Ήταν μια απ’ αυτές τις νύχτες. Ήμουν τόσο κουρασμένη, αλλά ο Μορφέας με είχε ξεχάσει. Ή ίσως δεν με καταδεχόταν. Γύριζα από δω, γύριζα από εκεί, σε κύκλους «αριστερό πλευρό-μπρούμυτα-δεξί πλευρό-ανάσκελα» ή σε ταλάντωση από πλευρό σε πλευρό. Κάθε μερικούς κύκλους ή ταλαντώσεις, άπλωνα το χέρι μου και έπαιρνα το κινητό μου από το κομοδίνο για να κοιτάξω την ώρα. Η ώρα άλλαζε αργά, πολύ αργά, και το συμπέρασμα ήταν ίδιο: νωρίς· πολύ νωρίς.
Μην σκέφτεσαι. Σταμάτα να σκέφτεσαι.
Αλλά, όσο και να προσπαθούσα, η πνευματική σιωπή κρατούσε πολύ λίγο. Οι ίδιες σκέψεις, ο ίδιος κύκλος. Ένιωθα ότι ο χτύπος της καρδιάς μου παραήταν ζωηρός για να μπορέσω να αποκοιμηθώ. Προσπαθούσα να ρυθμίσω την αναπνοή μου, να την βαθύνω. Η αργή αναπνοή, όμως, το μόνο που πέτυχε ήταν να με κάνει να συνειδητοποίησω ακόμα περισσότερο πόσο ανήσυχη ήταν η καρδιά μου. Χτυπούσε το στέρνο μου από μέσα σαν παράδοξος πολιορκητικός κριός, με αργά, δυνατά, καίρια χτυπήματα. Κάθε χτύπημα προκαλούσε δονήσεις κατά μήκους όλου του τοίχους, καταλήγωντας να αντηχεί στα αυτιά μου σαν το μούγγρισμα υπεδάφους που ετοιμάζεται να σειστεί. Ανόητη σκέψη, μαλώνω τον εαυτό μου κι αλλάζω για άλλη μια φορά πλευρό.
Μετράω πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες, αλλά σταμάταω όταν από τον εκνευρισμό μου άρχιζω να φαντάζομαι ότι τα σφάζω ένα ένα.
Οι ίδιες σκέψεις, σαν το μυαλό μου να έχει ένα κρυμμένο κουμπί «replay» που έχει κολλήσει πατημένο. Ίσως θέλω σέρβις, σκέφτομαι με αυτοσαρκασμό και κοιτάω για άλλη μια φορά την ώρα. 4.15’. Νωρίς· ακόμα είναι νωρίς.
Όταν ήμουν μικρή ζήλευα πάρα πολύ, σχεδόν σε παθολογικό βαθμό. Μια φορά είχα χαλάσει τον κόσμο γιατί ήθελα κι εγώ τούρτα, ενώ ήταν τα γενέθλια της αδερφής μου. Μέχρι να περάσω την εφηβεία είχα καταλήξει στο άλλο άκρο, δεν μπορούσα πια να θυμηθώ ούτε πώς νιώθεις όταν ζηλεύεις. Είναι αστείο πώς συμβαίνει αυτό καμιά φορά, πώς από το ένα άκρο πας στο άλλο. Τώρα, όμως, ζηλεύω σαν να είμαι πάλι πέντε χρονών. Τώρα, καθώς παλεύω τόσο απεγνωσμένα να κοιμηθώ, ζηλεύω αυτούς που κοιμούνται. Είναι πράγματι τόσο εγωιστικό να θες να κοιμηθείς; Ζητάω πράγματι τόσο πολλά; Είναι τόσο παράλογη απαίτηση; Γιατί είναι τόσο δύσκολο; Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο.
