Pages

18.3.10

Μια απ' αυτές τις νύχτες

Ήταν μια απ’ αυτές τις νύχτες. Ήμουν τόσο κουρασμένη, αλλά ο Μορφέας με είχε ξεχάσει. Ή ίσως δεν με καταδεχόταν. Γύριζα από δω, γύριζα από εκεί, σε κύκλους «αριστερό πλευρό-μπρούμυτα-δεξί πλευρό-ανάσκελα» ή σε ταλάντωση από πλευρό σε πλευρό. Κάθε μερικούς κύκλους ή ταλαντώσεις, άπλωνα το χέρι μου και έπαιρνα το κινητό μου από το κομοδίνο για να κοιτάξω την ώρα. Η ώρα άλλαζε αργά, πολύ αργά, και το συμπέρασμα ήταν ίδιο: νωρίς· πολύ νωρίς.
Μην σκέφτεσαι. Σταμάτα να σκέφτεσαι.
Αλλά, όσο και να προσπαθούσα, η πνευματική σιωπή κρατούσε πολύ λίγο. Οι ίδιες σκέψεις, ο ίδιος κύκλος. Ένιωθα ότι ο χτύπος της καρδιάς μου παραήταν ζωηρός για να μπορέσω να αποκοιμηθώ. Προσπαθούσα να ρυθμίσω την αναπνοή μου, να την βαθύνω. Η αργή αναπνοή, όμως, το μόνο που πέτυχε ήταν να με κάνει να συνειδητοποίησω ακόμα περισσότερο πόσο ανήσυχη ήταν η καρδιά μου. Χτυπούσε το στέρνο μου από μέσα σαν παράδοξος πολιορκητικός κριός, με αργά, δυνατά, καίρια χτυπήματα. Κάθε χτύπημα προκαλούσε δονήσεις κατά μήκους όλου του τοίχους, καταλήγωντας να αντηχεί στα αυτιά μου σαν το μούγγρισμα υπεδάφους που ετοιμάζεται να σειστεί. Ανόητη σκέψη, μαλώνω τον εαυτό μου κι αλλάζω για άλλη μια φορά πλευρό.
Μετράω πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες, αλλά σταμάταω όταν από τον εκνευρισμό μου άρχιζω να φαντάζομαι ότι τα σφάζω ένα ένα.
Οι ίδιες σκέψεις, σαν το μυαλό μου να έχει ένα κρυμμένο κουμπί «replay» που έχει κολλήσει πατημένο. Ίσως θέλω σέρβις, σκέφτομαι με αυτοσαρκασμό και κοιτάω για άλλη μια φορά την ώρα. 4.15’. Νωρίς· ακόμα είναι νωρίς.
Όταν ήμουν μικρή ζήλευα πάρα πολύ, σχεδόν σε παθολογικό βαθμό. Μια φορά είχα χαλάσει τον κόσμο γιατί ήθελα κι εγώ τούρτα, ενώ ήταν τα γενέθλια της αδερφής μου. Μέχρι να περάσω την εφηβεία είχα καταλήξει στο άλλο άκρο, δεν μπορούσα πια να θυμηθώ ούτε πώς νιώθεις όταν ζηλεύεις. Είναι αστείο πώς συμβαίνει αυτό καμιά φορά, πώς από το ένα άκρο πας στο άλλο. Τώρα, όμως, ζηλεύω σαν να είμαι πάλι πέντε χρονών. Τώρα, καθώς παλεύω τόσο απεγνωσμένα να κοιμηθώ, ζηλεύω αυτούς που κοιμούνται. Είναι πράγματι τόσο εγωιστικό να θες να κοιμηθείς; Ζητάω πράγματι τόσο πολλά; Είναι τόσο παράλογη απαίτηση; Γιατί είναι τόσο δύσκολο; Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο.
Ανοίγω τα μάτια μου εκνευρισμένη. Κοιτάω απ’το παράθυρο το κομμάτι του σκοτεινού ουρανού που φαίνεται ανάμεσα από τις γειτονικές πολυκατοικίες. Οι κεραίες που προεξέχουν από τις ταράτσες δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται στη μέση μιας δέησης προς τους θεούς της τηλεπικοινωνίας. Φαντάζομαι τα αόρατα κύματα που μεταφέρονται με τον αέρα· τα φαντάζομαι να πέφτουν πάνω στις κεραίες. Πώς μπορεί μια αναταραχή του αέρα να κωδικοποιεί ήχο και εικόνα; Τη