Σήμερα το βράδυ οι ψυχές θα παρελάσουν. Hallowe'en, η ημέρα των Αγίων Πάντων, των Ψυχών, των Νεκρών...
Οι πιο τρομακτικές, σκοτεινές, φανταστικές προσωπικότητες βγαίνουν βόλτα σήμερα και περπατούν δίπλα μας, ανάμεσά μας. Κολοκύθες με τρομαχτικά πρόσωπα, Βρυκόλακες, Λυκάνθρωποι, Σκελετοί, Τέρατα, σημεία και τέρατα. Και Φαντάσματα.
Όταν ήμουν μικρή φοβόμουν πολύ το σκοτάδι. Δεν φοβόμουν το σκοτάδι για το κενό του, γιατί για μένα το σκοτάδι δεν ήταν καθόλου άδειο. Ήταν γεμάτο με κάθε είδους τρομακτικά τέρατα, έτοιμα να μου επιτεθούν μόλις εξαφανιζόταν το φως και μαζί με αυτό και η προστασία του. Αυτά φοβόμουν, αυτές τις σκιές που χόρευαν γύρω μου, αυτά τα φευγαλέα αγγίγματα που φανταζόμουν ότι αισθανόμουν, σαν να έπαιζαν μαζί μου πριν μπουν στο θέμα.
Ο πιο τρομακτικός ένοικος της νύχτας μου, όμως, ήταν με διαφορά τα Φαντάσματα. Μάλιστα, θεωρούσα ότι τα υπόλοιπα τέρατα φοβόντουσαν τα φαντάσματα σχεδόν όσο εγώ. Ήταν οι άρχοντες του προσωπικού μου σκοταδιού κι όταν αποφάσιζαν να παίξουν μαζί μου, όλα τα υπόλοιπα τέρατα έφευγαν από σεβασμό και φόβο.
Όλοι μου οι εφιάλτες είχαν Φαντάσματα. Μικρά, μεγάλα, με μορφές ζώων ή άμορφοι σχηματισμοί σαν καπνός και κάποια που έμοιαζαν με κανονικούς ανθρώπους, συχνά δικούς μου ανθρώπους, και μόνο όταν ήταν ήδη αργά, όταν είχα πλησιάσει πιο πολύ απ' όσο ήταν ασφαλές σε ένα σκοτεινό δρόμο τα μεσάνυχτα, καταλάβαινα τη διαφορά. Συνήθως ξυπνούσα από τον τρόμο πριν να με αγγίξουν.
Για χρόνια πολέμησα με τα Φαντάσματά μου. Για χρόνια προσπάθησα να μάθω να κοιμάμαι έστω και στο ημίφως. Για χρόνια ήθελα όλα τα φώτα ανοιχτά. Για χρόνια προσπάθησα να εξασκηθώ, μπαίνοντας επίτηδες σε σκοτεινά δωμάτια στο σπίτι και προσπαθώντας να δαμάσω τον παράλογο - το ήξερα! - πανικό που με κατέβαλε. Είχα ελάχιστη επιτυχία. Φοβόμουν να μείνω μόνη μου έστω και για λίγο. Φοβόμουν μέχρι και να κοιμηθώ, μην έρθουν πάλι να με βρουν στους εφιάλτες μου.
Πρέπει να ήμουν γυμνάσιο όταν είδα ένα όνειρο. Από καιρό είχαν αραιώσει οι εφιάλτες και δεν φοβόμουν τόσο πολύ, αλλά και πάλι δεν είναι ότι δεν φοβόμουν και καθόλου. Σε εκείνο το όνειρο είδα το πιο μεγάλο και τρομαχτικό Φάντασμα που είχε κατασκευάσει ποτέ το τμήμα ονειροποιείας του μυαλού μου. Με έπιασαν πρώτα κάποια συνηθισμένης μορφής Φαντάσματα και μου είπαν ότι ήθελε να μου μιλήσει ο αρχηγός τους. Ήταν σε μια μεγάλη σκηνή, σαν τσίρκου, και ήταν γκρίζο και μαύρο σαν μεγάλο, θυμωμένο σύννεφο, έτοιμο να ξεσπάσει την καταιγίδα του επάνω μου.
Η λογική μου, δηλαδή η γνώση του εαυτού μου, μου έλεγε ότι θα έπρεπε να το φοβάμαι. Αλλά δεν το φοβόμουν. Για την ακρίβεια, μου φαινόταν απλά... αστείο. Δεν του άρεσε πολύ που ξέσπασα στα γέλια με το που το είδα, αλλά δε με ενδιέφερε. Δεν υπήρχε κάτι που φοβόμουν σε αυτό. Δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα. Είχα πλέον νιώσει αυτό που για χρόνια ήξερα στα λόγια και αυτή η διαφορά δεν ήταν απλά τεράστια. Ήταν απόλυτη, κβαντισμένη, δυαδική. Ναι ή όχι.
