Pages

13.2.12

Ιστορία


Η ιστορία ποτέ δεν ήταν το αγαπημένο μου μάθημα. Θυμάμαι ότι σε κάποια γωνία του μυαλού μου υπήρχε, αμυδρά, η παραδοχή ότι η ροή των γεγονότων στη ζωή της ανθρωπότητας ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσα, αλλά αυτή η παραδοχή δεν κατάφερε ποτέ να υπερνικήσει τη νάρκη στην οποία έπεφτε το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού μου. Αίτιο ή αιτιατό, οργανωμένη σκευωρία ή απλώς συνέπεια μιας ανατροφοδότησης; Ποιος ξέρει.

Ωστόσο, θυμάμαι... Θυμάμαι ότι σπάνια ασχοληθήκαμε με την σύγχρονη ιστορία. Θυμάμαι να μπερδεύω τη λίθινη εποχή με εκείνη του χαλκού, την Ελληνιστική περίοδο με μια άλλη· θυμάμαι ότι η Ρωμαϊκή και η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχαν τον «ατελείωτο». Πόλεμοι, πόλεμοι, πόλεμοι. Η μόνη εποχή που μου έμεινε ως κάπως ωραία, κάπως καλή, ήταν ο χρυσός αιώνας του Περικλή - και δεν θυμάμαι και γιατί ήταν χρυσός. Ίσως και η Αναγέννηση.

Θυμάμαι να σκέφτομαι «δεν θα μπορούσα να ζω τότε». «Πάλι καλά που δεν γεννήθηκα εκεί». Να σε αποκεφαλίζουν απλώς γιατί υπονόησες ότι ο Βασιλιάς, ο Αυτοκράτορας, ο Φαραώ, ο Θεός δεν κάνει καλά τη δουλειά του; Να σε αναγκάζουν να λες ότι η Γη είναι επίπεδη γιατί έτσι λένε κάποια γραπτά, που για κάποιο λόγο λένε «την αλήθεια»; Πόσο μάλλον που είμαι και γυναίκα. Δεν υπήρξαν πολλές εποχές στην ιστορία του κόσμου που η γυναίκα είχε τη δυνατότητα να μην θέλει να είναι άντρας.

Αλλά όλ' αυτά φάνταζαν πολύ μακρινά, ασύλληπτα. Με ασφάλεια μπορούσα να τα αφορίζω, να μην ασχολούμαι μαζί τους. Τις ελάχιστες φορές, όμως, που φτάσαμε στη σύγχρονη ιστορία, εκεί όπου ανήκαν οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες μας... θυμάμαι να έχω ένα περίεργο μείγμα μεγαλύτερου ενδιαφέροντος αλλά και δυσφορίας. Θυμάμαι να αναρωτιέμαι...

Δεν το είδαν να έρχεται; Δεν είχαν στοιχεία; Οι παγκόσμιοι πόλεμοι, η άνοδος του φασισμού, ο εμφύλιος του '45, το κραχ του '29 στην Αμερική, ακόμα και η χούντα του '67. Γιατί οι άνθρωποι δεν αντιδρούσαν, δεν έφευγαν, δεν έκαναν κάτι, ό, τι να 'ναι, πριν να είναι ήδη αργά; Γιατί έπρεπε πρώτα να έρχεται η κατοχή και ο πόλεμος και μετά να γίνεται η επανάσταση; Δεν έβλεπαν οι άνθρωποι; Δεν καταλάβαιναν; Εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς, τι εύκολα που μπορεί να βλέπεις τα πράγματα.

Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι αν έβλεπα να έρχεται ο πόλεμος θα έφευγα. Θαύμαζα τους ήρωες, την αυτοθυσία και το θάρρος, αλλά ήξερα πολύ καλά τον εαυτό μου· στην πράξη δεν ήμουν ικανή για κάτι περισσότερο από την επιβίωσή μου. Ήθελα την επανάσταση, αλλά δεν ήθελα να είμαι εγώ αυτή που θα την έκανε. Και ένιωθα ντροπή για τον εαυτό μου που δεν ήμουν πιο θαρραλέα. Ήμουν παιδί βέβαια τότε. Αλλά παιδί με αυτογνωσία.
Αλλά και τι θα έκανε ο κόσμος; Θα έφευγαν όλοι; Δεν βγάζει νόημα κι αυτό. Οπότε, εντάξει, δεν έφευγαν. Είχαν τις οικογένειες, τα σπίτια, τις ζωές τους. Γιατί όμως δεν αντιδρούσαν; Γιατί δεν έκαναν κάτι για να αποτρέψουν αυτές τις καταστροφές; Πώς γίνεται να συνέχιζαν να ζουν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα, μέχρι να έχουν καταστραφεί τα πάντα; Θυμάμαι να συζητάμε πράγματα όπως «προπαγάνδα» και «χειραγώγηση», αλλά μέσα μου τους κοιτούσα αφ' υψηλού τους απλούς ανθρώπους του τότε και κουνούσα το κεφάλι μου, θεωρώντας τους ανόητους που άφηναν να τους κοροϊδεύουν τόσο φανερά.
Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι ποτέ δεν θα το έκανα εγώ αυτό το λάθος· να αφήσω να μου ρίξουν στάχτη στα μάτια, να με πιάσουν στον ύπνο. Αν είναι να έρθει πόλεμος ή δικτατορία ή οτιδήποτε άλλο που θα απειλήσει την Ελευθερία, την Δημοκρατία - θυμάμαι να σκέφτομαι - θα το έχω καταλάβει.

Λοιπόν;
Να 'μαστε. Να που ήρθε η στιγμή. Και να που το είδα να γίνεται, βήμα βήμα, το να πιάνονται όλοι στον ύπνο. Είδα, βήμα βήμα, πρώτα ένα αδιόριστο άγχος στο βλέμμα των ανθρώπων, σαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά, έπειτα την άρνηση. «Αποκλείεται». Κάθε βήμα, άκουγα ότι «αποκλείεται» να γίνει το επόμενο. Αρκούσε να δίνουν κάποιοι κάποιοι εύκολους, χωρίς αντίκρυσμα, εφησυχασμούς και, όταν πρέπει να αποκαλύψουν ότι θα κάνουν αυτά που είπαν ότι δεν θα κάνουν, να δείξουν ότι δυσκολεύονται· ότι τους κοστίζει.
Και ακόμα και τώρα, δύο χρόνια τσεκουρέματος και κατρακύλας άνευ προηγουμένου, βλέπω πόσοι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν, θέλουν να ελπίζουν ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται. Γιατί απλώς η προοπτική της εναλλακτικής... η προοπτική ότι τους κοροϊδεύουν με τον πιο ξεδιάντροπο και χυδαίο τρόπο, ότι οι ζωές τους και η επιβίωσή τους παίζονται ούτε λίγο ούτε πολύ σε μια ρουλέτα (που σύντομα θα γίνει ρώσικη)... η προοπτική αυτή είναι... αβάσταχτη.
Και πώς να μην είναι;

Δύο χρόνια μόνο πήρε να εξανεμιστούν προσπάθειες και αγώνες χρόνων και χρόνων, δεκαετιών και παραπάνω, η δουλειά να μην είναι δουλεία, οι μισθοί να μην είναι λειψοί, η υγεία και η παιδεία να μην είναι αστεία. Δύο χρόνια και ό, τι είχε επιτευχθεί, κουτσά-στραβά, υπέρ του μέσου πολίτη εξαφανίστηκαν τόσο εύκολα σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Πώς να δεχτείς ότι αυτά δεν γίνονται επειδή δεν υπάρχει άλλη επιλογή; Πώς να δεχτείς ότι τόσο περίτεχνα σου φόρτωσαν το έγκλημα;
Το σχέδιο είναι απλό και μεγαλοφυές: βάλ' τους να αυτοκτονήσουν. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά, πνευματικά ή οικονομικά, κάν' τους να τραβήξουν αυτοί τη σκανδάλη και μάλιστα πιστεύοντας ότι είναι και για το καλό τους.

