Pages

11.9.12

Κατασκευή και Καταστροφή


Υπάρχουν δύο και μόνο δύο διαδικασίες που περιγράφουν τον κόσμο γύρω μας:

Η Κατασκευή και η Καταστροφή.
Οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες αυτές, τόσο την κάθε μία μόνη της όσο και τη σχέση μεταξύ τους, είναι πολύ συγκεκριμένες και κοινές, ανεξαρτήτως του «αντικειμένου» που τις υφίσταται.
  1. H Κατασκευή (ή Οργάνωση για τους Φυσικούς και τους Βιολόγους μας) είναι χρονοβόρα και δαπανηρή, από ενεργειακή άποψη, διαδικασία. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, όσο πιο πολύπλοκο θα είναι το αποτέλεσμα, τόσο πιο πολύ χρόνο και ενέργεια χρειάζεται.
  2. Για κάθε ένα συνδυασμό (υλικών, εργασιών, κινήσεων κλπ) που καταλήγει σε ένα κατασκεύασμα με κάποια χρηστικότητα, αντιστοιχούν δεκάδες ή και εκατοντάδες συνδυασμοί (των ίδιων υλικών, εργασιών, κινήσεων κλπ) που δεν έχουν καμία χρησιμότητα.
  3. Η Καταστροφή προϋποθέτει Κατασκευή. Δεν μπορείς να καταστρέψεις κάτι που δεν έχει καμία χρηστικότητα και/ή λειτουργία και/ή σκοπό. Κάτι τέτοιο είναι σαν να ανακατεύεις μια ακαταστασία.
  4. Η Καταστροφή είναι πιο εύκολη, πιο γρήγορη και λιγότερο δαπανηρή, από ενεργειακή άποψη, διαδικασία από την Κατασκευή. Συνήθως απαιτεί πολύ λίγο χρόνο και ενέργεια και πάντα απαιτεί πολύ λιγότερο χρόνο και ενέργεια από την Κατασκευή.
  5. Η Καταστροφή είναι η αναπόφευκτη κατάληξη κάθε Κατασκευής και η διαρκής παροχή ενέργειας και χρόνου για ανανέωση είναι ο μόνος τρόπος διατήρησης της δεύτερης και ακόμα και αυτό δεν είναι πάντα δυνατό. (Η ίδια η ζωή είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα Κατασκευής. Ο μόνος τρόπος να διατηρείται σαν σύνολο, είναι να δημιουργούνται συνεχώς καινούρια Κατασκευάσματα και να παίρνουν την θέση των προηγούμενων που Καταστρέφονται.)
  6. Τις περισσότερες φορές, η παραμονή σε μία κατάσταση (ένα στάδιο) κατασκευής είναι αποτέλεσμα δυναμικής ισορροπίας μεταξύ των δύο διαδικασιών: η ταχύτητα με την οποία Κατασκευάζεται είναι η ίδια με την οποία Καταστρέφεται. Η ισορροπία αυτή δύναται να μετακινηθεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση δίνοντας ένα καινούριο σημείο ισορροπίας κατασκευής. (Τα οστά, για παράδειγμα, σε όλη την διάρκεια της ζωής μας, καταστρέφονται και κατασκευάζονται ταυτόχρονα. Στην διάρκεια της ανάπτυξης η ταχύτητα κατασκευής υπερβαίνει αυτήν της καταστροφής και έτσι τα οστά αυξάνονται. Έπειτα, μέχρι την τρίτη ηλικία οι ταχύτητες εξισώνονται και τα οστά παραμένουν στο ίδιο μέγεθος και στην τρίτη ηλικία η ταχύτητα κατασκευής μειώνεται, οπότε τα οστά αρχίζουν και φθίνουν.)
Εν δυνάμει «κατασκεύασματα» που άρα υφίστανται αυτές τις δύο δυνάμεις μπορεί να είναι τα πάντα, από ένα άστρο και ένα πλανητικό σύστημα, μέχρι τη φωλιά ενός χελιδονιού και το σπίτι ενός κάστορα, από ένα διαστημόπλοιο σε ένα ένδυμα, από ένα βιβλίο σε μία ανθρώπινη σχέση.

Αυτά τα δύο είδη διαδικασιών υπάρχουν και σε κάθε άνθρωπο. Κάθε άνθρωπος είναι φορέας τόσο κατασκευής όσο και καταστροφής. Οι δύο αυτές οντότητες βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους. Ανάλογα με το ποια οντότητα υπερτερεί, οι άνθρωποι είναι είτε Κατασκευαστές, είτε Καταστροφείς.

Οι άνθρωποι, όμως, έχουν και Έλλογη Νόηση. Καμία άλλη έμβια ή άβια ύπαρξη -απ' όσο ξέρουμε, φυσικά- δεν έχει κάτι αντίστοιχο. Και μαζί με την Έλλογη Νόηση έρχεται και η Επιλογή. Οι Άνθρωποι, ως ένα βαθμό, μπορούν να επιλέξουν αν θα είναι Κατασκευαστές ή Καταστροφείς.

