Είτε αναγνωρίζει κανείς τη μοίρα, το πεπρωμένο και γενικότερα κάποια δύναμη που έχει την ιδιότητα να καθορίζει τα γεγονότα και την πορεία της ζωής μας, είτε όχι, όλοι γνωρίζουμε την αίσθηση ότι δεν έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει ή, αλλιώς, ότι αυτό που έγινε δεν έπρεπε να γίνει. Τι πάει να πει, βέβαια, πρέπει να γίνει και δεν πρέπει να γίνει; Δεν με ενδιαφέρουν αυτήν την στιγμή οι φιλοσοφικές, επιστημονικές, νευροφυσιολογικές, νευροψυχολογικές, βιολογικές, λογοτεχνικές, θρησκευτικές και/ή άλλες πλευρές αυτού του ερωτήματος.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι όλοι το νιώθουμε αυτό κάποια στιγμή. Ορισμένες φορές, μπορεί να θέλουμε κάτι τόσο πολύ που απλώς δεν μπορούμε να φανταστούμε την περίπτωση να μην γίνει. Κάποιες φορές, είναι απλά ότι συμβαίνει κάτι απίθανο, κάτι διαφορετικό από αυτό που περιμέναμε, που θεωρούσαμε ως αναμενόμενο, ίσως. Κάποιες φορές, απλώς συμβαίνει κάτι πολύ πολύ κακό και δεν είναι εύκολο να μην σκεφτούμε ότι τα κακά πράγματα δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν.
Πριν από έξι χρόνια, πάντως, ήμουν σε ένα αυτοκίνητο που δεν έπρεπε να ήμουν. Ίσως ο λόγος που θεωρώ ότι δεν έπρεπε να ήμουν να είναι ότι δεν ήθελα να είμαι. Το ένστικτο και η κρίση μου μου έλεγαν ότι έπρεπε να μείνω μακριά από αυτούς τους ανθρώπους και εγώ τα παράκουσα. Όχι εθελοτυφλώντας, αλλά επειδή δεν ήθελα να αφήσω μόνη της τη φίλη μου, που δεν καταλάβαινε την πλευρά μου.
Θυμάμαι την αίσθηση της απώλειας του ελέγχου. Θυμάμαι ότι ένιωσα το ίδιο το αυτοκίνητο να πανικοβάλλεται καθώς οι ρόδες του γύριζαν σαν τρελές, προσπαθώντας να πιάσουν πάνω στο τσιμέντο. Μάταια. Ενωμένοι στον ξαφνικό πανικό, το αυτοκίνητο κι εγώ, καρδιά και φρένα σφιγμένα στο τέρμα, παρακολουθήσαμε τους εαυτούς μας να βγαίνουν από την πορεία τους. Στα μισά της στροφής ήμαστε πάνω στη γραμμή που χωρίζει τα δύο ρεύματα και στο οπτικό μας πεδίο ένα λευκό αυτοκίνητο που δεν γνωρίζουμε τι έχει καταλάβει. Την επόμενη στιγμή ήμαστε πλέον στο αντίθετο ρεύμα και κατά πρόσωπο (κατά παμπρίζ, δηλαδή) με το λευκό αυτοκίνητο. Τα δύο αυτοκίνητα κοιτάχτηκαν, το ένα γεμάτο τύψεις, το άλλο έκπληκτο. Kαι τα δύο έντρομα. Εγώ μουδιασμένη από άρνηση.
Θυμάμαι την τελευταία μου σκέψη σαν να την έκανα πριν από λίγο. Θυμάμαι όλες μου τις σκέψεις που οδήγησαν σε αυτή σαν να έγιναν αμέσως πριν. Θυμάμαι πόσο ξεκάθαρη ήταν η εικόνα της ζωής μου. Θυμάμαι ότι υπήρχε μόνο ένα πράγμα για το οποίο μετάνιωνα εκείνη τη στιγμή. Υπήρχαν τόσα πράγματα που θα ήθελα να έχω κάνει και να έχω ζήσει και άλλωστε δύσκολα μπορεί κανείς να πει "έκανα αρκετά και δεν πειράζει που δεν θα κάνω κι άλλα", πόσο μάλλον όταν είναι μόλις δεκαοκτώ χρονών. Ωστόσο, υπήρχε μόνο ένα πράγμα που μου κόστιζε παραπάνω απ' όσο άντεχα. Είπα ότι ήταν το μόνο για το οποίο μετάνιωνα, αλλά δεν μπορείς να μετανοιώσεις για πράγματα που δεν εξαρτώνται από εσένα. Για πράγματα που δεν αποτελούν επιλογές σου.
