Όταν άκουσα για πρώτη φορά την φράση του Καζαντζάκη «Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος», αναρωτήθηκα για ποιο λόγο έχει κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση. Το πρώτο κομμάτι της πρότασης είναι γενναίο και θαυμαστό: Το να μη φοβάται κανείς είναι αξιοθαύμαστο και σίγουρα ακολουθείται από (και αξίζει) την ελευθερία. Το να υπονοήσεις, όμως, ότι όχι μόνο δεν χρειάζεσαι την ελπίδα για να είσαι ελεύθερος, αλλά ότι σε εμποδίζει κι όλας... φάνηκε πολύ υπεροπτικό εκ του ασφαλούς στο παιδικό μου μυαλό. Ερμήνευσα την απουσία ελπίδας ως έλλειψη κινήτρου, έλλειψη στόχων, έλλειψη πράξης, έλλειψη όρεξης.
Τότε είχα πολύ στενή σχέση με την ελπίδα. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή, ήλπιζα όσο πιο πολύ μπορούσα, θεωρώντας ότι η ένταση και μόνο της ελπίδας μου θα επηρέαζε τις καταστάσεις υπέρ μου. Και ήλπιζα και ευχόμουν και ήλπιζα και ευχόμουν.
Ελπίδα στην ελπίδα, όμως, κάποια στιγμή παρατήρησα ότι το αν ήλπιζα ή όχι ήταν ανεξάρτητο από το αποτέλεσμα. Το αν ήλπιζα ή όχι, δεν άλλαζε τις πιθανότητες να ρίξω κορώνα με ένα νόμισμα. Αυτά που δεν μπορούσα να επηρεάσω με τις πράξεις μου, δεν μπορούσα να τα επηρεάσω ούτε με το να ελπίζω. Και αυτά που μπορούσα να επηρεάσω με τις πράξεις μου, οι πράξεις μου καθόριζαν αν θα πραγματοποιούνταν και όχι η ελπίδα μου. Αυτή η συνειδητοποίηση με απογοήτευσε πολύ, αλλά δε με σταμάτησα να ελπίζω. Η ελπίδα εξακολουθούσε να μου δίνει δύναμη· ήταν το κίνητρό μου, το καύσιμο της πνευματικής μηχανής μου.
Ωστόσο, η ελπίδα μου, εκτός από άχρηστη, έμελλε να γίνει και πρόβλημα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι περνούσα περισσότερο καιρό αναρρώνοντας από ελπίδες που δεν δικαιώθηκαν, απ' ό,τι απολαμβάνοντας είτε αυτές καθεαυτές τις ελπίδες είτε τις δικαιωμένες ελπίδες. Όσο και να προσπαθούσα δεν μπορούσα να μην πληγώνομαι όταν μια ελπίδα μου αποδεικνυόταν μάταιη. Κι όσο πιο πολύ και/ή συχνά και/ή έντονα ελπίζεις τόσο πιο πολύ και/ή συχνά και/ή έντονα απογοητεύεσαι.
Σύντομα άρχισα να ανησυχώ κάθε φορά που ένιωθα την ελπίδα να ξυπνά μέσα μου. Ανησυχούσα στη σκέψη ότι θα ελπίσω για κάτι που δε θα συμβεί κι εγώ θα απογοητευτώ ξανά. Έφτασα σε ένα σημείο που απλά δεν άντεχα την προοπτική άλλης μια, άστεγης, ελπίδας. Πόσες φορές να πεις στον εαυτό σου «Δεν πειράζει, πάμε γι' άλλα»; Πόσες φορές να πεις «άλλη μια α(πο)τυχία είναι, θα περάσει»;
Έχοντας φυλακιστεί, λοιπόν, από την τάση μου να ελπίζω, νόμισα ότι κατάλαβα γιατί ο Καζατζάκης συνέλαβε την απουσία ελπίδας ως ελευθερία. Γιατί όσο ήλπιζα και απογοητευόμουν, δεν ήμουν ελεύθερη, αλλά εξαρτημένη από το φόβο μου μήπως απογοητευτώ ξανά. Η ιδέα να απαρνηθώ την ελπίδα, ακόμα κι αν σήμαινε (σύμφωνα με τη δική μου ερμηνεία) να πέσω στην απραξία και την αδιαφορία, άρχισε να μου φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστική. Μου αρκούσε που δε θα ξαναπογοητευόμουν. Οπότε, οπλίσατε, στοχεύσατε, πυρ! Το τάγμα των πλευρών του εαυτού μου έστεισε την ελπίδα στα έξι μέτρα και μετά την έθαψε στα έξι πόδια, ευχαριστημένο που εναντιώθηκε στη λαϊκή ρήση που θέλει την ελπίδα να «πεθαίνει πάντα τελευταία».
