Δεν είναι πολλά τα πράγματα που αντιπαθώ. Τα φιμέ τζάμια πάντως ανήκουν στην λίστα. Για αρκετό καιρό δεν ήμουν σίγουρη γιατί. Απλώς συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι όταν έβλεπα ένα αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια να περνάει, τα φρύδια μου αυτόματα έσμιγαν. Ως σωστός υποστηρικτής της επιστημονικής μεθόδου, διερεύνησα διεξοδικά το φαινόμενο.
Καθώς τα φιμέ τζάμια είναι συνήθως προνόμιο ακριβών... τιμονιών, θα ήταν ένα εύκολο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για φθόνο ή αντιπάθεια προς τα τσουχτερής τιμής οχήματα. Ωστόσο, όποιος με γνωρίζει, θα έχει ήδη γελάσει, γιατί ξέρει πόσο αστεία θα ήταν αυτή η υπόθεση.
Μετά από προσεκτική παρατήρηση, διέγνωσα το πρόβλημα. Το διέγνωσα κοιτώντας την αντανακλασή μου στα μαύρα γυαλιά ενός συνομιλητή μου, στη θέση που θα έπρεπε να βλέπω τα δικά του μάτια: Είναι το τι εκφράζει αυτή η μιας κατεύθυνσης αλληλεπίδραση. Το πρόβλημά μου είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της εποχής που αντανακλώνται στα σκοτεινά τζάμια.
Γιατί αυτή είναι η εποχή μας.
Η εποχή του φιμέ. Η εποχή του μονόδρομου. Η εποχή που ο διάλογος είναι δύο παράλληλοι, ανεπηρέαστοι μονόλογοι. Η εποχή της απομόνωσης. Η εποχή της «μεγιστοποίησης του κέρδους» και άρα του όσο γίνεται περισσότερου «λαβείν», με όσο γίνεται λιγότερο «δούναι». Η εποχή της «εταιρίας» και των «εταίρων», ημετέρων και υμετέρων, η εποχή του Εγώ, του κάθε εγώ.
Η εποχή της αποστείρωσης. Χειρουργικών εργαλείων, χεριών, επιφανειών, μυαλών.
Η εποχη του προγραμματισμού. Υπολογιστών, μηχανημάτων, ανθρώπινων σχέσεων.
Η εποχή της μαζικής παραγωγής. Τροφών, τέχνης, ανθρώπων.
Η εποχή της προσφοράς και της ζήτησης, η εποχή της οποίας το κυρίαρχο όραμα είναι εκείνο της «ελεύθερης» αγοράς. Η αξία όλων των αγαθών και των υπηρεσιών και των ιδεών να καθορίζεται από την «αγορά». Αν κανείς δεν θέλει να σε πληρώσει (για την ακρίβεια αν δεν τον έχει «πείσει» το ψεύτικο χαμόγελό σου και το μαρκετινίστικό σου πλασάρισμα ηλίθιων σλόγκαν) τότε δεν αξίζει αυτό που προτείνεις. Κι αν κάποιος θέλει να πληρώσει, ακόμα κι αν είναι χιλιάδες ευρώ για ένα μαγικό λυχνάρι στο e-bay, τότε αυτό αρκεί για την «αγορά».
Αυτή είναι... η εποχή του «μπίζνες» και του «μάρκετιγκ», της «διοίκησης επιχειρήσεων» και της «καριέρας».
Λεφτά από λεφτά, χωρίς αντίκρυσμα ή νόημα.
Η εποχή των δεικτών. Δείκτης του χρηματιστηρίου, της ανάπτυξης, της ανεργίας, του ρολογιού.