Η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο επιλογές είναι η πέμπτη από τις παραπάνω αρχές: Η Καταστροφή θα επέλθει με απόλυτη βεβαιότητα κάποια στιγμή. Η βασική διαφορά ανάμεσα στους Καταστροφείς και τους Κατασκευαστές, είναι ότι οι πρώτοι βαριούνται ή βρίσκουν μάταιο το να προσπαθήσουν για να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν οτιδήποτε, αφού αυτό σίγουρα κάποια στιγμή θα καταστραφεί, ενώ οι δεύτεροι αντιλαμβάνονται την αξία κάθε κατασκευής, όσο εφήμερη κι αν είναι.

Οι Κατασκευαστές απλώς κατανοούν ότι μπορεί και οι ίδιοι να είναι εφήμερα κατασκευάσματα του κόσμου μας, αλλά έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τον ίδιο τον κόσμο με τις επιλογές και τις πράξεις τους.



9.9.12

Beneth

Για να μην θεωρητικοηθικολογήσω και λάβω μέρος με αυτόν τον τρόπο στις μυριάδες των μυριάδων ακαδημαϊκών και πολλές φορές ψευτοκουλτουριάρικων συζητήσεων περί της Ελληνικής γλώσσας, της ξενομανίας, της ξενηλασίας, των greeklish και της μικτής γλώσσας («Κάνε με αντ, ρε συ, έχω κάνει απλόουντ κάτι βιντεάκια και θέλω να πατήσεις λάικ»), θα μεταφέρω μια προσωπική εμπειρία για να την αξιολογήσετε και να την κρίνετε εσείς.

Μια φορά κι έναν καιρό, όταν ήμουν κατά το γυμνάσιο, άνοιξε ένα καινούριο κατάστημα. «Beneth» το έλεγαν. Ήταν ένας μεγάλος φούρνος-ζαχαροπλαστείο, που εγώ δεν είχα ξανακούσει, αλλά μου είπαν ότι ήταν μεγάλη και γνωστή αλυσίδα. Ήταν στην Πατησίων, κοντά στο Πολυτεχνείο, και πολλές φορές περνούσα από μπροστά του, είτε πηγαίνοντας για κάποια δουλειά στο κέντρο, είτε όταν περπατούσα για βόλτα (μιλάμε για πριν από δεκαετία, τουλάχιστον, τότε που η έννοια «βόλτα στο κέντρο» είχε νόημα).
Την εποχή εκείνη άκουγα με λιγοστή υπομονή τις συζητήσεις περί της «επικινδυνότητας» των ξένων επιγραφών, της «προώθησης των ξένων προϊόντων», της «διείσδυσης της Αγγλικής γλώσσας στην καθημερινή ζωή» κλπ. Όλα αυτά τα θεωρούσα «κινδυνολογία» πολύ πριν να γνωρίζω ότι υπάρχει αυτή η έννοια και ο αντίστοιχος όρος, ώστε να μπορώ να τα επικαλεστώ στις αντίστοιχες κουβέντες. «Βλέπουμε Αμερικάνικες ταινίες, γιατί αυτές είναι οι καλύτερες», σκεφτόμουν. Και «βάζουμε ξένες επιγραφές γιατί πράγματι κάποια ονόματα είναι πιο εύηχα σε άλλες γλώσσες», θεωρούσα. Θα αφήσω τις τότε πεποιθήσεις μου ασχολίαστες και τα συμπεράσματα σε εσάς.

Μία μέρα, λοιπόν, κανονίζαμε με μία φίλη μου να συναντηθούμε στο κέντρο για να πάμε κάπου, το «πού» δεν το θυμάμαι πια, όταν μου προτείνει...
«Να συναντηθούμε στον Βενέτη;»
«Στον ποιον;» της απαντώ απορημένη.
«Στον Βενέτη, δεν τον ξέρεις; Είναι ένας φούρνος στην πατησίων, πολύ μεγάλος.»
«Δεν τον ξέρω, πού ακριβώς στην Πατησίων;» απαντώ με την αίσθηση ντροπής που με έπιανε πάντα όταν με έπιαναν αδιάβαστη.
«Στο τέλος της Πατησίων, κοντά στο Πολυτεχνείο, αποκλείεται να μην τον ξέρεις!!»
Αμ, νά που δεν αποκλείεται! σκέφτηκα από μέσα μου.
«Καλά, τέλος πάντων», συνέχισε χωρίς να περιμένει να απαντήσω, «ας βρεθούμε έξω από το Πολυτεχνείο.»
Και έτσι έγινε.

Πέρασε πολύ καιρός, όταν πρόσεξα ότι περνούσα μπροστά από τον «Beneth». Κάτι σάλεψε μέσα στο μυαλό μου, κάποια μικρή ανάμνηση, και με έκανε να κοντοσταθώ και να κοιτάξω την επιγραφή. «Beneth» διάβασα από συνήθεια. Συνέχισα να κοιτάω. Βeneth; Και τότε έκλεισε το νοητό κύκλωμα και άναψε το νοητό λαμπάκι πάνω από το κεφάλι μου.
«ΒΕΝΕΤΗ»