Πέρασε ένα διάστημα που δεν ήλπισα για τίποτα. Υπήρξα ήσυχα και ωραία, χωρίς τις εντάσεις της επιθυμίας και της προσδοκίας. Και η ησυχία ήταν ευπρόσδεκτη μετά από χρόνια και χρόνια επίμονης (και επίπονης) προσδοκίας. Μαζί με την ησυχία υπήρχε και απραξία. Δεν προσπαθούσα για τίποτα, δεν σχεδίαζα, δεν ενεργούσα. Δεν χαιρόμουν, δεν λυπόμουν· η απόλυτη ισορροπία. Τότε πίστεψα ότι βρήκα την ελευθερία του Καζαντζάκη.
Χωρίς να καταλάβω πώς, όμως, άρχισα να παίρνω ευκαιρίες δεξιά κι αριστερά. Άρχισα να σχεδιάζω, να προσπαθώ, να ενεργώ. Δεν είχα ελπίδα πια, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε απ' το να βάζω στόχους και – μετά από λίγη εξάσκηση – από το να βάζω τα δυνατά μου. Και τότε κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος...
Είναι διαφορετικό το να είσαι αδιάφορος από το να μη σου κάνει διαφορά. Είναι διαφορετικό το να ελπίζεις από το να θέλεις. Άσκησα τον εαυτό μου να θέλει χωρίς πνίγεται από τα θέλω του, χωρίς το άγχος «θα τα καταφέρω ή όχι», «θα γίνει ή όχι». Κι αποδεχούμενη το «θέλω» γι’ αυτό που είναι, με επίγνωση ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο, έφτασα στο σημείο να μη μου κάνει διαφορά η έκβαση, χωρίς να είναι ότι με αφήνει αδιάφορη. Δεν υπήρχε ελπίδα κι ούτε τη χρειαζόμουν. Δεν απογοητευόμουν, ούτε ενθουσιαζόμουν. Ούτε μου έλλειπαν ο ενθουσιασμός και η απογοήτευση. Μεθοδικά, προχωρούσα προς αυτά που είχαν σημασία για μένα. Και τότε βεβαιώθηκα ότι κατάλαβα, επιτέλους, τι εννοούσε ο Καζαντζάκης υποστηρίζοντας ότι η ελευθερία προκύπτει από την έλλειψη ελπίδας.
Αλλά δεν κράτησε πολύ. Συντομότερα απ’ όσο θα ήθελα, ήρθε η ώρα που μια υπέροχη προοπτική (ή ίσως η προοπτική μιας υπέροχης προοπτικής) έφερε μια απρόσμενη ανάσταση. Η Ελπίδα, σαν φοίνικας, αναγεννήθηκε από τις στάχτες της.
Τότε είχα πολύ στενή σχέση με την ελπίδα. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή, ήλπιζα όσο πιο πολύ μπορούσα, θεωρώντας ότι η ένταση και μόνο της ελπίδας μου θα επηρέαζε τις καταστάσεις υπέρ μου. Και ήλπιζα και ευχόμουν και ήλπιζα και ευχόμουν.