θεωρία την ξέρω, ποτέ, όμως, δεν μπόρεσα να το συλλάβω πραγματικά, όπως δεν συλλαμβάνω και την έννοια των ν διαστάσεων ή το πώς γίνεται, τέλος πάντων, η γάτα του Σρέντιγκερ να είναι ταυτόχρονα ζωντανή και πεθαμένη ή γιατί κάποιοι άνθρωποι απολαμβάνουν να προκαλούν ποικίλλου βαθμού πόνο σωματικό και/ή ψυχικό σε άλλους ανθρώπους ή γιατί απλά καταστρέφουμε και καταστρέφουμε γη, θάλασσες, δάση, σχέσεις, ψυχές δικές μας και άλλων και τίποτα δεν φαίνεται να μας κόβει τη φόρα, σαν να είμαστε φωτιά μιας καυτής μέρας με οχτώ μποφόρ... Αλλά αυτή τη στιγμή, αυτό που πραγματικά δεν καταλαβαίνω είναι γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ;
Γυρίζω ανάσκελα. Τόσα χρόνια η ίδια ερώτηση. Από μικρή ρωτούσα τον εαυτό μου αυτήν την ερώτηση κάθε φορά που με ξεχνούσε ο ύπνος. Κάθε μέρα κοιμάμαι. Κάθε μέρα τόσοι άνθρωποι, τόσοι ζωντανοί οργανισμοί απλά κοιμούνται. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ αυτήν την συγκεκριμένη φορά; Τι είναι διαφορετικό;
Οι ίδιες σκέψεις. Οι ίδιες κινήσεις. Οι ίδιοι κύκλοι. Τα ίδια ερωτήματα. Η ίδια απουσία απαντήσεων. Η ίδια μοναξιά. Μόνο το ρολόι σημειώνει κάποια πρόοδο, την αριθμητική πρόοδο ν1= ν0+1 και προσπερνά ένα-ένα τα δευτερόλεπτα της ζωής μου που δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω μέσα στην ήδη αναμενόμενη σπατάλη τους. Ίσως κοιμάμαι πού και πού. Μάλλον. Δεν μπορεί τόσες ώρες να είμαι τελείως ξύπνια. Όταν ο χρόνος μετριέται μόνο με σκέψεις, όμως, διαστέλλεται όσο ποτέ άλλωτε. Πόσες σκέψεις προλαβαίνεις να κάνεις σε ένα μόνο δευτερόλεπτο. Πόσο μπορείς να χαθείς στους πνευματικούς λαβυρίνθους, πόσο μπορείς να ξεχάσεις ότι υπάρχουν και πράγματα έξω απ’το μυαλό σου. Πόση δύναμη χρειάζεται για να αποτραβηχθείς, να αναδυθείς από τον συνειρμικό ωκεανό και να επανέλθεις στην επιφάνεια του απτού κόσμου...
Σηκώνομαι απότομα, γρηγορότερα απ’όσο θα έπρεπε να μπορούσα αφού ήμουν ξαπλωμένη και μισοκοιμισμένη τόση ώρα. Πάω στην κουζίνα για να πιω λίγο νερό. Το στόμα μου είναι στεγνό σαν είχε αναγκαστεί να ποτίσει τα χωράφια με τις σκέψεις μου. Πάνω από το νεροχύτη κλαίω. Όχι από λύπη ή δυστυχία. Από απόγνωση. Αν δεν μπορώ να συνεργαστώ με το σώμα μου πώς θα καταφέρω το οτιδήποτε; Αν δεν μπορώ να υπάρξω με τον εαυτό μου, πώς θα μπορέσω να υπάρξω οπουδήποτε αλλού, με οποιονδήποτε άλλο;
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα στηριγμένη στο νεροχύτη. Ξέρω ότι όταν ίσιωσα επιτέλους και στάθηκα όρθια, σ’ αυτήν την περίεργη στάση που υιοθέτησε το ανθρώπινο είδος, είδα το πιο όμορφο, το πιο παρήγορο, το πιο ευπρόσδεκτο, το πιο ευοίωνο θέαμα που θα μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή για μένα: τον ήλιο να ανατέλλει και να σηματοδοτεί με αυτήν του την κίνηση τη λήξη του άγρυπνου μαρτυρίου μου.