Η εποχή του γρήγορου και του εύκολου. Φαγητό, σεξ, φίλοι, όλα στα γρήγορα και στα εύκολα. Αφού δεν υπάρχει χρόνος, και επένδυση είναι μόνο αυτό που γίνεται με λεφτά, μετοχές και ακίνητα. Γιατί να έχουμε χρόνο για την οικογένεια, τους φίλους μας; Για τους ανθρώπους; Γιατί να έχουμε χρόνο για τα παιδιά μας; Τα παρατάμε δεξιά κι αριστερά σε παιδικούς σταθμούς, νταντάδες, φτάνουν να μπερδεύονται ποιος τα μεγαλώνει. (Αναγκαστικά, μερικές φορές, γιατί πώς να μεγαλώσεις παιδί πια αν δεν δουλεύουν και οι δύο γονείς;)
Η εποχή της τεχνοκρατίας, η εποχή που κατήγγειλε τις αξίες και όρισε τιμή για όλα. Η εποχή της «εμπορευματοποίησης». Όλα πουλιούνται. Υλικά και άυλα και κυρίως η ανθρωπιά. Συσκευάζεται σε πακέτα οίκτου, αγοράζεται και πουλιέται από τα «μίντια» που τρίβουν τα χέρια τους βλέποντας πόσο αυξάνεται η θεαματικότητα όταν βάζουν ένα ορφανό παιδί ή έναν ανάπηρο να τραγουδήσουν ή να χορέψουν κόγκα. Οίκτος που καλύπτει με επιμέλεια την ναρκισσιστική ανακούφιση της πιο προσβλητικής παρηγοριάς, εκείνης του «Υπάρχουν και χειρότερα». Οίκτος που θα έπρεπε να είναι συμπόνοια και ενδιαφέρον, που να σκοπεύουν μάλιστα να μετουσιωθούν σε πράξεις.
Η ψυχή μας, όμως, ούτε καν πουλιέται. Μπαίνει εκ των προτέρων ενέχυρο κι αν δεν πετύχει ο «τζόγος», δεν πειράζει. Απ΄ ό, τι φαίνεται έχουμε πολλές ψυχές για να τις θυσιάζουμε απλόχερα στο βωμό της ηλιθιότητας.
Η εποχή που ο ορθολογισμός εξακολουθεί να λέγεται ιεροσυλία, αλλά και η ηθική έχει ονομαστεί δογματικότητα για ανόητους ρομαντικούς.
Η εποχή που δεν υπάρχει ποιότητα, μόνο ποσότητα, ποσότητα, ποσότητα. Ένας αυτοανανεούμενος καρκίνος στην εργασία, χωρίς λειτουργικότητα, δημιουργικότητα, πραγματική πρόοδο και ομορφιά.
Η εποχή της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας».
Η εποχή της κατανάλωσης.
Πιο πολύ, πιο πολύ, κι άλλο κι άλλο. Μια λαιμαργία αυτοκαταστροφική, καταλήγουμε να καταναλώνουμε τον εαυτό μας, όπως λέει και μια λαϊκή ρήση, «να τρώμε τα λυσσακά μας».
Η εποχή των εκπαιδευμένων απαίδευτων. Πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, χαρτομάνι αρκετό για πολλές ταπετσαρίες, αλλά καλλιέργεια μηδέν.
Η εποχή της ευθυνοφοβίας και της δειλίας.
Η εποχή της απαξίωσης οποιουδήποτε συναισθήματος ως είδος αδυναμίας και παλιμπαιδισμού.
Η εποχή του κυνισμού. Δεν υπάρχει οικογένεια, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει τίποτα εκτός από συμφέρον.
Η εποχή της «ασφάλειας» και των «εγγυήσεων». Ασφάλεια ζωής, πυρός, αυτοκινήτου.
Αλλά η ψυχή δεν ασφαλίζεται. Δεν επιστρέφεται μέσα σε 10 μέρες αν δεν έχει ανοιχθεί η συσκευασία, δεν έρχεται με κάρτα αλλαγής, ούτε με 2 χρόνια εγγύηση και δωρεάν σέρβις.
Μπορεί να μην είμαι σίγουρη για τη ζωή, πάντως για την ψυχή είμαι: μόνο μία έχεις. Αυτήν και καμία άλλη. Και το μόνο χειρότερο από ένα σώμα που αναπνέει και κινείται, αλλά έχει χάσει την ψυχή του, είναι ένα σώμα που αναπνέει και κινείται, αλλά έχει δώσει την ψυχή του. Εθελοντικά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε το κομμάτι του εαυτού μας, το ανθρώπινο, που θέλει να νιώσει και ζήσει με τρόπο βιωματικό, αυθόρμητο και ειλικρινή, με αυθεντικότητα, δημιουργικότητα και - εν τέλει - ελευθερία.