Ελπίδα στην ελπίδα, όμως, κάποια στιγμή παρατήρησα ότι το αν ήλπιζα ή όχι ήταν ανεξάρτητο από το αποτέλεσμα. Το αν ήλπιζα ή όχι, δεν άλλαζε τις πιθανότητες να ρίξω κορώνα με ένα νόμισμα. Αυτά που δεν μπορούσα να επηρεάσω με τις πράξεις μου, δεν μπορούσα να τα επηρεάσω ούτε με το να ελπίζω. Και αυτά που μπορούσα να επηρεάσω με τις πράξεις μου, οι πράξεις μου καθόριζαν αν θα πραγματοποιούνταν και όχι η ελπίδα μου. Αυτή η συνειδητοποίηση με απογοήτευσε πολύ, αλλά δε με σταμάτησα να ελπίζω. Η ελπίδα εξακολουθούσε να μου δίνει δύναμη· ήταν το κίνητρό μου, το καύσιμο της πνευματικής μηχανής μου.
Ωστόσο, η ελπίδα μου, εκτός από άχρηστη, έμελλε να γίνει και πρόβλημα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι περνούσα περισσότερο καιρό αναρρώνοντας από ελπίδες που δεν δικαιώθηκαν, απ' ό,τι απολαμβάνοντας είτε αυτές καθεαυτές τις ελπίδες είτε τις δικαιωμένες ελπίδες. Όσο και να προσπαθούσα δεν μπορούσα να μην πληγώνομαι όταν μια ελπίδα μου αποδεικνυόταν μάταιη. Κι όσο πιο πολύ και/ή συχνά και/ή έντονα ελπίζεις τόσο πιο πολύ και/ή συχνά και/ή έντονα απογοητεύεσαι.
Σύντομα άρχισα να ανησυχώ κάθε φορά που ένιωθα την ελπίδα να ξυπνά μέσα μου. Ανησυχούσα στη σκέψη ότι θα ελπίσω για κάτι που δε θα συμβεί κι εγώ θα απογοητευτώ ξανά. Έφτασα σε ένα σημείο που απλά δεν άντεχα την προοπτική άλλης μια, άστεγης, ελπίδας. Πόσες φορές να πεις στον εαυτό σου «Δεν πειράζει, πάμε γι' άλλα»; Πόσες φορές να πεις «άλλη μια α(πο)τυχία είναι, θα περάσει»;
Έχοντας φυλακιστεί, λοιπόν, από την τάση μου να ελπίζω, νόμισα ότι κατάλαβα γιατί ο Καζατζάκης συνέλαβε την απουσία ελπίδας ως ελευθερία. Γιατί όσο ήλπιζα και απογοητευόμουν, δεν ήμουν ελεύθερη, αλλά εξαρτημένη από το φόβο μου μήπως απογοητευτώ ξανά. Η ιδέα να απαρνηθώ την ελπίδα, ακόμα κι αν σήμαινε (σύμφωνα με τη δική μου ερμηνεία) να πέσω στην απραξία και την αδιαφορία, άρχισε να μου φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστική. Μου αρκούσε που δε θα ξαναπογοητευόμουν. Οπότε, οπλίσατε, στοχεύσατε, πυρ! Το τάγμα των πλευρών του εαυτού μου έστεισε την ελπίδα στα έξι μέτρα και μετά την έθαψε στα έξι πόδια, ευχαριστημένο που εναντιώθηκε στη λαϊκή ρήση που θέλει την ελπίδα να «πεθαίνει πάντα τελευταία».
Πέρασε ένα διάστημα που δεν ήλπισα για τίποτα. Υπήρξα ήσυχα και ωραία, χωρίς τις εντάσεις της επιθυμίας και της προσδοκίας. Και η ησυχία ήταν ευπρόσδεκτη μετά από χρόνια και χρόνια επίμονης (και επίπονης) προσδοκίας. Μαζί με την ησυχία υπήρχε και απραξία. Δεν προσπαθούσα για τίποτα, δεν σχεδίαζα, δεν ενεργούσα. Δεν χαιρόμουν, δεν λυπόμουν· η απόλυτη ισορροπία. Τότε πίστεψα ότι βρήκα την ελευθερία του Καζαντζάκη.