Ανοίγω τα μάτια μου εκνευρισμένη. Κοιτάω απ’το παράθυρο το κομμάτι του σκοτεινού ουρανού που φαίνεται ανάμεσα από τις γειτονικές πολυκατοικίες. Οι κεραίες που προεξέχουν από τις ταράτσες δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται στη μέση μιας δέησης προς τους θεούς της τηλεπικοινωνίας. Φαντάζομαι τα αόρατα κύματα που μεταφέρονται με τον αέρα· τα φαντάζομαι να πέφτουν πάνω στις κεραίες. Πώς μπορεί μια αναταραχή του αέρα να κωδικοποιεί ήχο και εικόνα; Τη θεωρία την ξέρω, ποτέ, όμως, δεν μπόρεσα να το συλλάβω πραγματικά, όπως δεν συλλαμβάνω και την έννοια των ν διαστάσεων ή το πώς γίνεται, τέλος πάντων, η γάτα του Σρέντιγκερ να είναι ταυτόχρονα ζωντανή και πεθαμένη ή γιατί κάποιοι άνθρωποι απολαμβάνουν να προκαλούν ποικίλλου βαθμού πόνο σωματικό και/ή ψυχικό σε άλλους ανθρώπους ή γιατί απλά καταστρέφουμε και καταστρέφουμε γη, θάλασσες, δάση, σχέσεις, ψυχές δικές μας και άλλων και τίποτα δεν φαίνεται να μας κόβει τη φόρα, σαν να είμαστε φωτιά μιας καυτής μέρας με οχτώ μποφόρ... Αλλά αυτή τη στιγμή, αυτό που πραγματικά δεν καταλαβαίνω είναι γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ;
Γυρίζω ανάσκελα. Τόσα χρόνια η ίδια ερώτηση. Από μικρή ρωτούσα τον εαυτό μου αυτήν την ερώτηση κάθε φορά που με ξεχνούσε ο ύπνος. Κάθε μέρα κοιμάμαι. Κάθε μέρα τόσοι άνθρωποι, τόσοι ζωντανοί οργανισμοί απλά κοιμούνται. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ αυτήν την συγκεκριμένη φορά; Τι είναι διαφορετικό;
Οι ίδιες σκέψεις. Οι ίδιες κινήσεις. Οι ίδιοι κύκλοι. Τα ίδια ερωτήματα. Η ίδια απουσία απαντήσεων. Η ίδια μοναξιά. Μόνο το ρολόι σημειώνει κάποια πρόοδο, την αριθμητική πρόοδο ν1= ν0+1 και προσπερνά ένα-ένα τα δευτερόλεπτα της ζωής μου που δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω μέσα στην ήδη αναμενόμενη σπατάλη τους. Ίσως κοιμάμαι πού και πού. Μάλλον. Δεν μπορεί τόσες ώρες να είμαι τελείως ξύπνια. Όταν ο χρόνος μετριέται μόνο με σκέψεις, όμως, διαστέλλεται όσο ποτέ άλλωτε. Πόσες σκέψεις προλαβαίνεις να κάνεις σε ένα μόνο δευτερόλεπτο. Πόσο μπορείς να χαθείς στους πνευματικούς λαβυρίνθους, πόσο μπορείς να ξεχάσεις ότι υπάρχουν και πράγματα έξω απ’το μυαλό σου. Πόση δύναμη χρειάζεται για να αποτραβηχθείς, να αναδυθείς από τον συνειρμικό ωκεανό και να επανέλθεις στην επιφάνεια του απτού κόσμου...
Σηκώνομαι απότομα, γρηγορότερα απ’όσο θα έπρεπε να μπορούσα αφού ήμουν ξαπλωμένη και μισοκοιμισμένη τόση ώρα. Πάω στην κουζίνα για να πιω λίγο νερό. Το στόμα μου είναι στεγνό σαν είχε αναγκαστεί να ποτίσει τα χωράφια με τις σκέψεις μου. Πάνω από το νεροχύτη κλαίω. Όχι από λύπη ή δυστυχία. Από απόγνωση. Αν δεν μπορώ να συνεργαστώ με το σώμα μου πώς θα καταφέρω το οτιδήποτε; Αν δεν μπορώ να υπάρξω με τον εαυτό μου, πώς θα μπορέσω να υπάρξω οπουδήποτε αλλού, με οποιονδήποτε άλλο;
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα στηριγμένη στο νεροχύτη. Ξέρω ότι όταν ίσιωσα επιτέλους και στάθηκα όρθια, σ’ αυτήν την περίεργη στάση που υιοθέτησε το ανθρώπινο είδος, είδα το πιο όμορφο, το πιο παρήγορο, το πιο ευπρόσδεκτο, το πιο ευοίωνο θέαμα που θα μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή για μένα: τον ήλιο να ανατέλλει και να σηματοδοτεί με αυτήν του την κίνηση τη λήξη του άγρυπνου μαρτυρίου μου.