Είδα βήμα βήμα πώς εκμεταλεύτηκαν την δημόσια εικόνα της ανικανότητας και της αστοιχειοσύνης. Πόσο εύκολο ήταν να πείσουν τους ταλαιπωρημένους και απαυδησμένους από την ανοργανωσιά της χώρας ανθρώπους, ότι απλώς «πέφτουν έξω οι υπολογισμοί». Και ακόμα και τώρα, τόσα αποτυχημένα βήματα μετά, οι άνθρωποι πιο εύκολα πιστεύουν ότι πρόκειται περί αχρηστίας παρά περί προδοσίας.

Ο κόσμος αλλάζει. Οι τρόποι αλλάζουν. Δεν είναι μια Ρωμαϊκή Λεγεώνα αυτό που καραδοκεί πίσω από τη γωνία. Εφησυχαστήκαμε ότι οι πόλεμοι έχουν περάσει - τουλάχιστον έτσι μεγάλωσε η δική γενιά, αυτή του '80. Λίγο καλομαθημένα, γιατί δεν πεινάσαμε, δεν δουλέψαμε στα χωράφια, δεν παρακαλέσαμε για να σπουδάσουμε. Λίγο παραμελημένα γιατί η παιδεία μας ήταν τραγική, η κατάρτιση μηδενική και γιατί δεν μας αφήνουν χώρο να δουλέψουμε.

Αλλά τι είναι ο πόλεμος; Τι είναι ο πόλεμος αν όχι μια σύρραξη μεταξύ δύο πλευρών σε μια προσπάθεια κυριάρχησης; Τι είναι ο πόλεμος αν όχι κίνδυνος για την επιβίωση; Τι είναι ο πόλεμος αν όχι λεηλασία ανθρώπινων και φυσικών πόρων;
Τι είναι απολυταρχία αν όχι η διοίκηση με το μότο «δεν υπάρχει άλλος τρόπος»;
Τι είναι δικτατορία αν όχι εξαναγκαστική συμμόρφωση μέσω της διαρκούς διασποράς φόβου;

Και τι είναι επανάσταση αν όχι προσπάθεια ανάκτησης της Ελευθερίας;

Ίσως, απλώς, ποτέ δεν μπορείς να είσαι προετοιμασμένος για τέτοια πράγματα.

Αλλά δεν μας περιμένει ο χρόνος. Είμαστε ακριβώς σε εκείνο το σημείο της Ιστορίας που σε εκατό χρόνια θα αναρωτιέται κάποιο παιδί... Δεν το έβλεπαν να έρχεται; Δεν είχαν όλα τα σημάδια; Το δικό σου εγγόνι, το δικό μου δισέγγονο θα απορεί για εμάς... Γιατί τα αφήσαμε τα πράγματα να φτάσουν εκεί που έφτασαν και γιατί θα τα αφήσουμε να φτάσουν εκεί που θα φτάσουν.

Θυμάμαι και κάτι ακόμα, όμως, από τις ώρες τις απέραντης ανίας, όταν αφαιρούμουν από τη μονότονη παράδοση των παλαιών αυτών γεγονότων...

Θυμάμαι να φοβάμαι τον επόμενο πόλεμο.
Και θυμάμαι να λαχταρώ την επόμενη επανάσταση.


16.1.12

Στον αέρα

Έχω πετάξει πολλές φορές. Κάποιες γιατί με κυνηγούν και προσπαθώ να τους ξεφύγω, άλλες απλώς για την ευχαρίστηση του πετάγματος. Κάποιες φορές είναι σαν να κολυμπάω στον αέρα, άλλες σαν να εκτινάσσομαι σαν πύραυλος. Κάποιες φορές δυσκολεύομαι και χάνω την ισορροπία μου ή την κατεύθυνση. Έχω πετάξει πάνω από πόλεις και βουνά, ανάμεσα από κύματα κι από πλανήτες.

Πάντα, φυσικά, στα όνειρά μου.

Χθες, όμως, δεν πέταξα. Χθες βρέθηκα ξαφνικά να αιωρούμαι χωρίς προσπάθεια. Ποτέ δεν μου είχε ξανασυμβεί αυτό· η ορμή ήταν πάντα προϋπόθεση για το ονειρικό μου πέταγμα κι η ακινησία στον αέρα ενεργοποιούσε κατευθείαν τον νόμο του Νεύτωνα.

Κι όμως βρέθηκα να αιωρούμαι αβίαστα. Και τα χρώματα! Ήταν τόσο υπέροχα σαν οθόνης υψηλής ευκρίνειας! Ίσως πράγματι η τεχνολογία έχει φτάσει να υλοποιεί τα όνειρά μας. Ίσως έχει καταφέρει μέχρι και να τα ξεπεράσει. Τέτοια χρώματα μόνο στον κινηματογράφο, στην επιστημονική φαντασία, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στα πιο προχωρημένα γραφικά είχα ξαναδεί.

Αλλά εδώ ήταν μπροστά μου, γύρω μου. Ένας υπέροχος, κρυστάλλινος, καταγάλανος ουρανός απλωνόταν μπροστά μου και γύρω μου και υπέροχη καταπράσινη -αφύσικα πράσινα- βλάστηση αγκάλιαζε το έδαφος μακριά κάτω απ' τα πόδια μου.

Κάπου ανάμεσα από τα κύματα δέους και θαυμασμού, ένιωσα μερικές πιτσιλιές φόβου. Μήπως αν έκανα να κινηθώ, ο όμορφος αυτός κόσμος θα χανόταν; Η στιγμή δειλίας, πέρασε τόσο γρήγορα όσο και ήρθε. Τέτοιος ωραίος κόσμος υπήρχε για να εξερευνηθεί και θα ήμουν ανόητη να μην το προσπαθήσω. Άλλωστε αυτή η ομορφιά, αυτή η υπέροχη μαγεία γύρω μου δεν χωρούσε κοινότοπα συναισθήματα, βαρετές, πεζές αντιδράσεις.

Έκανα το πρώτο βήμα στον αέρα και αυτός με στήριξε. Και περπατούσα, περπατούσα στον αέρα, στηριγμένη από το τίποτα και κρατημένη από το πουθενά, εγώ και ο μαγικός κόσμος. Και ήταν τόσο μαγικός! Δέντρα αιωρούνταν, έμοιαζαν σαν να έχουν φυτρώσει από τον ίδιο τον αέρα, με περίεργα σχήματα, αφού δεν τα επηρέαζε η βαρύτητα, αλλά σταθερά, σαν να είχαν βρει ένα μυστικό τρόπο να προσαρτώνται στο κενό. Ίσως τα δέντρα ζήτησαν του αέρα να κρατήσει και εμένα, ίσως είχα έμφυτη κι εγώ την γνώση γι' αυτή την αδύνατη κατάσταση.