Όχι να κάνουμε ό, τι να' ναι. Ό, τι μας έρθει, ό, τι γουστάρουμε, χωρίς να μας νοιάζει η σημασία των επιλογών μας. Όχι χωρίς ευθύνες και περιμένοντας κάτι να σταθεί εμπόδιο μπροστά στην καταστροφική μας διαδρομή για να σταματήσουμε.
Δεν είναι αυτή πραγματική ελευθερία.
Πραγματική ελευθερία είναι ο σεβασμός και η ειλικρίνεια. Είναι να σου λένε μια ζωή τα πράγματα με το όνομά τους, αντί να σου λένε άλλ' αντ' άλλων και εσύ να πρέπει να αποκρυπτογραφήσεις τον κώδικα. Είναι να σου λένε την αλήθεια, αντί να στην κρύβουν ή να σου λένε ψέματα.
Είναι να σε φροντίζουν και να σε αφήνουν και να τους φροντίσεις, χωρίς μετρήσεις και ποσοστά και αναλογικά ανταλλάγματα. Είναι να μην εκμεταλλεύεται ο ένας τον άλλον και ακόμα κι όταν κάποιος πληγώνεται να είναι κατά λάθος κι όχι από πρόθεση.
Είναι να κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του και άρα να τον έχουν μάθει πρώτα πώς να κάνει σωστά τη δουλειά του.
Είναι να εντοπίζονται και να αξιοποιούνται οι δυνατότητές σου από τους ανθρώπους, τους θεσμούς και τις καταστάσεις γύρω σου.
Είναι ο συναγωνισμός στη θέση του ανταγωνισμού. Το να μπορείς να χαίρεσαι με την επιτυχία του άλλου και κάθε επιτυχία να είναι έτσι κι αλλιώς και συλλογική χωρίς φυσικά να καταλήγει αυτό σε σφετερισμό. (Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρχει χώρος για όλους. Αν εμμένουμε στη λογική της ιεραρχίας, των περιορισμένων «προνομιακών» θέσεων, πώς θα σταματήσουμε να σκοτωνόμαστε για αυτές;)
Ελευθερία είναι η Αλληλεγγύη, η Ανθρωπιά.
Ελευθερία είναι η Γνώση.
Για να γίνουν αυτά, όμως, πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε ότι τα θέλουμε. Και αφού γίνει αυτό, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι εφικτά, παρά τις συνεχείς και επιμελείς προσπάθειες πολλών να μας πείσουν για το αντίθετο. Και έπειτα θα φτάσουμε στο σημείο της πραγματικής δουλειάς, όπου θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να τα διεκδικήσουμε, να τα δημιουργήσουμε.
Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν εξυμνήσουμε την θνητότητά μας, αν δεν λατρέψουμε τη ζωή. Όχι μέσα από την κατανάλωση και την αποστράγγισή της, αλλά μέσα από το σεβασμό για αυτήν και για όλους τους εκφραστές της.
Αν δεν δουμε τον εαυτό μας ως ένα ταπεινό, αλλά και μοναδικό εκπρόσωπο του ανθρώπινου είδους, με αστείρευτες ικανότητες και απεριόριστες δυνατότητες.
Αν δεν απαιτήσουμε από τον εαυτό μας να γίνεται διαρκώς καλύτερος άνθρωπος, σοφότερος, εναρετότερος (!).
Αν δεν βλέπουμε όχι μόνο τι είναι αλλά και τι μπορεί να γίνει κάθε άνθρωπος γύρω μας.
Αν δεν εμπνέουμε τους άλλους όσο μπορούμε, ακόμα καλύτερα μέσω του παραδείγματός μας, να διεκδικήσουν αυτές τις ανώτερες δυνατότητές τους.
Ας σπάσουμε τα μονόδρομα, μαύρα τζάμια των παραθύρων του αυτοκινήτου, των γυαλιών που φοράμε ή της τζαμαρίας που περιφράσσει την ψυχή μας και ας κοιταχτούμε μεταξύ μας, κατάματα.
Τα μόνα πράγματα που μας χωρίζουν είναι η άγνοια και οι προκαταλήψεις, η βεβαιότητά μας ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους.
Ας μην φοβόμαστε την ετυμηγορία, το πόσο μοιάζουμε και το πόσο διαφέρουμε.
Ας μην φοβόμαστε πια την αντανάκλαση του εαυτού μας στα μάτια του άλλου.