Θυμάμαι το σκοτάδι.
Δεν χτύπησα, δεν έχασα τις αισθήσεις μου. Αλλά είχα μουδιάσει τόσο πολύ που για μια στιγμή δεν υπήρξα. Την στιγμή της σύγκρουσης, δεν ήμουν εκεί. Δεν ήμουν πουθενά. Τα σώμα μου ήταν βέβαιο ότι ερχόταν πολύς πόνος και ίσως και τίποτα άλλο και όταν είναι τέτοια η προοπτική υπάρχει ένας πολύ χρήσιμος μηχανισμός που μας κάνει να μην νιώθουμε, να μην σκεφτόμαστε. Είμαστε ότι κοντινότερο υπάρχει στο ζόμπι: ένα σώμα ζωντανό, αλλά ακατοίκητο.
Άκουσα το χαρακτηριστικό αναστεναγμό του γυαλιού που σπάει (κάθε γυαλί ζει τη ζωή του γνωρίζοντας πόσο εύθραστο είναι και πόσο πιθανό είναι επομένως να είναι αυτή η κατάληξή του). Άκουσα τη χαρακτηριστική δυσφορία του μετάλλου στην υπερπροσπάθειά του να μη λυγίσει κάτω από υπερβολική πίεση (όλα τα μέταλλα δέχονται μεγάλο πλήγμα στην αυτοεκτίμησή τους αν υποχωρήσουν, ανεξάρτητα του αν ήταν πέρα από τις δυνατότητές τους). Τα άκουσα αυτά, αλλά όπως ακούγονται από ένα διπλανό διαμέρισμα ή από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου.
Το επόμενο που θυμάμαι, είναι η σταδιακή συνειδητοποίηση της συνειδητότητας. Προς μεγάλη μου απορία, βρήκα ένα μυαλό: το δικό μου. Με παραξένευσε αυτή η ανακάλυψη και με οδήγησε στην αναπόφευκτη απορία "τι είμαι;". Σαν να το διέκρινα μέσα από ένα πυκνό στρώμα ομίχλης μέσα στο μυαλό μου, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι αντιλαμβάνομαι. Αργόσυρτα, δυσκίνητα, σαν να ανασύρονται από βαθύ πηγάδι αντί να δημιουργούνται στη στιγμή, σχηματίζονταν μία μία αυτοαποδεικνυόμενες σκέψεις, όλες σχετικές με τον εαυτό τους. Με αποστασιοποιήμενο, ακαδημαϊκό ενδιαφέρον παρακολούθησα τον ειρμό τους:
Σκέφτηκα ότι σκέφτομαι και σκέφτομαι, άρα υπάρχω κι αφού υπάρχω πρέπει κάπου να έχω κι ένα σώμα. Πανικόβλητα, έψαξα το σώμα μου. Εσωτερικά, στην αρχή, γιατί εξωτερικά δεν υπήρχε τίποτα ακόμα. Όπως κάποιοι αστέρες καταρρέουν στον εαυτό τους πριν εκρηχθούν σε κόκκινους γίγαντες, έτσι κι εγώ τη στιγμή της κρίσης κατέρρευσα μέσα στο μυαλό μου και τώρα ξανααναζητούσα το χώρο μου, τα τωρινά όριά μου, ελπίζοντας ότι ταυτίζονταν με τα προηγούμενα.
Μετά ένιωσα. Το σώμα μου ξαναϋπήρξε ξαφνικά στο μυαλό μου. Μπορούσα με το μυαλό μου να βρω τα χέρια και τα πόδια μου και σύντομα, μπορούσα να κουνηθώ και πάλι. Ταυτόχρονα, απότομα, κούμπωσα στον εαυτό μου σαν καπάκι: Ποπ.
Ήμουν πάλι εγώ, εδώ, τώρα, με ταυτόχρονη γνώση της ύπαρξης των άλλων, του αλλού, του πριν και του μετά.
Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες πανικό.
Τις δύο επόμενες εβδομάδες, προσομοίωσα ένα άλλο μεταφυσικό ον, το φάντασμα. Δεν ήμουν ζόμπι γιατί είχα σκέψη, αλλά αυτή τη φορά η σκέψη ήταν αποσυνδεδεμένη από το σώμα. Ήταν σαν να είχε ξεκολλήσει το πνεύμα από το σώμα μου και μετά, ενώ είχε μπει θεωρητικά στο σωστό σημείο, δεν είχαν αποκατασταθεί πλήρως οι συνδέσεις. Το πνεύμα μου είχε καταλάβει το σώμα μου, αλλά δεν το είχε ανακτήσει.
Θυμάμαι ότι είχε κολλήσει στην επανάληψη η νοητή συσκευή αναπαραγωγής μου και έπαιζα ξανά και ξανά τη στροφή στο μυαλό μου. Σχεδόν πάντα ένιωθα ότι το αυτοκίνητο θα καταφέρει να πάρει τη στροφή και θα συνεχίσει το δρόμο του, αναστενάζοντας από ανακούφιση και μουρμουρίζοντας μία ντροπιασμένη συγνώμη στο λευκό συνάδελφο, που θα κατέβαζε τα φώτα του σεμνά, σαν να έλεγε δεν πειράζει, αρκεί που είμαστε καλά κι εμείς και οι άνθρωποί μας.
Αλλά το αυτοκίνητο ποτέ δεν ολοκλήρωσε την στροφή. Εγώ ποτέ δεν ολοκλήρωσα την στροφή. Άφησα εκεί τον εναλλακτικό, αναμενόμενο, "σωστό" εαυτό μου, ο οποίος σαν αερικό συνέχισε το δρόμο του και έφτασε σπίτι, αντί για μένα που πέρασα το βράδυ μου αγωνιώντας στον Γεννηματά.
Εκείνος ο δρόμος ήταν παραπάνω από ένας δρόμος. Εκείνη τη στιγμή, ο δρόμος ταυτίστηκε με τον δρόμο της ζωής μου. Κι όταν το αυτοκίνητο έφυγε από την πορεία του σε εκείνον το δρόμο, εγώ ξέφυγα και από μία ακόμα πορεία, εκείνη της ζωής μου. Το αυτοκίνητο έπρεπε να είχε στρίψει. Εγώ έπρεπε να είχα στρίψει.
Ίσως υπήρχε "σωστός δρόμος" τότε. Ίσως όχι. Από την άποψη του αποτελέσματος, δεν έκανε μεγάλη διαφορά.
Γιατί, έτσι κι αλλιώς, εκείνο το άτομο, που τόσο φοβήθηκε ότι θα χανόταν και που τόσο χάρηκε που παρέμεινε, χάθηκε. Ίσως έγινε εκείνη τη στιγμή, ίσως κάπου στην ευρύτερη χρονική περίοδο, πάντως σύντομα δεν υπήρχε πια και τώρα, πλέον, έχουν περάσει χρόνια που δεν υπάρχει.
Ή έχει μείνει μόνο το φάντασμα ή μόνο το πνεύμα του. Κι όμως, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο. Στην πρώτη περίπτωση έχασα ένα κομμάτι του εαυτού μου που ταυτόχρονα ποτέ δεν θα μου επιστραφεί και πάντα θα είναι απαραίτητο για να είμαι πλήρης και άρα είναι βέβαιο ότι δεν έχω ελπίδα για κάτι τέτοιο. Στην δεύτερη περίπτωση, απελευθερώθηκα από ένα κομμάτι που με περιόριζε, όχι ακριβώς σαν κλουβί, αλλά όπως η δομή του πάγου δεν του επιτρέπει να περάσει από μια ρωγμή, ενώ οι υγρές και αέριες μορφές της ίδιας ουσίας μπορούν. Ήταν ένας περιορισμός λόγω φύσης.
Ίσως, λοιπόν, άφησα πίσω μια δομή που δεν με εξυπηρετούσε - όπως, περίπου, το φίδι αφήνει το δέρμα του - ώστε να δώσω χώρο και δυνατότητα σε κάποια άλλη δομή να αναπτυχθεί γύρω μου, μία με την οποία θα ενσωματωθούμε. Ίσως...