Μην σκέφτεσαι. Σταμάτα να σκέφτεσαι.
Αλλά, όσο και να προσπαθούσα, η πνευματική σιωπή κρατούσε πολύ λίγο. Οι ίδιες σκέψεις, ο ίδιος κύκλος. Ένιωθα ότι ο χτύπος της καρδιάς μου παραήταν ζωηρός για να μπορέσω να αποκοιμηθώ. Προσπαθούσα να ρυθμίσω την αναπνοή μου, να την βαθύνω. Η αργή αναπνοή, όμως, το μόνο που πέτυχε ήταν να με κάνει να συνειδητοποίησω ακόμα περισσότερο πόσο ανήσυχη ήταν η καρδιά μου. Χτυπούσε το στέρνο μου από μέσα σαν παράδοξος πολιορκητικός κριός, με αργά, δυνατά, καίρια χτυπήματα. Κάθε χτύπημα προκαλούσε δονήσεις κατά μήκους όλου του τοίχους, καταλήγωντας να αντηχεί στα αυτιά μου σαν το μούγγρισμα υπεδάφους που ετοιμάζεται να σειστεί. Ανόητη σκέψη, μαλώνω τον εαυτό μου κι αλλάζω για άλλη μια φορά πλευρό.
Μετράω πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες, αλλά σταμάταω όταν από τον εκνευρισμό μου άρχιζω να φαντάζομαι ότι τα σφάζω ένα ένα.
Οι ίδιες σκέψεις, σαν το μυαλό μου να έχει ένα κρυμμένο κουμπί «replay» που έχει κολλήσει πατημένο. Ίσως θέλω σέρβις, σκέφτομαι με αυτοσαρκασμό και κοιτάω για άλλη μια φορά την ώρα. 4.15’. Νωρίς· ακόμα είναι νωρίς.
Όταν ήμουν μικρή ζήλευα πάρα πολύ, σχεδόν σε παθολογικό βαθμό. Μια φορά είχα χαλάσει τον κόσμο γιατί ήθελα κι εγώ τούρτα, ενώ ήταν τα γενέθλια της αδερφής μου. Μέχρι να περάσω την εφηβεία είχα καταλήξει στο άλλο άκρο, δεν μπορούσα πια να θυμηθώ ούτε πώς νιώθεις όταν ζηλεύεις. Είναι αστείο πώς συμβαίνει αυτό καμιά φορά, πώς από το ένα άκρο πας στο άλλο. Τώρα, όμως, ζηλεύω σαν να είμαι πάλι πέντε χρονών. Τώρα, καθώς παλεύω τόσο απεγνωσμένα να κοιμηθώ, ζηλεύω αυτούς που κοιμούνται. Είναι πράγματι τόσο εγωιστικό να θες να κοιμηθείς; Ζητάω πράγματι τόσο πολλά; Είναι τόσο παράλογη απαίτηση; Γιατί είναι τόσο δύσκολο; Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο.