Είχα δει τον υπέροχο ουρανό και το υπέροχο πράσινο, αυτό που δεν είχα δει, όμως, ήταν το νερό. Ένα κρυστάλλινο ποτάμι κυλούσε στον αέρα, ανεβοκατέβαινε και έστριβε σαν να απέφευγε αόρατα, άυλα εμπόδια ή ίσως γιόρταζε την απόλυτη ελευθερία να κινηθεί όπως θέλει για μια φορά, αντί να καθορίζεται από τα στερεά και τη βαρύτητα. Μια άκρη του χωριζόταν σε γυαλιστερά, ελισσόμενα ρυάκια, όπως τα αγγεία στην αγγειογραφία.

Πλησίασα μαγεμένη,
συνεπαρμένη από το απαλό ιρίδισμα, τη μαγική, αδύνατη εναέρια ροή του νερού. Άγγιξα μερικά ρυάκια κι ενώ τα χέρια μου βράχηκαν από το νερό, εκείνα δεν χάλασαν, συνέχισαν να ρέουν στον αέρα, σαν να γέμιζαν από το κενό.

Μερικές σταγόνες
αποσπάστηκαν και απέμειναν να αιωρούνται, σαν άσπαστες σαπουνόφουσκες, σαν υγρά πρίσματα να χωρίζουν το φως, σαν υγροί καθρέφτες να αντικατοπτρίζουν τον κόσμο γύρω τους. Άπλωσα το χέρι μου και έσπρωξα μερικές και παρακολούθησα την πορεία τους, καθώς διέσχισαν τον αέρα και τάραξαν το πλούσιο φύλλωμα ενός φυτού που αναρριχώταν στο κενό. Εκεί συνάντησαν τη δροσιά που ήδη στόλιζε τα φύλλα του, σαν μικρά φωτάκια. Πλησίασα και άγγιξα τα καταπράσινα φύλλα. Ήταν βελούδινα στην αφή από την κάτω τους μεριά και από την πάνω τους μετάξι.

Το κύλισμα του νερού και το θρόισμα της αναπνοής μου ήταν οι μόνοι ήχοι σε αυτό το βασίλειο της γαλήνης. Το άπλετο φως, που ήταν σαν να αναδύεται από τα αντικείμενα -σαν να προϋπήρχε αντί να ερχόταν από κάποια πηγή- χωριζόταν από τα κρυστάλλινα νερά στην χρωματιστή ίριδα. Κι εγώ τους τραγουδούσα. Τραγουδούσα στα δέντρα και στον ουρανό, στο νερό και στα χρώματα.

Η απόλυτη αισθητική υπεροχή... ένα αληθινό μεγαλούργημα του υποσυνειδήτου...


7.1.12

Όνειρα

Όνειρα...

Κάποιες φορές, όταν ξυπνάς από έναν φοβερό εφιάλτη,  μόλις συνειδητοποιήσεις ότι δεν ήταν πραγματικότητα, ο φόβος και η λύπη αντικαθίστανται από μια απίστευτη ανακούφιση, που ορισμένες φορές φτάνει μέχρι και την ευφορία. «Δεν ήταν αλήθεια!»
Άλλες, όμως, καταϊδρωμένος, λαχανιασμένος, με την καρδιά σου να σφυροκοπά σαν να έτρεχες αντί να κοιμόσουν... εκεί, στις σκιές των πρώτων ωρών της ημέρας, είναι δύσκολο να παραδωθείς έτσι άνετα στην πραγματικότητα και να μην βρίσκεις την σιωπή απειλητική και το σκοτάδι τρομακτικό. Είναι δύσκολο να αποδιώξεις το συναίσθημα του τρόμου που σε έχει κατακλύσει, όταν ο λόγος για την παρουσία του ήταν τόσο αληθινός μισό, μόλις, δευτερόλεπτο πριν.

Αντίστοιχα, ένα όμορφο όνειρο μπορεί να οδηγήσει σε μια όμορφη μέρα. Να σε κάνει να ξυπνήσεις με τόση χαρά που να σε συνοδεύσει για αρκετό χρόνο.
Αλλά, ορισμένα όμορφα όνειρα είναι όμορφα επειδή σου δίνουν αυτό ακριβώς που θέλεις, με τον τρόπο που θέλεις, χωρίς κανέναν περιορισμό σχετικά με το τι είναι εφικτό και τι όχι. Μπορουν να γυρίσουν το χρόνο πίσω ή να τον προχωρήσουν μπροστά, να αλλάξουν δεδομένα που δεν αλλάζουν, να αναστήσουν χαμένες ζωές, να δώσουν δεύτερες ευκαιρίες, να χαρίσουν επιτυχίες, εξιλεώσεις, συγχωρέσεις... έτσι ένα πολύ όμορφο όνειρο, μπορεί να σε ξεγελάσει και τελικά να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: Η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν πραγματικό μπορεί να σου προκαλέσει απαρηγόρητη θλίψη.

Τα αίτια για όλα αυτά τα αποτελέσματα είναι πλασματικά, αλλά τα αποτελέσματα αυτά καθεαυτά είναι εντελώς πραγματικά.

Αυτή είναι η δύναμη των ονείρων.
Σε εκθέτουν σε διάφορες συνθήκες και σε αναγκάζουν να δημιουργήσεις συναισθηματικές αποκρίσεις προς αυτές τις συνθήκες, συνθήκες που, όμως, δεν έχουν καμία υποχρέωση να συμβαδίζουν με τις πραγματικές. Έτσι, όταν ξυπνάς, το πρόσφατο συναισθηματικό μονοπάτι σου διακόπτεται απότομα, καθώς εστιάζεις ξανά στην πραγματικότητα - και στις αντιθέσεις της με το όνειρο από το οποίο μόλις αναδύθηκες.

Αναγκάζεσαι να περάσεις μια διαδικασία επαναπροσανατολισμού σχετικά με το τι ισχύει και τι όχι (αποφασίζεις, ας πούμε, αν έκανες πριν από λίγο δισκοβολία με τους δακτυλίους του Κρόνου ή όχι). Αυτή την επανεκτίμηση των δεδομένων την συνειδητοποιείς μόνο μετά από πολύ θετικά ή αρνητικά όνειρα, ακριβώς επειδή η απόσταση μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένη.

Το πόσο σε επηρεάζουν τα όνειρα εξαρτάται και από το πόσο θα σε πείσουν, από την αληθοφάνειά τους, αλλά σε κάθε περίπτωση τα βιώνεις. Οι καταστάσεις μπορεί να είναι κατασκευασμένες, αλλά η συναισθηματική σου απόκριση σε αυτές είναι το ίδιο γνήσια με την απόκρισή σου σε οποιαδήποτε «πραγματική» κατάσταση.