Αλλά, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει και παραμένω ξενιστής στο σώμα μου, καλεσμένος στο μυαλό μου.
Και το μόνο που έμεινε από εκείνο το άτομο, από το "σωστό δρομό" που εκείνο το άτομο θεώρησε ότι έχασε και από εκείνην την "λάθος παράκαμψη" που θεώρησε ότι του κόστισε εκείνο το "σωστό δρόμο"... είναι εκείνη η τελευταία σκέψη.
Εκείνο το άτομο γνώριζε ότι ποτέ δεν ξέρεις πόσο χρόνο έχεις ακόμα. Και γνωρίζε, επίσης, ότι δεν μπορείς να το γλυτώσεις αυτό, ότι αναγκαστικά πρέπει να στοιχηματίζεις και στον χρόνο, γιατί τα περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν ακριβώς όταν και όπως τα θέλεις. Όλα αυτά τα γνώριζε, αλλά η γνώση ότι δεν εξαρτιόταν από εκείνο, δεν άλλαζε το γεγονός ότι, αν πράγματι σταματούσε η ζωή του εκείνη τη στιγμή, θα είχε τελειώσει η ζωή του με μία σημαντική έλλειψη.
Χαίρομαι, φυσικά, για όσο χρόνο μου δώθηκε και μου δίνεται. Αλλά ζω με τη γνώση ότι όσος και να μου δωθεί, μπορεί κάλλιστα να μην αρκετός. Μπορεί κάλλιστα να ξαναβρεθώ στο ίδιο σημείο, χρόνια και χρόνια μετά από εκείνο το ατύχημα, και η τελευταία μου σκέψη να είναι η ίδια. Ήδη έχουν περάσει έξι χρόνια και δεν έχει αλλάξει κάτι. Και ακόμα δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να κάνω. Δεν εξαρτάται από εμένα. Δεν είναι ακριβώς τυχαίο, γιατί η τύχη στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις παύει να υπάρχει όταν αρχίζουν οι επιλογές.
Και τελικά αυτό είναι που με στενοχωρεί περισσότερο από όλα... το πόσο κακομεταχειρίζονται οι περισσότεροι άνθρωποι το χρόνο. Πόσο συχνά δεν τα υπολογίζουν όλα αυτά και προσπερνούν τις ευκαιρίες. Πόσο συχνά προσπερνούν εμένα.
Αλλά πώς να μην με προσπερνούν;
Αφού είμαι φάντασμα ή πνεύμα...
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι όλοι το νιώθουμε αυτό κάποια στιγμή. Ορισμένες φορές, μπορεί να θέλουμε κάτι τόσο πολύ που απλώς δεν μπορούμε να φανταστούμε την περίπτωση να μην γίνει. Κάποιες φορές, είναι απλά ότι συμβαίνει κάτι απίθανο, κάτι διαφορετικό από αυτό που περιμέναμε, που θεωρούσαμε ως αναμενόμενο, ίσως. Κάποιες φορές, απλώς συμβαίνει κάτι πολύ πολύ κακό και δεν είναι εύκολο να μην σκεφτούμε ότι τα κακά πράγματα δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν.
Πριν από έξι χρόνια, πάντως, ήμουν σε ένα αυτοκίνητο που δεν έπρεπε να ήμουν. Ίσως ο λόγος που θεωρώ ότι δεν έπρεπε να ήμουν να είναι ότι δεν ήθελα να είμαι. Το ένστικτο και η κρίση μου μου έλεγαν ότι έπρεπε να μείνω μακριά από αυτούς τους ανθρώπους και εγώ τα παράκουσα. Όχι εθελοτυφλώντας, αλλά επειδή δεν ήθελα να αφήσω μόνη της τη φίλη μου, που δεν καταλάβαινε την πλευρά μου.