Ξύπνησα ευχαριστημένη. Με τίποτα δεν περίμενα ότι θα ένιωθα τόσο απότομα αυτήν την αλλαγή και ήταν τόσο ανακουφιστικό που είχα πλέον απελευθερωθεί από το μυαλό μου!
Ωστόσο, κάτι ακόμα πιο απρόσμενο συνέβη στα χρόνια που μεσολάβησαν από το τότε στο τώρα. Καθώς ζούσα χαρούμενη που δεν φοβόμουν τα φαντάσματα πια, καθώς δεν είχα το φόβο για το σκοτάδι να με κυνηγά στον ξύπνιο μου και τους εφιάλτες να με κυνηγούν στον ύπνο μου... δεν παρατήρησα κάτι. Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Δεν κατάλαβα πότε έγινε.
Δεν κατάλαβα πότε... άλλα κάποια στιγμή άρχισα να ζω μαζί τους. Πρώτα θα ήρθε ένα μικρό, ένα τόσα δα Φαντασματάκι, υποθέτω, και γι 'αυτό δεν το κατάλαβα. Άλλωστε αφού δεν τα φοβόμουν πια, δεν ασχολούμουν και μαζί τους. Και σιγά σιγά, όλο και κάποιο θα ερχόταν, λίγα λίγα, ένα ένα. Δεν το συνειδητοποίησα. Άρχισα να αλληλεπιδρώ μαζί τους και δεν το κατάλαβα. Άρχισα να κοντοστέκομαι στην πόρτα για να περιμένω να περάσουν ή τους άφηνα χώρο στο τραπέζι. Άρχισα να περπατάω γύρω τους, όταν κάθονταν στο πάτωμά μου. Άρχισα να χαμηλώνω τη μουσική για να μην ενοχλώ το τραγούδι τους. Άρχισα να ξαπλώνω άκρη άκρη στο κρεβάτι για να τους αφήσω χώρο δίπλα μου. Άρχισα να μοιράζομαι τα σκεπάσματά μου μαζί τους. Δεν ξέρω πώς. Δεν θυμάμαι πότε. Αλλά συνήθισα.
Τώρα όπου κι αν κοιτάξω βλέπω φαντάσματα. Φαντάσματα από πράγματα που έχασα, ανθρώπους, κατοικίδια, παλιότερους εαυτούς μου, Φαντάσματα από το τι μπορεί να γίνει, από σχέδια και ελπίδες... αλλά κυρίως Φαντάσματα από το τι θα μπορούσε να έχει γίνει. Φαντάσματα από προσδοκίες, από ευκαιρίες που πήγαν χαμένες κι όχι απαραίτητα από εμένα. Για την ακρίβεια, σπανίως από εμένα.Έχω μάθει να παίρνω τις ευκαιρίες όταν έρχονται, δεν τις αφήνω. Ακόμα κι αν κάτι δεν πάει στην πράξη όπως θα το ήθελες, η απογοήτευση δεν συγκρίνεται. Ενώ όταν θέλεις κάτι πολύ, όταν περάσει τόσο κοντά σου ώστε να το νιώσεις στον αέρα, αλλά τελικά σε προσπεράσει...
Και πώς να το αποφύγεις; Αν οι άνθρωποι σε προσπερνούν και μάλιστα αφού έχουν κοντοσταθεί, αφού έχουν έρθει προς τα εσένα, για τόσο ώστε να νομίσεις ότι θα σταματήσουν, ίσα ίσα ώστε να προλάβουν να σε στιγματίσουν με την επόμενή τους κίνηση, αυτήν της προσπέρασης... τότε στοιχειώνεσαι.
Ναι, όταν ήμουν μικρή φοβόμουν τα Φαντάσματα. Τώρα πια δεν τα φοβάμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να ζω μαζί τους. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μπορώ να κάνω για να τα διώξω. Δεν μπορώ να τα δω αστεία, όπως εκείνο το μεγάλο μαύρο Φάντασμα του τελευταίου μου ονείρου. Δεν μπορώ να γελάσω μαζί τους. Δεν μπορώ να πω στον εαυτό μου ότι είναι αποκυήματα της φαντασίας μου.
Αυτή τη μέρα, όμως, μπορώ να τα στείλω να διασκεδάσουν με τους φίλους τους. Μπορώ να τα αφήσω ελεύθερα να τριγυρίσουν στους σκοτεινούς δρόμους του Χάλοουϊν, δίπλα στους Βρυκόλακες και τους Σκελετούς και - ποιος ξέρει! Ίσως να περάσουν τόσο καλά στην ελευθερία που να μην θελήσουν να γυρίσουν.