Η πραγματικότητα της μη πραγματικότητας του ονείρου, λοιπόν, είναι δίκοπη. Από τη μία μπορεί να σε στενοχωρήσει ή να σε κάνει να χαρείς για κάτι που δεν έγινε, από την άλλη το γεγονός ότι δεν έγινε αυτό που στενοχώρησε ή σε έκανε να χαρείς μπορεί να σε κάνει να χαρείς ή να στενοχωρηθείς αντίστοιχα.

Αυτή είναι η δύναμη των ονείρων∙ προκύπτουν από εμάς, αλλά σχεδόν πάντα αποκτούν την ικανότητα να μας επηρεάζουν τουλάχιστον όσο - αν όχι περισσότερο απ' ό, τι - εμείς αυτά.

Η δύναμη της πραγματικότητας, πάλι, είναι διαφορετική.
Η δύναμη της πραγματικότητας έγκειται στην αδιαμφισβήτητη οριστικότητα του τετελεσμένου, ιδιότητα η οποία βασίζεται βέβαια στη γραμμική βίωση του χρόνου.
Άπαξ και μία χρονική στιγμή περάσει... πέρασε. Μπορείς να την ανακαλέσεις στο μυαλό σου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις μέσα ψηφιακά, αναλογικά, παραδοσιακά και άλλα, όπως βίντεο, ηχογραφήσεις, γραπτά κλπ, αλλά όλα αυτά είναι αποτυπώματα, προβολές, φαντάσματα της στιγμής αυτής και μάλιστα πλευρών της στιγμής, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς (και θέλουμε!).
Το σύνολο της στιγμής, ωστόσο, πραγματοποιείται μία και μόνο μία φορά. Σαν μια μετάδοση στην τηλεόραση, που δεν θα επαναληφθεί ποτέ, είτε την έχεις ανοιχτή, είτε όχι, είτε παρακολουθείς, είτε έχεις κλειστό τον ήχο, είτε το ξέρεις, είτε όχι, είτε κοιμάσαι, είτε τρέχεις... αυτή γίνεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

Ο κόσμος των ονείρων είναι ένας πανίσχυρος, πολυδύναμος, επικίνδυνος και πανέμορφος κόσμος.
Ο πραγματικός κόσμος είναι ένας πανίσχυρος, πολυδύναμος, επικίνδυνος και πανέμορφος κόσμος.

Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι ο κόσμος των ονείρων μπορεί να αλλάξει όποτε και όπως θέλει, δεν έχει κανέναν απολύτως κανόνα και τίποτα, μα τίποτα, σε αυτόν δεν είναι οριστικό. Κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια σου, επαναπροσδιορίζεται από την αρχή. Είναι μόνο τόσο περιορισμένος όσο η δική σου - συνειδητή και υποσυνείδητη - φαντασία.

Ο πραγματικός κόσμος... είναι πραγματικός. Ό, τι και να λέει η μεταφυσική παντός είδους, ό, τι και να λέει ακόμα και η κβαντομηχανική, με τα ποσοστά, τις αλληλεπιδράσεις και τις ταυτόχρονες υπάρξεις των διαφορετικών εκδοχών της...

Υπάρχει κάτι στην πραγματικότητα, κάτι τελειωτικό, που όσο και αν το αρνηθείς, το πολεμήσεις, το αφορίσεις, το κοροϊδέψεις, το διαπραγματευτείς, το μελετήσεις, το αμφισβητήσεις... δεν ακυρώνεται.

Μια απολυτότητα που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα περισσότερο από το να προσπαθείς να την επηρεάσεις όπως έρχεται, αλλά να την αποδέχεσαι κάθε φορά αφού έρθει.

14.11.11

Αργά

Είναι αργά.
Τρεις το βράδυ, αλλά δεν με πιάνει ύπνος.
Ελπίζω, όμως, μόνο για τη μέρα αυτή να είναι αργά.

Ανησυχώ. Όχι επειδή με πανικοβάλλουν τα μέσα μαζικής εξόντωσης, αλλά επειδή βλέπω. Βλέπω εδώ και καιρό να οδηγούμαστε σταθερά προς αυτήν τη διάλυση.

Ανησυχώ. Όταν σε ακούω να λες ότι αξίζουμε αυτά που πάθαμε. Ως «λαός». Τι γενίκευση είναι αυτή, ισοπεδωτική... πόσο αποτελεσματικά έδρασαν εσωτερικοί και εξωτερικοί, χώρας και ατόμου, παράγοντες για να φτάσουμε σε τέτοια επίπεδα αυτοτιμωρίας...

Γιατί είναι αυτοτιμωρία. Ο ρεαλισμός πολύ εύκολα γίνεται κάλυψη για αυτολύπηση ή απαισιοδοξία ή κυνισμό ή αλαζονεία. Κι όλα αυτά είναι τέλεια καύσιμα για την πυρά στην οποία έχουμε βρεθεί δεμένοι, από ένα συνδυασμό αδιαφορίας, αδυναμίας, κουτοπονηριάς και καιροσκοπίας.

Πώς γίνεται όλοι να νομίζουν ότι ξέρουν τι φταίει, αλλά όλοι να λένε κάτι άλλο; Το ιδιωτικό λέει ότι φταίει το δημόσιο, το δημόσιο το ιδιωτικό, οι φορτηγατζήδες κατηγορούν τους ταξιτζήδες κι εκείνοι τους σκουπιδιάρηδες. Γεμίσαμε αποδιοπομπαίους τράγους και ολόκληρη η χώρα είναι αποδιοπομπαίος τράγος για όλη την Ευρώπη. Ας τους σκοτώσουμε όλους, λοιπόν, να ηρεμήσουμε! Τι ανηθικότητα... και τι υποκρισία...

Και ποιος μένει απ΄ έξω; Κι εσύ που λες ότι είσαι απ' έξω... δεν έβαλες ποτέ ούτε ένα τόσο δα μικρό μέσο; Πες το ειλικρινά! Ή μην το πεις, για σένα θέλω να το σκεφτείς, να το παραδεχτείς στον εαυτό σου, με ειλικρίνεια. Δεν «έκοψες» ποτέ δρόμο; Δεν είχες «διευκολύνσεις» είτε γιατί είχαν περισσότερη οικονομική άνεση από το μέσο όρο οι δικοί σου, είτε γιατί ήταν «δικτυωμένοι»;
Ή ποτέ, μα ποτέ, δεν έκανες μια παραχώρηση των δικαιοδοσιών σου για κάποιο «όνομα»; Ποτέ δεν επέτρεψες να αδικηθεί κάποιος, μην τυχόν πατήσεις... κάλους; Δεν προσπέρασες αναξιοκρατείες που γίνονταν μπροστά στα μάτια σου είτε από φόβο είτε από συμφέρον είτε από αδιαφορία;

Μπορεί και όχι, δεν λέω, αλλά ξέρω ότι περισσότεροι από εσάς που μιλάτε για την «αδιορθωσύνη» του ανθρώπου, έχετε κάνει κι εσείς τα δικά σας. Δεν σας κατηγορώ για αυτό, είναι άλλωστε σχεδόν αδύνατο να υπάρξεις σε αυτή τη χώρα, να πηγαίνεις διαρκώς με τους τυπικούς κανόνες και να μην αδικείσαι διαρκώς, με αποτέλεσμα να αναπτύξεις νεύρωση μέχρι τα 24 (εντελώς τυχαία, αυτή είναι η ηλικία μου). Αλλά μην ξεχνάτε, μην παραβλέπετε. Η «Α-λήθεια» αυτό σημαίνει, να μην ξεχνάς.