Χωρίς να καταλάβω πώς, όμως, άρχισα να παίρνω ευκαιρίες δεξιά κι αριστερά. Άρχισα να σχεδιάζω, να προσπαθώ, να ενεργώ. Δεν είχα ελπίδα πια, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε απ' το να βάζω στόχους και – μετά από λίγη εξάσκηση – από το να βάζω τα δυνατά μου. Και τότε κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος...
Είναι διαφορετικό το να είσαι αδιάφορος από το να μη σου κάνει διαφορά. Είναι διαφορετικό το να ελπίζεις από το να θέλεις. Άσκησα τον εαυτό μου να θέλει χωρίς πνίγεται από τα θέλω του, χωρίς το άγχος «θα τα καταφέρω ή όχι», «θα γίνει ή όχι». Κι αποδεχούμενη το «θέλω» γι’ αυτό που είναι, με επίγνωση ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο, έφτασα στο σημείο να μη μου κάνει διαφορά η έκβαση, χωρίς να είναι ότι με αφήνει αδιάφορη. Δεν υπήρχε ελπίδα κι ούτε τη χρειαζόμουν. Δεν απογοητευόμουν, ούτε ενθουσιαζόμουν. Ούτε μου έλλειπαν ο ενθουσιασμός και η απογοήτευση. Μεθοδικά, προχωρούσα προς αυτά που είχαν σημασία για μένα. Και τότε βεβαιώθηκα ότι κατάλαβα, επιτέλους, τι εννοούσε ο Καζαντζάκης υποστηρίζοντας ότι η ελευθερία προκύπτει από την έλλειψη ελπίδας.
Αλλά δεν κράτησε πολύ. Συντομότερα απ’ όσο θα ήθελα, ήρθε η ώρα που μια υπέροχη προοπτική (ή ίσως η προοπτική μιας υπέροχης προοπτικής) έφερε μια απρόσμενη ανάσταση. Η Ελπίδα, σαν φοίνικας, αναγεννήθηκε από τις στάχτες της.
Δεν ξέρω γιατί συνέβη αυτό. Δεν ξέρω αν ευθύνεται ότι είχα καιρό να θελήσω κάτι τόσο πολύ. Αν ευθύνεται το μέγεθος της επιθυμίας μου, δηλαδή. Ή αν είναι μια τάση ανθρώπινη ή προσωπική το να ελπίζω, που απλά είχε κουρνιάσει στα σκοτάδια, περιμένοντας στωικά να κάνει την επανεμφάνισή της όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες. Ή αν πρόκειται απλά για μια αδυναμία στο να εφαρμόσω αυτά που υποστηρίζω στην θεωρία.
Αυτό που ξέρω είναι ότι πιάνω τον εαυτό μου να ελπίζει ξανά... Και αυτό που ξέρω είναι ότι αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Αυτό που θέλω δεν είναι πιο δυνατό ή πιο πιθανό επειδή ελπίζω. Δεν προσπαθώ περισσότερο ή λιγότερο, καλύτερα ή χειρότερα επειδή ελπίζω. Για την ακρίβεια, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω γιατί, έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για να επηρεάσω την έκβαση. Κι όμως ελπίζω.
Κι ίσως αυτό δε με κάνει ελεύθερη... αλλά σίγουρα με κάνει να νιώθω πιο ζωντανή...
Αυτό που ξέρω είναι ότι πιάνω τον εαυτό μου να ελπίζει ξανά... Και αυτό που ξέρω είναι ότι αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Αυτό που θέλω δεν είναι πιο δυνατό ή πιο πιθανό επειδή ελπίζω. Δεν προσπαθώ περισσότερο ή λιγότερο, καλύτερα ή χειρότερα επειδή ελπίζω. Για την ακρίβεια, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω γιατί, έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για να επηρεάσω την έκβαση. Κι όμως ελπίζω.
Κι ίσως αυτό δε με κάνει ελεύθερη... αλλά σίγουρα με κάνει να νιώθω πιο ζωντανή...
No comments:
Post a Comment