Οι πιο τρομακτικές, σκοτεινές, φανταστικές προσωπικότητες βγαίνουν βόλτα σήμερα και περπατούν δίπλα μας, ανάμεσά μας. Κολοκύθες με τρομαχτικά πρόσωπα, Βρυκόλακες, Λυκάνθρωποι, Σκελετοί, Τέρατα, σημεία και τέρατα. Και Φαντάσματα.
Όταν ήμουν μικρή φοβόμουν πολύ το σκοτάδι. Δεν φοβόμουν το σκοτάδι για το κενό του, γιατί για μένα το σκοτάδι δεν ήταν καθόλου άδειο. Ήταν γεμάτο με κάθε είδους τρομακτικά τέρατα, έτοιμα να μου επιτεθούν μόλις εξαφανιζόταν το φως και μαζί με αυτό και η προστασία του. Αυτά φοβόμουν, αυτές τις σκιές που χόρευαν γύρω μου, αυτά τα φευγαλέα αγγίγματα που φανταζόμουν ότι αισθανόμουν, σαν να έπαιζαν μαζί μου πριν μπουν στο θέμα.
Ο πιο τρομακτικός ένοικος της νύχτας μου, όμως, ήταν με διαφορά τα Φαντάσματα. Μάλιστα, θεωρούσα ότι τα υπόλοιπα τέρατα φοβόντουσαν τα φαντάσματα σχεδόν όσο εγώ. Ήταν οι άρχοντες του προσωπικού μου σκοταδιού κι όταν αποφάσιζαν να παίξουν μαζί μου, όλα τα υπόλοιπα τέρατα έφευγαν από σεβασμό και φόβο.
Όλοι μου οι εφιάλτες είχαν Φαντάσματα. Μικρά, μεγάλα, με μορφές ζώων ή άμορφοι σχηματισμοί σαν καπνός και κάποια που έμοιαζαν με κανονικούς ανθρώπους, συχνά δικούς μου ανθρώπους, και μόνο όταν ήταν ήδη αργά, όταν είχα πλησιάσει πιο πολύ απ' όσο ήταν ασφαλές σε ένα σκοτεινό δρόμο τα μεσάνυχτα, καταλάβαινα τη διαφορά. Συνήθως ξυπνούσα από τον τρόμο πριν να με αγγίξουν.
Για χρόνια πολέμησα με τα Φαντάσματά μου. Για χρόνια προσπάθησα να μάθω να κοιμάμαι έστω και στο ημίφως. Για χρόνια ήθελα όλα τα φώτα ανοιχτά. Για χρόνια προσπάθησα να εξασκηθώ, μπαίνοντας επίτηδες σε σκοτεινά δωμάτια στο σπίτι και προσπαθώντας να δαμάσω τον παράλογο - το ήξερα! - πανικό που με κατέβαλε. Είχα ελάχιστη επιτυχία. Φοβόμουν να μείνω μόνη μου έστω και για λίγο. Φοβόμουν μέχρι και να κοιμηθώ, μην έρθουν πάλι να με βρουν στους εφιάλτες μου.
Πρέπει να ήμουν γυμνάσιο όταν είδα ένα όνειρο. Από καιρό είχαν αραιώσει οι εφιάλτες και δεν φοβόμουν τόσο πολύ, αλλά και πάλι δεν είναι ότι δεν φοβόμουν και καθόλου. Σε εκείνο το όνειρο είδα το πιο μεγάλο και τρομαχτικό Φάντασμα που είχε κατασκευάσει ποτέ το τμήμα ονειροποιείας του μυαλού μου. Με έπιασαν πρώτα κάποια συνηθισμένης μορφής Φαντάσματα και μου είπαν ότι ήθελε να μου μιλήσει ο αρχηγός τους. Ήταν σε μια μεγάλη σκηνή, σαν τσίρκου, και ήταν γκρίζο και μαύρο σαν μεγάλο, θυμωμένο σύννεφο, έτοιμο να ξεσπάσει την καταιγίδα του επάνω μου.
Η λογική μου, δηλαδή η γνώση του εαυτού μου, μου έλεγε ότι θα έπρεπε να το φοβάμαι. Αλλά δεν το φοβόμουν. Για την ακρίβεια, μου φαινόταν απλά... αστείο. Δεν του άρεσε πολύ που ξέσπασα στα γέλια με το που το είδα, αλλά δε με ενδιέφερε. Δεν υπήρχε κάτι που φοβόμουν σε αυτό. Δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα. Είχα πλέον νιώσει αυτό που για χρόνια ήξερα στα λόγια και αυτή η διαφορά δεν ήταν απλά τεράστια. Ήταν απόλυτη, κβαντισμένη, δυαδική. Ναι ή όχι.