Καθίστε λοιπόν και βάλετέ τα κάτω. Με απόλυτη ειλικρίνεια, θυμηθείτε όλες εκείνες τις μικρές ή μη επιλογές με τις οποίες εσείς «χαλάσατε την πιάτσα». Τότε να αρχίσουμε να μιλάμε για ευθύνη. Γιατί τότε αρχίζουν και πέφτουν οι δικαιολογίες... «Έτσι κάνουν όλοι».
Ποιοι «όλοι»;
Ποιοι είναι αυτοί οι «όλοι»;
Ιδού! Χαρείτε τον πληθυντικό της απενοχοποίησης!

Θέλεις να μιλήσουμε για ευθύνη; Όταν θα με συναντήσεις στο νοσοκομείο και θα σε τρυπήσω πέντε φορές για να σου πάρω αίμα, θα το θεωρήσεις επαρκές να σου πω «Έτσι μαθαίνουν όλοι»; Κι όταν θα σε φωνάζω με την πάθησή σου «Ο κιρρωτικός του 5» και «O διαβητικός του 11» ή θα κάθομαι πάνω απ' το κεφάλι σου και θα σε κοιτάω με άλλους δέκα φοιτητοειδικευόμενους και θα μιλάμε για εσένα στο τρίτο πρόσωπο και θα εξεταζόμαστε από πάνω σου και πάνω σου... θα σου αρκεί; Θα σου αρκεί να σε κοιτάξω στα μάτια, αν έχω τα κότσια, δηλαδή, που εγώ προσωπικά δεν τα έχω, και να σου πω «Έτσι κάνουν όλοι;»
Το πιο ανήθικο και απάνθρωπο ελαφρυντικό της προσωπικής ευθύνης. Και το τραγικό είναι ότι κάποιοι από εσάς το αποδέχεστε ακόμα και αυτό. Δεν θα μου ζητήσετε περισσότερα, επειδή κι εσείς δεν προσφέρετε περισσότερα. Κακώς. Κακώς και για τα δύο.
Έτσι σκέφτονται αυτοί που λένε ότι όλοι φταίμε. Όλοι φταίμε γιατί όλοι φερόμαστε έτσι και δεν μπορούμε να φερθούμε διαφορετικά. Τρία πουλάκια κάθονταν στο δέντρο του αυταπόδεικτου και της υπεκφυγής. Ταυτόχρονα ρίχνουμε το σύνολο της κατάστασης στην προσωπική ευθύνη και ταυτόχρονα την κάνουμε να μην είναι ευθύνη γιατί «είναι στην φύση μας να φερόμαστε έτσι». Άρα κανείς δεν πταίει, γιατί δεν υπάρχει πταίσμα. Κι εσύ μπορείς και κοιμάσαι ήρεμα το βράδυ, με τη μοιρολατρική ευχέρεια «ό, τι είναι να γίνει, θα γίνει».
Ναι. Έτσι προχώρησε η ανθρωπότητα. Έτσι ανακαλύφθηκε η φωτιά και επινοήθηκε ο τροχός, έτσι φτιάχθηκαν μικροσκόπια και τηλεσκόπια για να δούμε όσο πιο μακριά και όσο πιο μέσα μπορούμε. Η φιλοσοφία και η αναζήτηση για τη βελτίωση δεν είναι ένα παράσιτο στη «φυσιολογική» διαδικασία της επιβίωσης, ούτε ρομαντική ιδέα του αθώου και του άπειρου. Είναι έμφυτη ανάγκη, η κινητήριος δύναμη που σπρώχνει τον άνθρωπο να ανακαλύπτει, να εφευρίσκει και να δημιουργεί.

«Όλοι έχουμε ευθύνη».
Ναι, όλοι έχουμε ευθύνη. Κι ανησυχώ, γιατί πιάνω τον εαυτό μου να ελπίζει ότι μπορεί και να την αναλάβουμε κάποια στιγμή.

... είναι αργά... και δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Ανησυχώ.
Ανησυχώ ότι είναι αργά.

Κι είναι τόσο πιο απλό να τα παρατάς. Πίστεψέ με, το ξέρω.
Αλλά δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο με πληγώνει που δεν πιστεύεις σε εμένα. Που δεν πιστεύεις στον εαυτό σου. Και φυσικά... σε εμάς. Εύχομαι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο και να σε προστατεύσω. Γιατί τρομάζω όταν σκέφτομαι πόσο κακό σου έχουν κάνει, πόσο απροστάτευτος πρέπει να υπήρξες... και ό, τι και να λες ή να κάνεις σήμερα πονάω όταν σκέφτομαι τον πόνο που πέρασες, την απογοήτευση, για να φτάσεις σε αυτό το σημείο.

Και είναι αργά...
Είναι αργά να μετρήσουμε και να μετρηθούμε. Δεν σου χρεώνω τίποτα από το πριν... Να τα παραδεχθείς σου ζητάω μόνο. Να τα παραδεχθείς και να συμφωνήσεις μαζί μου.
Εμείς, οι πολλοί, ας συμφωνήσουμε –επιτέλους!- μεταξύ μας. Πόσο δύσκολο είναι; Δηλαδή, αν σε ρωτήσω αν θεωρείς τα 500 ευρώ λίγα θα διαφωνήσεις; Δεν θα συμφωνήσεις ότι πρέπει με το μισθό να βγαίνουν άνετα τα βασικά έξοδα ζωής; Αν σου πω ότι η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο, θα μου πεις "τι ωραία, γιατί να δουλεύουν οι άνθρωποι";

Αν σου πω τι προτιμάς, να πρέπει να λαδώσεις για να πάρεις το δίπλωμα οδήγησης ή να το πάρεις με δίκαιες εξετάσεις και μετά από σωστό μάθημα, να μπορείς να είσαι περήφανος με τον εαυτό σου και να νιώθεις ότι είσαι έτοιμος να βγεις στο δρόμο, δεν θα ξέρεις τι να απαντήσεις;
Προτιμάς να χάνεις τις ώρες σε αποτυχημένα μαθήματα, όπου καθηγητές σε καθυστερούν ή σου λένε λάθος πράγματα και να περνάς με πέντε ΣΟΣ και ευχέλαια (ή άλλους τρόπους), αντί να κάνεις μάθημα και να μαθαίνεις;
Και γιατί τα θεωρούμε αυτονόητα όλα αυτά;
Ποια επιστημονική έρευνα έχει αποδείξει ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, αλλά ότι θα καθόμαστε μια ζωή και θα γκρινιάζουμε, αλλά δεν θα αλλάζουμε;
Και θέλω να κραυγάσω: "Πολεμήστε μαζί μου! Πάμε να βάλουμε ένα τέλος ή καλύτερα μια αρχή. Μη μου λέτε για ιδανικά που δεν γίνονται, τολμήστε να οραματιστείτε αυτά που όλοι θέλουμε, αλλά τα έχουμε ταμπελώσει ως εξωπραγματικά!"