Ζήτω η Αγάπη για τη ζωή και τους εκπροσώπους της, αυτή η δημιουργική λατρεία που ανασύρει από τα βάθη του Eίναι μας τον πιο όμορφο, ακέραιο, ικανό και φωτεινό μας εαυτό.
Καθώς τα φιμέ τζάμια είναι συνήθως προνόμιο ακριβών... τιμονιών, θα ήταν ένα εύκολο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για φθόνο ή αντιπάθεια προς τα τσουχτερής τιμής οχήματα. Ωστόσο, όποιος με γνωρίζει, θα έχει ήδη γελάσει, γιατί ξέρει πόσο αστεία θα ήταν αυτή η υπόθεση.
Μετά από προσεκτική παρατήρηση, διέγνωσα το πρόβλημα. Το διέγνωσα κοιτώντας την αντανακλασή μου στα μαύρα γυαλιά ενός συνομιλητή μου, στη θέση που θα έπρεπε να βλέπω τα δικά του μάτια: Είναι το τι εκφράζει αυτή η μιας κατεύθυνσης αλληλεπίδραση. Το πρόβλημά μου είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της εποχής που αντανακλώνται στα σκοτεινά τζάμια.
Γιατί αυτή είναι η εποχή μας.
Η εποχή του φιμέ. Η εποχή του μονόδρομου. Η εποχή που ο διάλογος είναι δύο παράλληλοι, ανεπηρέαστοι μονόλογοι. Η εποχή της απομόνωσης. Η εποχή της «μεγιστοποίησης του κέρδους» και άρα του όσο γίνεται περισσότερου «λαβείν», με όσο γίνεται λιγότερο «δούναι». Η εποχή της «εταιρίας» και των «εταίρων», ημετέρων και υμετέρων, η εποχή του Εγώ, του κάθε εγώ.
Η εποχή της αποστείρωσης. Χειρουργικών εργαλείων, χεριών, επιφανειών, μυαλών.
Η εποχη του προγραμματισμού. Υπολογιστών, μηχανημάτων, ανθρώπινων σχέσεων.
Η εποχή της μαζικής παραγωγής. Τροφών, τέχνης, ανθρώπων.
Η εποχή της προσφοράς και της ζήτησης, η εποχή της οποίας το κυρίαρχο όραμα είναι εκείνο της «ελεύθερης» αγοράς. Η αξία όλων των αγαθών και των υπηρεσιών και των ιδεών να καθορίζεται από την «αγορά». Αν κανείς δεν θέλει να σε πληρώσει (για την ακρίβεια αν δεν τον έχει «πείσει» το ψεύτικο χαμόγελό σου και το μαρκετινίστικό σου πλασάρισμα ηλίθιων σλόγκαν) τότε δεν αξίζει αυτό που προτείνεις. Κι αν κάποιος θέλει να πληρώσει, ακόμα κι αν είναι χιλιάδες ευρώ για ένα μαγικό λυχνάρι στο e-bay, τότε αυτό αρκεί για την «αγορά».
Αυτή είναι... η εποχή του «μπίζνες» και του «μάρκετιγκ», της «διοίκησης επιχειρήσεων» και της «καριέρας».
Λεφτά από λεφτά, χωρίς αντίκρυσμα ή νόημα.
Η εποχή των δεικτών. Δείκτης του χρηματιστηρίου, της ανάπτυξης, της ανεργίας, του ρολογιού.
Η εποχή του γρήγορου και του εύκολου. Φαγητό, σεξ, φίλοι, όλα στα γρήγορα και στα εύκολα. Αφού δεν υπάρχει χρόνος, και επένδυση είναι μόνο αυτό που γίνεται με λεφτά, μετοχές και ακίνητα. Γιατί να έχουμε χρόνο για την οικογένεια, τους φίλους μας; Για τους ανθρώπους; Γιατί να έχουμε χρόνο για τα παιδιά μας; Τα παρατάμε δεξιά κι αριστερά σε παιδικούς σταθμούς, νταντάδες, φτάνουν να μπερδεύονται ποιος τα μεγαλώνει. (Αναγκαστικά, μερικές φορές, γιατί πώς να μεγαλώσεις παιδί πια αν δεν δουλεύουν και οι δύο γονείς;)
Η εποχή της τεχνοκρατίας, η εποχή που κατήγγειλε τις αξίες και όρισε τιμή για όλα. Η εποχή της «εμπορευματοποίησης». Όλα πουλιούνται. Υλικά και άυλα και κυρίως η ανθρωπιά. Συσκευάζεται σε πακέτα οίκτου, αγοράζεται και πουλιέται από τα «μίντια» που τρίβουν τα χέρια τους βλέποντας πόσο αυξάνεται η θεαματικότητα όταν βάζουν ένα ορφανό παιδί ή έναν ανάπηρο να τραγουδήσουν ή να χορέψουν κόγκα. Οίκτος που καλύπτει με επιμέλεια την ναρκισσιστική ανακούφιση της πιο προσβλητικής παρηγοριάς, εκείνης του «Υπάρχουν και χειρότερα». Οίκτος που θα έπρεπε να είναι συμπόνοια και ενδιαφέρον, που να σκοπεύουν μάλιστα να μετουσιωθούν σε πράξεις.