Θυμάμαι την αίσθηση της απώλειας του ελέγχου. Θυμάμαι ότι ένιωσα το ίδιο το αυτοκίνητο να πανικοβάλλεται καθώς οι ρόδες του γύριζαν σαν τρελές, προσπαθώντας να πιάσουν πάνω στο τσιμέντο. Μάταια. Ενωμένοι στον ξαφνικό πανικό, το αυτοκίνητο κι εγώ, καρδιά και φρένα σφιγμένα στο τέρμα, παρακολουθήσαμε τους εαυτούς μας να βγαίνουν από την πορεία τους. Στα μισά της στροφής ήμαστε πάνω στη γραμμή που χωρίζει τα δύο ρεύματα και στο οπτικό μας πεδίο ένα λευκό αυτοκίνητο που δεν γνωρίζουμε τι έχει καταλάβει. Την επόμενη στιγμή ήμαστε πλέον στο αντίθετο ρεύμα και κατά πρόσωπο (κατά παμπρίζ, δηλαδή) με το λευκό αυτοκίνητο. Τα δύο αυτοκίνητα κοιτάχτηκαν, το ένα γεμάτο τύψεις, το άλλο έκπληκτο. Kαι τα δύο έντρομα. Εγώ μουδιασμένη από άρνηση.
Θυμάμαι την τελευταία μου σκέψη σαν να την έκανα πριν από λίγο. Θυμάμαι όλες μου τις σκέψεις που οδήγησαν σε αυτή σαν να έγιναν αμέσως πριν. Θυμάμαι πόσο ξεκάθαρη ήταν η εικόνα της ζωής μου. Θυμάμαι ότι υπήρχε μόνο ένα πράγμα για το οποίο μετάνιωνα εκείνη τη στιγμή. Υπήρχαν τόσα πράγματα που θα ήθελα να έχω κάνει και να έχω ζήσει και άλλωστε δύσκολα μπορεί κανείς να πει "έκανα αρκετά και δεν πειράζει που δεν θα κάνω κι άλλα", πόσο μάλλον όταν είναι μόλις δεκαοκτώ χρονών. Ωστόσο, υπήρχε μόνο ένα πράγμα που μου κόστιζε παραπάνω απ' όσο άντεχα. Είπα ότι ήταν το μόνο για το οποίο μετάνιωνα, αλλά δεν μπορείς να μετανοιώσεις για πράγματα που δεν εξαρτώνται από εσένα. Για πράγματα που δεν αποτελούν επιλογές σου.
Θυμάμαι το σκοτάδι.
Δεν χτύπησα, δεν έχασα τις αισθήσεις μου. Αλλά είχα μουδιάσει τόσο πολύ που για μια στιγμή δεν υπήρξα. Την στιγμή της σύγκρουσης, δεν ήμουν εκεί. Δεν ήμουν πουθενά. Τα σώμα μου ήταν βέβαιο ότι ερχόταν πολύς πόνος και ίσως και τίποτα άλλο και όταν είναι τέτοια η προοπτική υπάρχει ένας πολύ χρήσιμος μηχανισμός που μας κάνει να μην νιώθουμε, να μην σκεφτόμαστε. Είμαστε ότι κοντινότερο υπάρχει στο ζόμπι: ένα σώμα ζωντανό, αλλά ακατοίκητο.
Άκουσα το χαρακτηριστικό αναστεναγμό του γυαλιού που σπάει (κάθε γυαλί ζει τη ζωή του γνωρίζοντας πόσο εύθραστο είναι και πόσο πιθανό είναι επομένως να είναι αυτή η κατάληξή του). Άκουσα τη χαρακτηριστική δυσφορία του μετάλλου στην υπερπροσπάθειά του να μη λυγίσει κάτω από υπερβολική πίεση (όλα τα μέταλλα δέχονται μεγάλο πλήγμα στην αυτοεκτίμησή τους αν υποχωρήσουν, ανεξάρτητα του αν ήταν πέρα από τις δυνατότητές τους). Τα άκουσα αυτά, αλλά όπως ακούγονται από ένα διπλανό διαμέρισμα ή από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου.