16.3.10

Ημερολόγιο

Τα ημερολόγιά μου είναι ο προσωπικός μου τρόπος μέτρησης και αναγνώρισης του χρόνου. Ολόκληρες χρονικές περίοδοι εξαφανίζονται, εκμηδενίζονται σε μια βίαιη συστολή του χρόνου, σε ένα γύρισμα μιας σελίδας. Άλλες διογκώνονται, διαστέλλονται, καλύπτουν σελίδες και σελίδες, αποδεικνύοντας ότι εκείνες τις στιγμές απέρριψα τη ροή των γεγονότων γύρω μου και επέλεξα να τυλιχθώ σε χαρτί και μελάνι ή γραφίτη. Είναι άραγε το ίδιο το να κλείνεσαι στον εαυτό σου με το να κλείνεσαι στα γραπτά σου; Η διαφορά είναι ότι τα γραπτά σου αντικατοπτρίζουν τα συμπεράσματά σου ακριβώς όπως έγιναν, ενώ η ανάμνηση μιας στιγμής αλλοιώνεται, εξελίσσεται μαζί σου με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό τα κάνει άραγε πιο αντικειμενικά; Τα γραπτά αυτά είναι η αντικειμενικότητα στην υποκειμενικότητα. Μια αντικειμενική καταγραφή της υποκειμενικότητας μιας στιγμής. Άρα...

Τα ημερολόγιά μου είναι μια μορφή εξωτερικής μνήμης. Εκεί βρίσκονται αποθηκευμένες πληροφορίες που μπορεί να μην υπάρχουν ή να είναι λίγο διαφορετικές στο μυαλό μου. Είναι, κατά μια έννοια, ένα αρχείο μνημών. Άρα...

Τα ημερολόγιά μου είναι η εν δυνάμη σύνδεση κάθε στιγμιαίου εαυτού μου με κάποια παρελθοντική φάση του. Είναι τα οχήματα με τα οποία μπορώ να κινούμαι πάνω στη διαδρομή που έχω χαράξει. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτελούν ένα είδος προσωποκεντρικής χρονομηχανής. Άρα...

Τα ημερολόγιά μου είναι το στίγμα της ταυτότητας μου στο χρόνο.

14.3.10

Άνοιξη

Οι μέρες μεγαλώνουν. Η εαρινή ισημερία πλησιάζει. Η τροχιά του ήλιου στον ουρανό ανοίγει και χαμηλώνει. Η Άνοιξη είναι εδώ. Η φύση, εκεί όπου ακόμα υπάρχει, ξυπνάει κι αρχίζει έναν ακόμα κύκλο δημιουργίας.

Και από βαθιά μέσα μου αναδύεται και η δική μου επιθυμία για δημιουργία. Θέλω να φτιάξω. Να βάψω, να κόψω, να κολλήσω, να ταιριάξω. Να δώσω μορφή σε όνειρα και ιδέες. Θέλω ν’ αγαπήσω χορό και να χορέψω την αγάπη. Θέλω να αξιοποιήσω και να αξιοποιηθώ.

Θέλω το χρώμα να γίνεται γνώση, η γνώση ήχος, ο ήχος εμπειρία, η εμπειρία γεύση, η γεύση ιδέα, η ιδέα άρωμα, το άρωμα όραμα, το όραμα άγγιγμα, το άγγιγμα αγάπη κι η αγάπη χρώμα.

Ή αυτός ο κύκλος με οποιοδήποτε συνδυασμό των παραπάνω στοιχείων. Ένα υπέροχο μείγμα αισθήσεων, συναισθημάτων, δημιουργίας...

9.3.10

Ελπίδα και Ελευθερία

Όταν άκουσα για πρώτη φορά την φράση του Καζαντζάκη «Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος», αναρωτήθηκα για ποιο λόγο έχει κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση. Το πρώτο κομμάτι της πρότασης είναι γενναίο και θαυμαστό: Το να μη φοβάται κανείς είναι αξιοθαύμαστο και σίγουρα ακολουθείται από (και αξίζει) την ελευθερία. Το να υπονοήσεις, όμως, ότι όχι μόνο δεν χρειάζεσαι την ελπίδα για να είσαι ελεύθερος, αλλά ότι σε εμποδίζει κι όλας... φάνηκε πολύ υπεροπτικό εκ του ασφαλούς στο παιδικό μου μυαλό. Ερμήνευσα την απουσία ελπίδας ως έλλειψη κινήτρου, έλλειψη στόχων, έλλειψη πράξης, έλλειψη όρεξης.

Τότε είχα πολύ στενή σχέση με την ελπίδα. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή, ήλπιζα όσο πιο πολύ μπορούσα, θεωρώντας ότι η ένταση και μόνο της ελπίδας μου θα επηρέαζε τις καταστάσεις υπέρ μου. Και ήλπιζα και ευχόμουν και ήλπιζα και ευχόμουν.