Αλλά ξέρω, ξέρω. Πώς να με πιστέψεις ότι ενδιαφέρομαι για σένα; Πώς να εμπιστευτείς οποιονδήποτε πια; Πώς να θέλεις και εσύ το καλό μου. Αφού πιστεύεις μόνο στο συμφέρον. Έκανα λάθος που νόμιζα τόσο καιρό ότι είμαι η εξαίρεση που είμαι σχεδόν μισάνθρωπος. Ο κανόνας είμαι, απλώς εγώ δεν το έκρυβα και ενεργά αποζητούσα την μοναχικότητα.

Όλοι μας έχουμε απαυδήσει με τους ανθρώπους. Πώς γίνεται αυτό δεν καταλαβαίνω. Πώς καταφέρνουμε να αλληλοαπογοητευόμαστε και να αλληλοτρωγόμαστε τόσο αποτελεσματικά, ενώ κάποιοι μας θερίζουν ανενόχλητοι...
Και το χειρότερο δεν είναι αυτοί που κερδίζουν από αυτό, ούτε αυτοί που ζημειώνονται. Το χειρότερο είναι αυτοί που εκλογικεύουν αυτήν την αδιαφορία, οι έξυπνοι, μορφωμένοι, λογικοί κατά τα άλλα άνθρωποι, που επικυρώνουν ως αναμενόμενο οτιδήποτε ανήθικο συμβαίνει, ως αναπόφευκτη συνέπεια του να είσαι άνθρωπος.
Κι έτσι έχουμε μια κοινωνία να αυτοκτονεί. Μια κοινωνία που στην πλειοψηφία της δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό της. Στους περισσότερους απλώς δεν τους καίγεται καρφί αν ζει ή αν πέθανε ο γείτονας.

Είναι αργά...
Ανησυχώ ότι είναι αργά, αφού πρέπει να στα πω όλα αυτά... Ανησυχώ ότι είναι ήδη πολύ αργά, αφού πρέπει να σου εξηγήσω ότι δεν είναι ο αρχαίος πολιτισμός μας και οι ρίζες μας που μας δίνουν το δικαίωμα να μην μας αξίζει να μας καταστρέψουν. Δεν είναι το ότι εδώ γεννήθηκε η «δημοκρατεία» ή άκμασε η «επιστήμη» οι λόγοι που μας δίνουν αξία. Δεν είναι το ότι είμαστε η Ελλάδα ή ότι είμαστε έλληνες, αυτό που μας κάνει να μην αξίζουμε αυτόν τον εξευτελισμό.

Όποιος το λέει αυτό, αυτόματα λέει ότι μπορεί κάποιας χώρας να της αξίζει. Ποια είναι όμως η χώρα; Τι είναι η χώρα, η κάθε χώρα;
Οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι είναι που με νοιάζουν και οι άνθρωποι είναι που θέλω να είναι καλά. Όχι εκείνοι οι λίγοι που ζουν αγκαλιά με τα νούμερα, οι άνθρωποι-καρκίνοι, που σκοπό ζωής έχουν να ξεζουμίξουν ό, τι έχει να προσφέρει ο υπόλοιπος Κόσμος, έμψυχος και άψυχος.
Αλλά οι υπόλοιποι, οι πολλοί, εκείνοι που δεν έχουν οφ σορ καταθέσεις στις Αντίλλες και μετοχικό κεφάλαιο ίσο με το μισό ΑΕΠ της χώρας. Εκείνοι που κάνουν ναι μεν τις στραβοτιμονιές τους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να τσουβαλιαστούν με τα άψυχα καθίκια που βγάζουν τα κέρατά τους ποντάροντας στη χρεοκοπία ολόκληρων χωρών ή ξεπουλούν την πολιτική τους θέση στα συμφέροντα του «κεφαλαίου», διαλύοντας και εξευτελίζοντας ολόκληρη την κοινωνία που υποτίθεται ότι υπηρετούν.
Οι άνθρωποι, με ενδιαφέρουν, που ακόμα και στα χειρότερα οδηγούνται από ανάγκη και όχι από απληστία. Δεν είναι το ίδιο να σκοτώνει ο χορτάτος και ο πεινασμένος. Δεν είναι το ίδιο να κλέβει ο άστεγος και ο λεφτάς. Δεν είναι το ίδιο να έχεις όλες τις πόρτες ανοιχτές επειδή έχεις μέσα, άκρες, μέσες άκρες, και το ίδιο να βάζεις μέσο για να μπορέσεις να δουλέψεις κάπου, έστω κάπου, να μην είσαι άνεργος! Πώς να το κάνουμε... δεν είναι το ίδιο. Κατά την άποψή μου δεν είναι σωστό ούτε αυτό, αλλά και δεν είναι το ίδιο.

Ανησυχώ, λοιπόν. Ανησυχώ για εμάς, για τη χώρα και τον Κόσμο. Πάντα σκεφτόμουν και ολόκληρο τον Κόσμο. Ανησυχώ, για τη φύση, τη θάλασσα, τον ουρανό και κάθε είδος ζωής, οπότε και για τους ανθρώπους.
Ευτυχώς, δεν ντρέπομαι πια. Για καιρό ντρεπόμουν επειδή νοιαζόμουν. Κι ήσουν κι εσύ ανάμεσα σε αυτούς που με έκαναν να νιώθω έτσι. Ήταν, όμως, κι η δική μου αδυναμία που το επέτρεπε αυτό και τώρα το καταλαβαίνω.

Αλλά υπάρχει κάτι για το οποίο δεν ανησυχώ πια. Τουλάχιστον για την ψυχή μου δεν φοβάμαι. Έχω τη δύναμη να τη φυλάξω και θα την κρατήσω προστατευμένη όποιο κι αν είναι το κόστος. Η ηθική μου, η αξιοπρέπειά μου, είναι η πραγματική μου, ουσιαστική, βαρύτιμη περιουσία μου. Και δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να την πουλάει ή να την εξευτελίζει. Ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό. Και όσο μπορώ δεν θα σου επιτρέψω να πουλήσεις ή να εξευτελίσεις την ηθική και αξιοπρέπεια οποιουδήποτε άλλου, αλλά και ειδικά τη δική σου. Προτιμώ να σε κάνω να με σιχαθείς, να με μισήσεις, να βαρεθείς να με ακούς να σου το λέω, από το να συναινέσω σιωπηλά στην αυτοακύρωσή σου.
Νιώθεις προδωμένος. Είσαι προδωμένος. Μες στη φούρια σου, όμως, να τα απαξιώσεις και να τα απαρνηθείς όλα, απαξιώνεις και απαρνείσαι και τον εαυτό σου. Κι αυτό δεν το δέχομαι.
Δεν δέχομαι ότι έχεις δικαίωμα στην αυτοκαταστροφή.

Ίσως, όμως, δεν είναι αργά.
Ίσως είναι νωρίς.

Τόσο νωρίς που η ημέρα δεν έχει αρχίσει.
Πάντα έτσι είναι το τέλος και η αρχή, ακολουθούν το ένα το άλλο και δεν καταλαβαίνεις πότε γίνεται η μετάβαση.

Ας είναι νωρίς...
... σε μια μέρα που θα τολμήσω να σου ζητήσω αυτή τη χάρη... όχι μόνο να μην σταθείς εμπόδιο στο δρόμο μου, που ίσως να μου έφτανε κάποιον καιρό πριν... αλλά να σταθείς δίπλα μου...