Ανοίγω τα μάτια μου εκνευρισμένη. Κοιτάω απ’το παράθυρο το κομμάτι του σκοτεινού ουρανού που φαίνεται ανάμεσα από τις γειτονικές πολυκατοικίες. Οι κεραίες που προεξέχουν από τις ταράτσες δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται στη μέση μιας δέησης προς τους θεούς της τηλεπικοινωνίας. Φαντάζομαι τα αόρατα κύματα που μεταφέρονται με τον αέρα· τα φαντάζομαι να πέφτουν πάνω στις κεραίες. Πώς μπορεί μια αναταραχή του αέρα να κωδικοποιεί ήχο και εικόνα; Τη θεωρία την ξέρω, ποτέ, όμως, δεν μπόρεσα να το συλλάβω πραγματικά, όπως δεν συλλαμβάνω και την έννοια των ν διαστάσεων ή το πώς γίνεται, τέλος πάντων, η γάτα του Σρέντιγκερ να είναι ταυτόχρονα ζωντανή και πεθαμένη ή γιατί κάποιοι άνθρωποι απολαμβάνουν να προκαλούν ποικίλλου βαθμού πόνο σωματικό και/ή ψυχικό σε άλλους ανθρώπους ή γιατί απλά καταστρέφουμε και καταστρέφουμε γη, θάλασσες, δάση, σχέσεις, ψυχές δικές μας και άλλων και τίποτα δεν φαίνεται να μας κόβει τη φόρα, σαν να είμαστε φωτιά μιας καυτής μέρας με οχτώ μποφόρ... Αλλά αυτή τη στιγμή, αυτό που πραγματικά δεν καταλαβαίνω είναι γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ;
Γυρίζω ανάσκελα. Τόσα χρόνια η ίδια ερώτηση. Από μικρή ρωτούσα τον εαυτό μου αυτήν την ερώτηση κάθε φορά που με ξεχνούσε ο ύπνος. Κάθε μέρα κοιμάμαι. Κάθε μέρα τόσοι άνθρωποι, τόσοι ζωντανοί οργανισμοί απλά κοιμούνται. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ αυτήν την συγκεκριμένη φορά; Τι είναι διαφορετικό;
Οι ίδιες σκέψεις. Οι ίδιες κινήσεις. Οι ίδιοι κύκλοι. Τα ίδια ερωτήματα. Η ίδια απουσία απαντήσεων. Η ίδια μοναξιά. Μόνο το ρολόι σημειώνει κάποια πρόοδο, την αριθμητική πρόοδο ν1= ν0+1 και προσπερνά ένα-ένα τα δευτερόλεπτα της ζωής μου που δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω μέσα στην ήδη αναμενόμενη σπατάλη τους. Ίσως κοιμάμαι πού και πού. Μάλλον. Δεν μπορεί τόσες ώρες να είμαι τελείως ξύπνια. Όταν ο χρόνος μετριέται μόνο με σκέψεις, όμως, διαστέλλεται όσο ποτέ άλλωτε. Πόσες σκέψεις προλαβαίνεις να κάνεις σε ένα μόνο δευτερόλεπτο. Πόσο μπορείς να χαθείς στους πνευματικούς λαβυρίνθους, πόσο μπορείς να ξεχάσεις ότι υπάρχουν και πράγματα έξω απ’το μυαλό σου. Πόση δύναμη χρειάζεται για να αποτραβηχθείς, να αναδυθείς από τον συνειρμικό ωκεανό και να επανέλθεις στην επιφάνεια του απτού κόσμου...
Σηκώνομαι απότομα, γρηγορότερα απ’όσο θα έπρεπε να μπορούσα αφού ήμουν ξαπλωμένη και μισοκοιμισμένη τόση ώρα. Πάω στην κουζίνα για να πιω λίγο νερό. Το στόμα μου είναι στεγνό σαν είχε αναγκαστεί να ποτίσει τα χωράφια με τις σκέψεις μου. Πάνω από το νεροχύτη κλαίω. Όχι από λύπη ή δυστυχία. Από απόγνωση. Αν δεν μπορώ να συνεργαστώ με το σώμα μου πώς θα καταφέρω το οτιδήποτε; Αν δεν μπορώ να υπάρξω με τον εαυτό μου, πώς θα μπορέσω να υπάρξω οπουδήποτε αλλού, με οποιονδήποτε άλλο;
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα στηριγμένη στο νεροχύτη. Ξέρω ότι όταν ίσιωσα επιτέλους και στάθηκα όρθια, σ’ αυτήν την περίεργη στάση που υιοθέτησε το ανθρώπινο είδος, είδα το πιο όμορφο, το πιο παρήγορο, το πιο ευπρόσδεκτο, το πιο ευοίωνο θέαμα που θα μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή για μένα: τον ήλιο να ανατέλλει και να σηματοδοτεί με αυτήν του την κίνηση τη λήξη του άγρυπνου μαρτυρίου μου.