Ελπίδα στην ελπίδα, όμως, κάποια στιγμή παρατήρησα ότι το αν ήλπιζα ή όχι ήταν ανεξάρτητο από το αποτέλεσμα. Το αν ήλπιζα ή όχι, δεν άλλαζε τις πιθανότητες να ρίξω κορώνα με ένα νόμισμα. Αυτά που δεν μπορούσα να επηρεάσω με τις πράξεις μου, δεν μπορούσα να τα επηρεάσω ούτε με το να ελπίζω. Και αυτά που μπορούσα να επηρεάσω με τις πράξεις μου, οι πράξεις μου καθόριζαν αν θα πραγματοποιούνταν και όχι η ελπίδα μου. Αυτή η συνειδητοποίηση με απογοήτευσε πολύ, αλλά δε με σταμάτησα να ελπίζω. Η ελπίδα εξακολουθούσε να μου δίνει δύναμη· ήταν το κίνητρό μου, το καύσιμο της πνευματικής μηχανής μου.

Ωστόσο, η ελπίδα μου, εκτός από άχρηστη, έμελλε να γίνει και πρόβλημα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι περνούσα περισσότερο καιρό αναρρώνοντας από ελπίδες που δεν δικαιώθηκαν, απ' ό,τι απολαμβάνοντας είτε αυτές καθεαυτές τις ελπίδες είτε τις δικαιωμένες ελπίδες. Όσο και να προσπαθούσα δεν μπορούσα να μην πληγώνομαι όταν μια ελπίδα μου αποδεικνυόταν μάταιη. Κι όσο πιο πολύ και/ή συχνά και/ή έντονα ελπίζεις τόσο πιο πολύ και/ή συχνά και/ή έντονα απογοητεύεσαι.

Σύντομα άρχισα να ανησυχώ κάθε φορά που ένιωθα την ελπίδα να ξυπνά μέσα μου. Ανησυχούσα στη σκέψη ότι θα ελπίσω για κάτι που δε θα συμβεί κι εγώ θα απογοητευτώ ξανά. Έφτασα σε ένα σημείο που απλά δεν άντεχα την προοπτική άλλης μια, άστεγης, ελπίδας. Πόσες φορές να πεις στον εαυτό σου «Δεν πειράζει, πάμε γι' άλλα»; Πόσες φορές να πεις «άλλη μια α(πο)τυχία είναι, θα περάσει»;

Έχοντας φυλακιστεί, λοιπόν, από την τάση μου να ελπίζω, νόμισα ότι κατάλαβα γιατί ο Καζατζάκης συνέλαβε την απουσία ελπίδας ως ελευθερία. Γιατί όσο ήλπιζα και απογοητευόμουν, δεν ήμουν ελεύθερη, αλλά εξαρτημένη από το φόβο μου μήπως απογοητευτώ ξανά. Η ιδέα να απαρνηθώ την ελπίδα, ακόμα κι αν σήμαινε (σύμφωνα με τη δική μου ερμηνεία) να πέσω στην απραξία και την αδιαφορία, άρχισε να μου φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστική. Μου αρκούσε που δε θα ξαναπογοητευόμουν. Οπότε, οπλίσατε, στοχεύσατε, πυρ! Το τάγμα των πλευρών του εαυτού μου έστεισε την ελπίδα στα έξι μέτρα και μετά την έθαψε στα έξι πόδια, ευχαριστημένο που εναντιώθηκε στη λαϊκή ρήση που θέλει την ελπίδα να «πεθαίνει πάντα τελευταία».

Πέρασε ένα διάστημα που δεν ήλπισα για τίποτα. Υπήρξα ήσυχα και ωραία, χωρίς τις εντάσεις της επιθυμίας και της προσδοκίας. Και η ησυχία ήταν ευπρόσδεκτη μετά από χρόνια και χρόνια επίμονης (και επίπονης) προσδοκίας. Μαζί με την ησυχία υπήρχε και απραξία. Δεν προσπαθούσα για τίποτα, δεν σχεδίαζα, δεν ενεργούσα. Δεν χαιρόμουν, δεν λυπόμουν· η απόλυτη ισορροπία. Τότε πίστεψα ότι βρήκα την ελευθερία του Καζαντζάκη.

Χωρίς να καταλάβω πώς, όμως, άρχισα να παίρνω ευκαιρίες δεξιά κι αριστερά. Άρχισα να σχεδιάζω, να προσπαθώ, να ενεργώ. Δεν είχα ελπίδα πια, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε απ' το να βάζω στόχους και – μετά από λίγη εξάσκηση – από το να βάζω τα δυνατά μου. Και τότε κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος...