... μια μέρα που θα ενωθούν οι δρόμοι μας, όπως θα έπρεπε.
Κι ας μην τα καταφέρουμε, ας είμαστε μαζί, δεμένοι με μια ιδέα, όχι μάταιη ή αδύνατη, αλλά τολμηρή. Και όχι νέα, αλλά πραγματικά πανάρχαιη... την ιδέα της Ανθρωπιάς...

... μια μέρα που η πίστη στο θεό, τη μοίρα, την τύχη, το πεπρωμένο, την εξουσία και τον πλούτο και η απιστία στην ανιδιοτέλεια, στους ανθρώπινους δεσμούς και, εν τέλει, στην αγάπη θα αντιστρέψουν ρόλους.

... μια μέρα που δεν θα με αμφισβητείς πια, που ίσως θα σου έχω αποδείξει ότι είμαι εδώ...

... εκείνη η μέρα, η μέρα που θα μπορώ να σου πω ότι Σε Αγαπώ και εσύ θα με πιστέψεις, θα μπορέσεις να καταλάβεις, όχι μόνο πόσο το εννοώ, αλλά και πόσο ισχύει...

...εκείνη η μέρα θα είναι η Αρχή.

Ας είναι νωρίς, λοιπόν...
Ας είναι τόσο νωρίς που κι η ίδια η μέρα δεν ξέρει ακόμα ότι έρχεται...

Ας είναι νωρίς...


31.10.11

Μιας κατεύθυνσης

Δεν είναι πολλά τα πράγματα που αντιπαθώ. Τα φιμέ τζάμια πάντως ανήκουν στην λίστα. Για αρκετό καιρό δεν ήμουν σίγουρη γιατί. Απλώς συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι όταν έβλεπα ένα αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια να περνάει, τα φρύδια μου αυτόματα έσμιγαν. Ως σωστός υποστηρικτής της επιστημονικής μεθόδου, διερεύνησα διεξοδικά το φαινόμενο.
Καθώς τα φιμέ τζάμια είναι συνήθως προνόμιο ακριβών... τιμονιών, θα ήταν ένα εύκολο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για φθόνο ή αντιπάθεια προς τα τσουχτερής τιμής οχήματα. Ωστόσο, όποιος με γνωρίζει, θα έχει ήδη γελάσει, γιατί ξέρει πόσο αστεία θα ήταν αυτή η υπόθεση.
Μετά από προσεκτική παρατήρηση, διέγνωσα το πρόβλημα. Το διέγνωσα κοιτώντας την αντανακλασή μου στα μαύρα γυαλιά ενός συνομιλητή μου, στη θέση που θα έπρεπε να βλέπω τα δικά του μάτια: Είναι το τι εκφράζει αυτή η μιας κατεύθυνσης αλληλεπίδραση. Το πρόβλημά μου είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της εποχής που αντανακλώνται στα σκοτεινά τζάμια.

Γιατί αυτή είναι η εποχή μας.

Η εποχή του φιμέ. Η εποχή του μονόδρομου. Η εποχή που ο διάλογος είναι δύο παράλληλοι, ανεπηρέαστοι μονόλογοι. Η εποχή της απομόνωσης. Η εποχή της «μεγιστοποίησης του κέρδους» και άρα του όσο γίνεται περισσότερου «λαβείν», με όσο γίνεται λιγότερο «δούναι». Η εποχή της «εταιρίας» και των «εταίρων», ημετέρων και υμετέρων, η εποχή του Εγώ, του κάθε εγώ.
Η εποχή της αποστείρωσης. Χειρουργικών εργαλείων, χεριών, επιφανειών, μυαλών.
Η εποχη του προγραμματισμού. Υπολογιστών, μηχανημάτων, ανθρώπινων σχέσεων.
Η εποχή της μαζικής παραγωγής. Τροφών, τέχνης, ανθρώπων.
Η εποχή της προσφοράς και της ζήτησης, η εποχή της οποίας το κυρίαρχο όραμα είναι εκείνο της «ελεύθερης» αγοράς. Η αξία όλων των αγαθών και των υπηρεσιών και των ιδεών να καθορίζεται από την «αγορά». Αν κανείς δεν θέλει να σε πληρώσει (για την ακρίβεια αν δεν τον έχει «πείσει» το ψεύτικο χαμόγελό σου και το μαρκετινίστικό σου πλασάρισμα ηλίθιων σλόγκαν) τότε δεν αξίζει αυτό που προτείνεις. Κι αν κάποιος θέλει να πληρώσει, ακόμα κι αν είναι χιλιάδες ευρώ για ένα μαγικό λυχνάρι στο e-bay, τότε αυτό αρκεί για την «αγορά».
Αυτή είναι... η εποχή του «μπίζνες» και του «μάρκετιγκ», της «διοίκησης επιχειρήσεων» και της «καριέρας».
Λεφτά από λεφτά, χωρίς αντίκρυσμα ή νόημα.
Η εποχή των δεικτών. Δείκτης του χρηματιστηρίου, της ανάπτυξης, της ανεργίας, του ρολογιού.
Η εποχή του γρήγορου και του εύκολου. Φαγητό, σεξ, φίλοι, όλα στα γρήγορα και στα εύκολα. Αφού δεν υπάρχει χρόνος, και επένδυση είναι μόνο αυτό που γίνεται με λεφτά, μετοχές και ακίνητα. Γιατί να έχουμε χρόνο για την οικογένεια, τους φίλους μας; Για τους ανθρώπους; Γιατί να έχουμε χρόνο για τα παιδιά μας; Τα παρατάμε δεξιά κι αριστερά σε παιδικούς σταθμούς, νταντάδες, φτάνουν να μπερδεύονται ποιος τα μεγαλώνει. (Αναγκαστικά, μερικές φορές, γιατί πώς να μεγαλώσεις παιδί πια αν δεν δουλεύουν και οι δύο γονείς;)

Η εποχή της τεχνοκρατίας, η εποχή που κατήγγειλε τις αξίες και όρισε τιμή για όλα. Η εποχή της «εμπορευματοποίησης». Όλα πουλιούνται. Υλικά και άυλα και κυρίως η ανθρωπιά. Συσκευάζεται σε πακέτα οίκτου, αγοράζεται και πουλιέται από τα «μίντια» που τρίβουν τα χέρια τους βλέποντας πόσο αυξάνεται η θεαματικότητα όταν βάζουν ένα ορφανό παιδί ή έναν ανάπηρο να τραγουδήσουν ή να χορέψουν κόγκα. Οίκτος που καλύπτει με επιμέλεια την ναρκισσιστική ανακούφιση της πιο προσβλητικής παρηγοριάς, εκείνης του «Υπάρχουν και χειρότερα». Οίκτος που θα έπρεπε να είναι συμπόνοια και ενδιαφέρον, που να σκοπεύουν μάλιστα να μετουσιωθούν σε πράξεις.

Η ψυχή μας, όμως, ούτε καν πουλιέται. Μπαίνει εκ των προτέρων ενέχυρο κι αν δεν πετύχει ο «τζόγος», δεν πειράζει. Απ΄ ό, τι φαίνεται έχουμε πολλές ψυχές για να τις θυσιάζουμε απλόχερα στο βωμό της ηλιθιότητας.