Το επόμενο που θυμάμαι, είναι η σταδιακή συνειδητοποίηση της συνειδητότητας. Προς μεγάλη μου απορία, βρήκα ένα μυαλό: το δικό μου. Με παραξένευσε αυτή η ανακάλυψη και με οδήγησε στην αναπόφευκτη απορία "τι είμαι;". Σαν να το διέκρινα μέσα από ένα πυκνό στρώμα ομίχλης μέσα στο μυαλό μου, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι αντιλαμβάνομαι. Αργόσυρτα, δυσκίνητα, σαν να ανασύρονται από βαθύ πηγάδι αντί να δημιουργούνται στη στιγμή, σχηματίζονταν μία μία αυτοαποδεικνυόμενες σκέψεις, όλες σχετικές με τον εαυτό τους. Με αποστασιοποιήμενο, ακαδημαϊκό ενδιαφέρον παρακολούθησα τον ειρμό τους:
Σκέφτηκα ότι σκέφτομαι και σκέφτομαι, άρα υπάρχω κι αφού υπάρχω πρέπει κάπου να έχω κι ένα σώμα. Πανικόβλητα, έψαξα το σώμα μου. Εσωτερικά, στην αρχή, γιατί εξωτερικά δεν υπήρχε τίποτα ακόμα. Όπως κάποιοι αστέρες καταρρέουν στον εαυτό τους πριν εκρηχθούν σε κόκκινους γίγαντες, έτσι κι εγώ τη στιγμή της κρίσης κατέρρευσα μέσα στο μυαλό μου και τώρα ξανααναζητούσα το χώρο μου, τα τωρινά όριά μου, ελπίζοντας ότι ταυτίζονταν με τα προηγούμενα.
Μετά ένιωσα. Το σώμα μου ξαναϋπήρξε ξαφνικά στο μυαλό μου. Μπορούσα με το μυαλό μου να βρω τα χέρια και τα πόδια μου και σύντομα, μπορούσα να κουνηθώ και πάλι. Ταυτόχρονα, απότομα, κούμπωσα στον εαυτό μου σαν καπάκι: Ποπ.
Ήμουν πάλι εγώ, εδώ, τώρα, με ταυτόχρονη γνώση της ύπαρξης των άλλων, του αλλού, του πριν και του μετά.
Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες πανικό.
Τις δύο επόμενες εβδομάδες, προσομοίωσα ένα άλλο μεταφυσικό ον, το φάντασμα. Δεν ήμουν ζόμπι γιατί είχα σκέψη, αλλά αυτή τη φορά η σκέψη ήταν αποσυνδεδεμένη από το σώμα. Ήταν σαν να είχε ξεκολλήσει το πνεύμα από το σώμα μου και μετά, ενώ είχε μπει θεωρητικά στο σωστό σημείο, δεν είχαν αποκατασταθεί πλήρως οι συνδέσεις. Το πνεύμα μου είχε καταλάβει το σώμα μου, αλλά δεν το είχε ανακτήσει.
Θυμάμαι ότι είχε κολλήσει στην επανάληψη η νοητή συσκευή αναπαραγωγής μου και έπαιζα ξανά και ξανά τη στροφή στο μυαλό μου. Σχεδόν πάντα ένιωθα ότι το αυτοκίνητο θα καταφέρει να πάρει τη στροφή και θα συνεχίσει το δρόμο του, αναστενάζοντας από ανακούφιση και μουρμουρίζοντας μία ντροπιασμένη συγνώμη στο λευκό συνάδελφο, που θα κατέβαζε τα φώτα του σεμνά, σαν να έλεγε δεν πειράζει, αρκεί που είμαστε καλά κι εμείς και οι άνθρωποί μας.
Αλλά το αυτοκίνητο ποτέ δεν ολοκλήρωσε την στροφή. Εγώ ποτέ δεν ολοκλήρωσα την στροφή. Άφησα εκεί τον εναλλακτικό, αναμενόμενο, "σωστό" εαυτό μου, ο οποίος σαν αερικό συνέχισε το δρόμο του και έφτασε σπίτι, αντί για μένα που πέρασα το βράδυ μου αγωνιώντας στον Γεννηματά.
Εκείνος ο δρόμος ήταν παραπάνω από ένας δρόμος. Εκείνη τη στιγμή, ο δρόμος ταυτίστηκε με τον δρόμο της ζωής μου. Κι όταν το αυτοκίνητο έφυγε από την πορεία του σε εκείνον το δρόμο, εγώ ξέφυγα και από μία ακόμα πορεία, εκείνη της ζωής μου. Το αυτοκίνητο έπρεπε να είχε στρίψει. Εγώ έπρεπε να είχα στρίψει.
Ίσως υπήρχε "σωστός δρόμος" τότε. Ίσως όχι. Από την άποψη του αποτελέσματος, δεν έκανε μεγάλη διαφορά.