Είναι διαφορετικό το να είσαι αδιάφορος από το να μη σου κάνει διαφορά. Είναι διαφορετικό το να ελπίζεις από το να θέλεις. Άσκησα τον εαυτό μου να θέλει χωρίς πνίγεται από τα θέλω του, χωρίς το άγχος «θα τα καταφέρω ή όχι», «θα γίνει ή όχι». Κι αποδεχούμενη το «θέλω» γι’ αυτό που είναι, με επίγνωση ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο, έφτασα στο σημείο να μη μου κάνει διαφορά η έκβαση, χωρίς να είναι ότι με αφήνει αδιάφορη. Δεν υπήρχε ελπίδα κι ούτε τη χρειαζόμουν. Δεν απογοητευόμουν, ούτε ενθουσιαζόμουν. Ούτε μου έλλειπαν ο ενθουσιασμός και η απογοήτευση. Μεθοδικά, προχωρούσα προς αυτά που είχαν σημασία για μένα. Και τότε βεβαιώθηκα ότι κατάλαβα, επιτέλους, τι εννοούσε ο Καζαντζάκης υποστηρίζοντας ότι η ελευθερία προκύπτει από την έλλειψη ελπίδας.

Αλλά δεν κράτησε πολύ. Συντομότερα απ’ όσο θα ήθελα, ήρθε η ώρα που μια υπέροχη προοπτική (ή ίσως η προοπτική μιας υπέροχης προοπτικής) έφερε μια απρόσμενη ανάσταση. Η Ελπίδα, σαν φοίνικας, αναγεννήθηκε από τις στάχτες της.

Δεν ξέρω γιατί συνέβη αυτό. Δεν ξέρω αν ευθύνεται ότι είχα καιρό να θελήσω κάτι τόσο πολύ. Αν ευθύνεται το μέγεθος της επιθυμίας μου, δηλαδή. Ή αν είναι μια τάση ανθρώπινη ή προσωπική το να ελπίζω, που απλά είχε κουρνιάσει στα σκοτάδια, περιμένοντας στωικά να κάνει την επανεμφάνισή της όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες. Ή αν πρόκειται απλά για μια αδυναμία στο να εφαρμόσω αυτά που υποστηρίζω στην θεωρία.

Αυτό που ξέρω είναι ότι πιάνω τον εαυτό μου να ελπίζει ξανά... Και αυτό που ξέρω είναι ότι αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Αυτό που θέλω δεν είναι πιο δυνατό ή πιο πιθανό επειδή ελπίζω. Δεν προσπαθώ περισσότερο ή λιγότερο, καλύτερα ή χειρότερα επειδή ελπίζω. Για την ακρίβεια, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω γιατί, έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για να επηρεάσω την έκβαση. Κι όμως ελπίζω.

Κι ίσως αυτό δε με κάνει ελεύθερη... αλλά σίγουρα με κάνει να νιώθω πιο ζωντανή...


6.3.10

Να είσαι

Όταν έχεις τόσα πολλά να σκεφτείς, αλλά δεν υπάρχουν πια συνειρμοί...
Όταν έχεις τόσα πολλά να πεις, αλλά δεν υπάρχουν πια λέξεις...
Όταν έχεις τόσα πολλά να κάνεις, αλλά δεν υπάρχουν πια κινήσεις...
Όταν έχεις τόσα πολλά να μάθεις, αλλά δεν υπάρχει πια συγκέντρωση...
Όταν έχεις τόσα πολλά να γίνεις, αλλά δεν υπάρχει πια θέληση...


Όταν φαίνεται ότι δε μένει τίποτα άλλο παρά να μην σκέφτεσαι τίποτα, να μην λες τίποτα, να μην κάνεις τίποτα, να μη μαθαίνεις τίποτα, να μη γίνεσαι τίποτα, να μην είσαι τίποτα...




Γίνε
αυτά που θες να σκεφτείς,
σκέψου αυτά που θες να πεις,
πες αυτά που θες να κάνεις,
κάνε αυτά που θες να μάθεις,
μάθε αυτά που θες να γίνεις...




Κι ίσως η ταυτότητα γίνει σκέψη και μπορέσεις επιτέλους να σκεφτείς,
οι σκέψεις γίνουν λέξεις και μπορέσεις επιτέλους να μιλήσεις,
οι λέξεις γίνουν πράξεις και μπορέσεις επιτέλους να πράξεις,
οι πράξεις γίνουν γνώση και μπορέσεις επιτέλους να μάθεις,
η γνώση γίνει ταυτότητα και μπορέσεις επιτέλους να γίνεις...

Κι ίσως από όλα αυτά να έρθει η θέληση και να μπορέσεις απλά να είσαι.