Η ψυχή μας, όμως, ούτε καν πουλιέται. Μπαίνει εκ των προτέρων ενέχυρο κι αν δεν πετύχει ο «τζόγος», δεν πειράζει. Απ΄ ό, τι φαίνεται έχουμε πολλές ψυχές για να τις θυσιάζουμε απλόχερα στο βωμό της ηλιθιότητας.
Η εποχή που ο ορθολογισμός εξακολουθεί να λέγεται ιεροσυλία, αλλά και η ηθική έχει ονομαστεί δογματικότητα για ανόητους ρομαντικούς.
Η εποχή που δεν υπάρχει ποιότητα, μόνο ποσότητα, ποσότητα, ποσότητα. Ένας αυτοανανεούμενος καρκίνος στην εργασία, χωρίς λειτουργικότητα, δημιουργικότητα, πραγματική πρόοδο και ομορφιά.
Η εποχή της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας».
Η εποχή της κατανάλωσης.
Πιο πολύ, πιο πολύ, κι άλλο κι άλλο. Μια λαιμαργία αυτοκαταστροφική, καταλήγουμε να καταναλώνουμε τον εαυτό μας, όπως λέει και μια λαϊκή ρήση, «να τρώμε τα λυσσακά μας».
Η εποχή των εκπαιδευμένων απαίδευτων. Πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, χαρτομάνι αρκετό για πολλές ταπετσαρίες, αλλά καλλιέργεια μηδέν.
Η εποχή της ευθυνοφοβίας και της δειλίας.
Η εποχή της απαξίωσης οποιουδήποτε συναισθήματος ως είδος αδυναμίας και παλιμπαιδισμού.
Η εποχή του κυνισμού. Δεν υπάρχει οικογένεια, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει τίποτα εκτός από συμφέρον.
Η εποχή της «ασφάλειας» και των «εγγυήσεων». Ασφάλεια ζωής, πυρός, αυτοκινήτου.
Αλλά η ψυχή δεν ασφαλίζεται. Δεν επιστρέφεται μέσα σε 10 μέρες αν δεν έχει ανοιχθεί η συσκευασία, δεν έρχεται με κάρτα αλλαγής, ούτε με 2 χρόνια εγγύηση και δωρεάν σέρβις.
Μπορεί να μην είμαι σίγουρη για τη ζωή, πάντως για την ψυχή είμαι: μόνο μία έχεις. Αυτήν και καμία άλλη. Και το μόνο χειρότερο από ένα σώμα που αναπνέει και κινείται, αλλά έχει χάσει την ψυχή του, είναι ένα σώμα που αναπνέει και κινείται, αλλά έχει δώσει την ψυχή του. Εθελοντικά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε το κομμάτι του εαυτού μας, το ανθρώπινο, που θέλει να νιώσει και ζήσει με τρόπο βιωματικό, αυθόρμητο και ειλικρινή, με αυθεντικότητα, δημιουργικότητα και - εν τέλει - ελευθερία.
Όχι να κάνουμε ό, τι να' ναι. Ό, τι μας έρθει, ό, τι γουστάρουμε, χωρίς να μας νοιάζει η σημασία των επιλογών μας. Όχι χωρίς ευθύνες και περιμένοντας κάτι να σταθεί εμπόδιο μπροστά στην καταστροφική μας διαδρομή για να σταματήσουμε.
Δεν είναι αυτή πραγματική ελευθερία.