Ξύπνησα ευχαριστημένη. Με τίποτα δεν περίμενα ότι θα ένιωθα τόσο απότομα αυτήν την αλλαγή και ήταν τόσο ανακουφιστικό που είχα πλέον απελευθερωθεί από το μυαλό μου!
Ωστόσο, κάτι ακόμα πιο απρόσμενο συνέβη στα χρόνια που μεσολάβησαν από το τότε στο τώρα. Καθώς ζούσα χαρούμενη που δεν φοβόμουν τα φαντάσματα πια, καθώς δεν είχα το φόβο για το σκοτάδι να με κυνηγά στον ξύπνιο μου και τους εφιάλτες να με κυνηγούν στον ύπνο μου... δεν παρατήρησα κάτι. Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Δεν κατάλαβα πότε έγινε.
Δεν κατάλαβα πότε... άλλα κάποια στιγμή άρχισα να ζω μαζί τους. Πρώτα θα ήρθε ένα μικρό, ένα τόσα δα Φαντασματάκι, υποθέτω, και γι 'αυτό δεν το κατάλαβα. Άλλωστε αφού δεν τα φοβόμουν πια, δεν ασχολούμουν και μαζί τους. Και σιγά σιγά, όλο και κάποιο θα ερχόταν, λίγα λίγα, ένα ένα. Δεν το συνειδητοποίησα. Άρχισα να αλληλεπιδρώ μαζί τους και δεν το κατάλαβα. Άρχισα να κοντοστέκομαι στην πόρτα για να περιμένω να περάσουν ή τους άφηνα χώρο στο τραπέζι. Άρχισα να περπατάω γύρω τους, όταν κάθονταν στο πάτωμά μου. Άρχισα να χαμηλώνω τη μουσική για να μην ενοχλώ το τραγούδι τους. Άρχισα να ξαπλώνω άκρη άκρη στο κρεβάτι για να τους αφήσω χώρο δίπλα μου. Άρχισα να μοιράζομαι τα σκεπάσματά μου μαζί τους. Δεν ξέρω πώς. Δεν θυμάμαι πότε. Αλλά συνήθισα.
Τώρα όπου κι αν κοιτάξω βλέπω φαντάσματα. Φαντάσματα από πράγματα που έχασα, ανθρώπους, κατοικίδια, παλιότερους εαυτούς μου, Φαντάσματα από το τι μπορεί να γίνει, από σχέδια και ελπίδες... αλλά κυρίως Φαντάσματα από το τι θα μπορούσε να έχει γίνει. Φαντάσματα από προσδοκίες, από ευκαιρίες που πήγαν χαμένες κι όχι απαραίτητα από εμένα. Για την ακρίβεια, σπανίως από εμένα.Έχω μάθει να παίρνω τις ευκαιρίες όταν έρχονται, δεν τις αφήνω. Ακόμα κι αν κάτι δεν πάει στην πράξη όπως θα το ήθελες, η απογοήτευση δεν συγκρίνεται. Ενώ όταν θέλεις κάτι πολύ, όταν περάσει τόσο κοντά σου ώστε να το νιώσεις στον αέρα, αλλά τελικά σε προσπεράσει...
Και πώς να το αποφύγεις; Αν οι άνθρωποι σε προσπερνούν και μάλιστα αφού έχουν κοντοσταθεί, αφού έχουν έρθει προς τα εσένα, για τόσο ώστε να νομίσεις ότι θα σταματήσουν, ίσα ίσα ώστε να προλάβουν να σε στιγματίσουν με την επόμενή τους κίνηση, αυτήν της προσπέρασης... τότε στοιχειώνεσαι.
Ναι, όταν ήμουν μικρή φοβόμουν τα Φαντάσματα. Τώρα πια δεν τα φοβάμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να ζω μαζί τους. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μπορώ να κάνω για να τα διώξω. Δεν μπορώ να τα δω αστεία, όπως εκείνο το μεγάλο μαύρο Φάντασμα του τελευταίου μου ονείρου. Δεν μπορώ να γελάσω μαζί τους. Δεν μπορώ να πω στον εαυτό μου ότι είναι αποκυήματα της φαντασίας μου.
Αυτή τη μέρα, όμως, μπορώ να τα στείλω να διασκεδάσουν με τους φίλους τους. Μπορώ να τα αφήσω ελεύθερα να τριγυρίσουν στους σκοτεινούς δρόμους του Χάλοουϊν, δίπλα στους Βρυκόλακες και τους Σκελετούς και - ποιος ξέρει! Ίσως να περάσουν τόσο καλά στην ελευθερία που να μην θελήσουν να γυρίσουν.