Έχω πετάξει πολλές φορές. Κάποιες γιατί με κυνηγούν και προσπαθώ να τους ξεφύγω, άλλες απλώς για την ευχαρίστηση του πετάγματος. Κάποιες φορές είναι σαν να κολυμπάω στον αέρα, άλλες σαν να εκτινάσσομαι σαν πύραυλος. Κάποιες φορές δυσκολεύομαι και χάνω την ισορροπία μου ή την κατεύθυνση. Έχω πετάξει πάνω από πόλεις και βουνά, ανάμεσα από κύματα κι από πλανήτες.
Πάντα, φυσικά, στα όνειρά μου.
Χθες, όμως, δεν πέταξα. Χθες βρέθηκα ξαφνικά να αιωρούμαι χωρίς προσπάθεια. Ποτέ δεν μου είχε ξανασυμβεί αυτό· η ορμή ήταν πάντα προϋπόθεση για το ονειρικό μου πέταγμα κι η ακινησία στον αέρα ενεργοποιούσε κατευθείαν τον νόμο του Νεύτωνα.
Κι όμως βρέθηκα να αιωρούμαι αβίαστα. Και τα χρώματα! Ήταν τόσο υπέροχα σαν οθόνης υψηλής ευκρίνειας! Ίσως πράγματι η τεχνολογία έχει φτάσει να υλοποιεί τα όνειρά μας. Ίσως έχει καταφέρει μέχρι και να τα ξεπεράσει. Τέτοια χρώματα μόνο στον κινηματογράφο, στην επιστημονική φαντασία, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στα πιο προχωρημένα γραφικά είχα ξαναδεί.
Αλλά εδώ ήταν μπροστά μου, γύρω μου. Ένας υπέροχος, κρυστάλλινος, καταγάλανος ουρανός απλωνόταν μπροστά μου και γύρω μου και υπέροχη καταπράσινη -αφύσικα πράσινα- βλάστηση αγκάλιαζε το έδαφος μακριά κάτω απ' τα πόδια μου.
Κάπου ανάμεσα από τα κύματα δέους και θαυμασμού, ένιωσα μερικές πιτσιλιές φόβου. Μήπως αν έκανα να κινηθώ, ο όμορφος αυτός κόσμος θα χανόταν; Η στιγμή δειλίας, πέρασε τόσο γρήγορα όσο και ήρθε. Τέτοιος ωραίος κόσμος υπήρχε για να εξερευνηθεί και θα ήμουν ανόητη να μην το προσπαθήσω. Άλλωστε αυτή η ομορφιά, αυτή η υπέροχη μαγεία γύρω μου δεν χωρούσε κοινότοπα συναισθήματα, βαρετές, πεζές αντιδράσεις.
Έκανα το πρώτο βήμα στον αέρα και αυτός με στήριξε. Και περπατούσα, περπατούσα στον αέρα, στηριγμένη από το τίποτα και κρατημένη από το πουθενά, εγώ και ο μαγικός κόσμος. Και ήταν τόσο μαγικός! Δέντρα αιωρούνταν, έμοιαζαν σαν να έχουν φυτρώσει από τον ίδιο τον αέρα, με περίεργα σχήματα, αφού δεν τα επηρέαζε η βαρύτητα, αλλά σταθερά, σαν να είχαν βρει ένα μυστικό τρόπο να προσαρτώνται στο κενό. Ίσως τα δέντρα ζήτησαν του αέρα να κρατήσει και εμένα, ίσως είχα έμφυτη κι εγώ την γνώση γι' αυτή την αδύνατη κατάσταση.
Είχα δει τον υπέροχο ουρανό και το υπέροχο πράσινο, αυτό που δεν είχα δει, όμως, ήταν το νερό. Ένα κρυστάλλινο ποτάμι κυλούσε στον αέρα, ανεβοκατέβαινε και έστριβε σαν να απέφευγε αόρατα, άυλα εμπόδια ή ίσως γιόρταζε την απόλυτη ελευθερία να κινηθεί όπως θέλει για μια φορά, αντί να καθορίζεται από τα στερεά και τη βαρύτητα. Μια άκρη του χωριζόταν σε γυαλιστερά, ελισσόμενα ρυάκια, όπως τα αγγεία στην αγγειογραφία.
Πλησίασα μαγεμένη,
συνεπαρμένη από το απαλό ιρίδισμα, τη μαγική, αδύνατη εναέρια ροή του νερού. Άγγιξα μερικά ρυάκια κι ενώ τα χέρια μου βράχηκαν από το νερό, εκείνα δεν χάλασαν, συνέχισαν να ρέουν στον αέρα, σαν να γέμιζαν από το κενό.
Μερικές σταγόνες
αποσπάστηκαν και απέμειναν να αιωρούνται, σαν άσπαστες σαπουνόφουσκες, σαν υγρά πρίσματα να χωρίζουν το φως, σαν υγροί καθρέφτες να αντικατοπτρίζουν τον κόσμο γύρω τους. Άπλωσα το χέρι μου και έσπρωξα μερικές και παρακολούθησα την πορεία τους, καθώς διέσχισαν τον αέρα και τάραξαν το πλούσιο φύλλωμα ενός φυτού που αναρριχώταν στο κενό. Εκεί συνάντησαν τη δροσιά που ήδη στόλιζε τα φύλλα του, σαν μικρά φωτάκια. Πλησίασα και άγγιξα τα καταπράσινα φύλλα. Ήταν βελούδινα στην αφή από την κάτω τους μεριά και από την πάνω τους μετάξι.
Το κύλισμα του νερού και το θρόισμα της αναπνοής μου ήταν οι μόνοι ήχοι σε αυτό το βασίλειο της γαλήνης. Το άπλετο φως, που ήταν σαν να αναδύεται από τα αντικείμενα -σαν να προϋπήρχε αντί να ερχόταν από κάποια πηγή- χωριζόταν από τα κρυστάλλινα νερά στην χρωματιστή ίριδα. Κι εγώ τους τραγουδούσα. Τραγουδούσα στα δέντρα και στον ουρανό, στο νερό και στα χρώματα.
Η απόλυτη αισθητική υπεροχή... ένα αληθινό μεγαλούργημα του υποσυνειδήτου...