Πραγματική ελευθερία είναι ο σεβασμός και η ειλικρίνεια. Είναι να σου λένε μια ζωή τα πράγματα με το όνομά τους, αντί να σου λένε άλλ' αντ' άλλων και εσύ να πρέπει να αποκρυπτογραφήσεις τον κώδικα. Είναι να σου λένε την αλήθεια, αντί να στην κρύβουν ή να σου λένε ψέματα.
Είναι να σε φροντίζουν και να σε αφήνουν και να τους φροντίσεις, χωρίς μετρήσεις και ποσοστά και αναλογικά ανταλλάγματα. Είναι να μην εκμεταλλεύεται ο ένας τον άλλον και ακόμα κι όταν κάποιος πληγώνεται να είναι κατά λάθος κι όχι από πρόθεση.
Είναι να κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του και άρα να τον έχουν μάθει πρώτα πώς να κάνει σωστά τη δουλειά του.
Είναι να εντοπίζονται και να αξιοποιούνται οι δυνατότητές σου από τους ανθρώπους, τους θεσμούς και τις καταστάσεις γύρω σου.
Είναι ο συναγωνισμός στη θέση του ανταγωνισμού. Το να μπορείς να χαίρεσαι με την επιτυχία του άλλου και κάθε επιτυχία να είναι έτσι κι αλλιώς και συλλογική χωρίς φυσικά να καταλήγει αυτό σε σφετερισμό. (Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρχει χώρος για όλους. Αν εμμένουμε στη λογική της ιεραρχίας, των περιορισμένων «προνομιακών» θέσεων, πώς θα σταματήσουμε να σκοτωνόμαστε για αυτές;)
Ελευθερία είναι η Αλληλεγγύη, η Ανθρωπιά.
Ελευθερία είναι η Γνώση.
Για να γίνουν αυτά, όμως, πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε ότι τα θέλουμε. Και αφού γίνει αυτό, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι εφικτά, παρά τις συνεχείς και επιμελείς προσπάθειες πολλών να μας πείσουν για το αντίθετο. Και έπειτα θα φτάσουμε στο σημείο της πραγματικής δουλειάς, όπου θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να τα διεκδικήσουμε, να τα δημιουργήσουμε.
Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν εξυμνήσουμε την θνητότητά μας, αν δεν λατρέψουμε τη ζωή. Όχι μέσα από την κατανάλωση και την αποστράγγισή της, αλλά μέσα από το σεβασμό για αυτήν και για όλους τους εκφραστές της.
Αν δεν δουμε τον εαυτό μας ως ένα ταπεινό, αλλά και μοναδικό εκπρόσωπο του ανθρώπινου είδους, με αστείρευτες ικανότητες και απεριόριστες δυνατότητες.
Αν δεν απαιτήσουμε από τον εαυτό μας να γίνεται διαρκώς καλύτερος άνθρωπος, σοφότερος, εναρετότερος (!).
Αν δεν βλέπουμε όχι μόνο τι είναι αλλά και τι μπορεί να γίνει κάθε άνθρωπος γύρω μας.
Αν δεν εμπνέουμε τους άλλους όσο μπορούμε, ακόμα καλύτερα μέσω του παραδείγματός μας, να διεκδικήσουν αυτές τις ανώτερες δυνατότητές τους.
Ας σπάσουμε τα μονόδρομα, μαύρα τζάμια των παραθύρων του αυτοκινήτου, των γυαλιών που φοράμε ή της τζαμαρίας που περιφράσσει την ψυχή μας και ας κοιταχτούμε μεταξύ μας, κατάματα.
Τα μόνα πράγματα που μας χωρίζουν είναι η άγνοια και οι προκαταλήψεις, η βεβαιότητά μας ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους.
Ας μην φοβόμαστε την ετυμηγορία, το πόσο μοιάζουμε και το πόσο διαφέρουμε.
Ας μην φοβόμαστε πια την αντανάκλαση του εαυτού μας στα μάτια του άλλου.
Ζήτω η Αγάπη για τη ζωή και τους εκπροσώπους της, αυτή η δημιουργική λατρεία που ανασύρει από τα βάθη του Eίναι μας τον πιο όμορφο, ακέραιο, ικανό και φωτεινό μας εαυτό.
No comments:
Post a Comment