μου και των πράξεών του».
Και επιστρέφω στο θέμα... «όποιο κι αν είναι το τίμημα»... Ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική στην διατύπωσή μου: Η οικογένεια, η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, ο άνθρωπος δεν αξίζουν πάντα όποιο κι αν είναι το τίμημα.
Ίσως για εσάς, ούτε η αρχική μου πρόταση, ούτε η τελευταία μικρή μετατροπή της να σας λένε και πολλά. Σίγουρα κάποιοι από εσάς ποτέ δεν πιστέψατε ότι υπάρχει περίπτωση κάτι από αυτά να αξίζει όποιο και να είναι το τίμημα.
Εγώ, όμως, μετά από τόσες τρικλοποδιές, ακόμα πιστεύω ότι υπάρχει περίπτωση να αξίζουν όποιο κι αν είναι το τίμημα. Αλλά υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορούμε έστω και να λάβουμε υπόψην αυτήν την πιθανότητα.
Η οικογενειακή σου αφοσίωση μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον αναγνωρίζεται.
Η αγάπη σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον δεν την εκμεταλλεύονται.
Ο έρωτάς σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον ανταποδίδεται.
Η φιλία σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον δεν υποτιμάται.
Ο άνθρωπος μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον ενδιαφέρεται.
Και η συγχώρεσή σου μπορεί να αξίζει μόνο αν τουλάχιστον κάποιος πραγματικά λυπάται.
ΥΓ ... κοινώς... ζήτω που καΐκαμε...