Η εποχή που ο ορθολογισμός εξακολουθεί να λέγεται ιεροσυλία, αλλά και η ηθική έχει ονομαστεί δογματικότητα για ανόητους ρομαντικούς.

Η εποχή που δεν υπάρχει ποιότητα, μόνο ποσότητα, ποσότητα, ποσότητα. Ένας αυτοανανεούμενος καρκίνος στην εργασία, χωρίς λειτουργικότητα, δημιουργικότητα, πραγματική πρόοδο και ομορφιά.
Η εποχή της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας».

Η εποχή της κατανάλωσης.
Πιο πολύ, πιο πολύ, κι άλλο κι άλλο. Μια λαιμαργία αυτοκαταστροφική, καταλήγουμε να καταναλώνουμε τον εαυτό μας, όπως λέει και μια λαϊκή ρήση, «να τρώμε τα λυσσακά μας».

Η εποχή των εκπαιδευμένων απαίδευτων. Πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, χαρτομάνι αρκετό για πολλές ταπετσαρίες, αλλά καλλιέργεια μηδέν.
Η εποχή της ευθυνοφοβίας και της δειλίας.
Η εποχή της απαξίωσης οποιουδήποτε συναισθήματος ως είδος αδυναμίας και παλιμπαιδισμού.
Η εποχή του κυνισμού. Δεν υπάρχει οικογένεια, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει τίποτα εκτός από συμφέρον.
Η εποχή της «ασφάλειας» και των «εγγυήσεων». Ασφάλεια ζωής, πυρός, αυτοκινήτου.

Αλλά η ψυχή δεν ασφαλίζεται. Δεν επιστρέφεται μέσα σε 10 μέρες αν δεν έχει ανοιχθεί η συσκευασία, δεν έρχεται με κάρτα αλλαγής, ούτε με 2 χρόνια εγγύηση και δωρεάν σέρβις.

Μπορεί να μην είμαι σίγουρη για τη ζωή, πάντως για την ψυχή είμαι: μόνο μία έχεις. Αυτήν και καμία άλλη. Και το μόνο χειρότερο από ένα σώμα που αναπνέει και κινείται, αλλά έχει χάσει την ψυχή του, είναι ένα σώμα που αναπνέει και κινείται, αλλά έχει δώσει την ψυχή του. Εθελοντικά.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε το κομμάτι του εαυτού μας, το ανθρώπινο, που θέλει να νιώσει και ζήσει με τρόπο βιωματικό, αυθόρμητο και ειλικρινή, με αυθεντικότητα, δημιουργικότητα και - εν τέλει - ελευθερία.

Όχι να κάνουμε ό, τι να' ναι. Ό, τι μας έρθει, ό, τι γουστάρουμε, χωρίς να μας νοιάζει η σημασία των επιλογών μας. Όχι χωρίς ευθύνες και περιμένοντας κάτι να σταθεί εμπόδιο μπροστά στην καταστροφική μας διαδρομή για να σταματήσουμε.
Δεν είναι αυτή πραγματική ελευθερία.
Πραγματική ελευθερία είναι ο σεβασμός και η ειλικρίνεια. Είναι να σου λένε μια ζωή τα πράγματα με το όνομά τους, αντί να σου λένε άλλ' αντ' άλλων και εσύ να πρέπει να αποκρυπτογραφήσεις τον κώδικα. Είναι να σου λένε την αλήθεια, αντί να στην κρύβουν ή να σου λένε ψέματα.
Είναι να σε φροντίζουν και να σε αφήνουν και να τους φροντίσεις, χωρίς μετρήσεις και ποσοστά και αναλογικά ανταλλάγματα. Είναι να μην εκμεταλλεύεται ο ένας τον άλλον και ακόμα κι όταν κάποιος πληγώνεται να είναι κατά λάθος κι όχι από πρόθεση.
Είναι να κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του και άρα να τον έχουν μάθει πρώτα πώς να κάνει σωστά τη δουλειά του.
Είναι να εντοπίζονται και να αξιοποιούνται οι δυνατότητές σου από τους ανθρώπους, τους θεσμούς και τις καταστάσεις γύρω σου.
Είναι ο συναγωνισμός στη θέση του ανταγωνισμού. Το να μπορείς να χαίρεσαι με την επιτυχία του άλλου και κάθε επιτυχία να είναι έτσι κι αλλιώς και συλλογική χωρίς φυσικά να καταλήγει αυτό σε σφετερισμό. (Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρχει χώρος για όλους. Αν εμμένουμε στη λογική της ιεραρχίας, των περιορισμένων «προνομιακών» θέσεων, πώς θα σταματήσουμε να σκοτωνόμαστε για αυτές;)

Ελευθερία είναι η Αλληλεγγύη, η Ανθρωπιά.
Ελευθερία είναι η Γνώση.

Για να γίνουν αυτά, όμως, πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε ότι τα θέλουμε. Και αφού γίνει αυτό, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι εφικτά, παρά τις συνεχείς και επιμελείς προσπάθειες πολλών να μας πείσουν για το αντίθετο. Και έπειτα θα φτάσουμε στο σημείο της πραγματικής δουλειάς, όπου θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να τα διεκδικήσουμε, να τα δημιουργήσουμε.

Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν εξυμνήσουμε την θνητότητά μας, αν δεν λατρέψουμε τη ζωή. Όχι μέσα από την κατανάλωση και την αποστράγγισή της, αλλά μέσα από το σεβασμό για αυτήν και για όλους τους εκφραστές της.
Αν δεν δουμε τον εαυτό μας ως ένα ταπεινό, αλλά και μοναδικό εκπρόσωπο του ανθρώπινου είδους, με αστείρευτες ικανότητες και απεριόριστες δυνατότητες.
Αν δεν απαιτήσουμε από τον εαυτό μας να γίνεται διαρκώς καλύτερος άνθρωπος, σοφότερος, εναρετότερος (!).
Αν δεν βλέπουμε όχι μόνο τι είναι αλλά και τι μπορεί να γίνει κάθε άνθρωπος γύρω μας.
Αν δεν εμπνέουμε τους άλλους όσο μπορούμε, ακόμα καλύτερα μέσω του παραδείγματός μας, να διεκδικήσουν αυτές τις ανώτερες δυνατότητές τους.

Ας σπάσουμε τα μονόδρομα, μαύρα τζάμια των παραθύρων του αυτοκινήτου, των γυαλιών που φοράμε ή της τζαμαρίας που περιφράσσει την ψυχή μας και ας κοιταχτούμε μεταξύ μας, κατάματα.
Τα μόνα πράγματα που μας χωρίζουν είναι η άγνοια και οι προκαταλήψεις, η βεβαιότητά μας ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους.
Ας μην φοβόμαστε την ετυμηγορία, το πόσο μοιάζουμε και το πόσο διαφέρουμε.
Ας μην φοβόμαστε πια την αντανάκλαση του εαυτού μας στα μάτια του άλλου.

Ζήτω η Αγάπη για τη ζωή και τους εκπροσώπους της, αυτή η δημιουργική λατρεία που ανασύρει από τα βάθη του Eίναι μας τον πιο όμορφο, ακέραιο, ικανό και φωτεινό μας εαυτό.