Γιατί, έτσι κι αλλιώς, εκείνο το άτομο, που τόσο φοβήθηκε ότι θα χανόταν και που τόσο χάρηκε που παρέμεινε, χάθηκε. Ίσως έγινε εκείνη τη στιγμή, ίσως κάπου στην ευρύτερη χρονική περίοδο, πάντως σύντομα δεν υπήρχε πια και τώρα, πλέον, έχουν περάσει χρόνια που δεν υπάρχει.
Ή έχει μείνει μόνο το φάντασμα ή μόνο το πνεύμα του. Κι όμως, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο. Στην πρώτη περίπτωση έχασα ένα κομμάτι του εαυτού μου που ταυτόχρονα ποτέ δεν θα μου επιστραφεί και πάντα θα είναι απαραίτητο για να είμαι πλήρης και άρα είναι βέβαιο ότι δεν έχω ελπίδα για κάτι τέτοιο. Στην δεύτερη περίπτωση, απελευθερώθηκα από ένα κομμάτι που με περιόριζε, όχι ακριβώς σαν κλουβί, αλλά όπως η δομή του πάγου δεν του επιτρέπει να περάσει από μια ρωγμή, ενώ οι υγρές και αέριες μορφές της ίδιας ουσίας μπορούν. Ήταν ένας περιορισμός λόγω φύσης.
Ίσως, λοιπόν, άφησα πίσω μια δομή που δεν με εξυπηρετούσε - όπως, περίπου, το φίδι αφήνει το δέρμα του - ώστε να δώσω χώρο και δυνατότητα σε κάποια άλλη δομή να αναπτυχθεί γύρω μου, μία με την οποία θα ενσωματωθούμε. Ίσως...
Αλλά, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει και παραμένω ξενιστής στο σώμα μου, καλεσμένος στο μυαλό μου.
Και το μόνο που έμεινε από εκείνο το άτομο, από το "σωστό δρομό" που εκείνο το άτομο θεώρησε ότι έχασε και από εκείνην την "λάθος παράκαμψη" που θεώρησε ότι του κόστισε εκείνο το "σωστό δρόμο"... είναι εκείνη η τελευταία σκέψη.
Εκείνο το άτομο γνώριζε ότι ποτέ δεν ξέρεις πόσο χρόνο έχεις ακόμα. Και γνωρίζε, επίσης, ότι δεν μπορείς να το γλυτώσεις αυτό, ότι αναγκαστικά πρέπει να στοιχηματίζεις και στον χρόνο, γιατί τα περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν ακριβώς όταν και όπως τα θέλεις. Όλα αυτά τα γνώριζε, αλλά η γνώση ότι δεν εξαρτιόταν από εκείνο, δεν άλλαζε το γεγονός ότι, αν πράγματι σταματούσε η ζωή του εκείνη τη στιγμή, θα είχε τελειώσει η ζωή του με μία σημαντική έλλειψη.
Χαίρομαι, φυσικά, για όσο χρόνο μου δώθηκε και μου δίνεται. Αλλά ζω με τη γνώση ότι όσος και να μου δωθεί, μπορεί κάλλιστα να μην αρκετός. Μπορεί κάλλιστα να ξαναβρεθώ στο ίδιο σημείο, χρόνια και χρόνια μετά από εκείνο το ατύχημα, και η τελευταία μου σκέψη να είναι η ίδια. Ήδη έχουν περάσει έξι χρόνια και δεν έχει αλλάξει κάτι. Και ακόμα δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να κάνω. Δεν εξαρτάται από εμένα. Δεν είναι ακριβώς τυχαίο, γιατί η τύχη στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις παύει να υπάρχει όταν αρχίζουν οι επιλογές.
Και τελικά αυτό είναι που με στενοχωρεί περισσότερο από όλα... το πόσο κακομεταχειρίζονται οι περισσότεροι άνθρωποι το χρόνο. Πόσο συχνά δεν τα υπολογίζουν όλα αυτά και προσπερνούν τις ευκαιρίες. Πόσο συχνά προσπερνούν εμένα.
Αλλά πώς να μην με προσπερνούν;
Αφού είμαι φάντασμα ή πνεύμα...