Pages

5.12.10

Ε, και;

Ωραία...

Ονειρευόσουν όταν ήσουν παιδί ότι θα γίνεις φωτογράφος και ξαφνικά έχεις ήδη μεγαλώσει και δουλεύεις (σκοτώνεσαι, καλύτερα) σε μια εταιρία κάνοντας κανείς δεν ξέρει τι.

Ονειρευόσουν να μπεις στη νομική/ιατρική/πληροφορική/... από πάντα και βρίσκεσαι τρίτη φορά να δίνεις αυτές τις χαζές πανελλήνιες.

Ονειρευόσουν να μπεις στην νομική/ιατρική/πληροφορική/... έδωσες τρεις φορές αλλά δεν πέρασες, τελικά τελείωσες μια απ' τις άλλες, άσχετες σχολές που πέρασες, έδωσες δύο φορές κατατακτήριες, πέρασες (ίσως έπαιξε και κάποιο ρόλο που ο θείος σου μίλησε σε έναν γνωστό του στο πανεπιστήμιο), μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις μια πολύ δυσάρεστη αλήθεια που κανείς δεν σου είχε πει: ότι το πανεπιστήμιο είναι μια ανοργάνωτη και πολιτικοποιημένη κοροϊδία από συμφέροντα.

Ονειρευόσουν να πιάσεις δουλειά με το που θα γίνεις δεκαοχτώ, ότι θα ανεξαρτητοποιηθείς από την δεύτερη μέρα που θα ζεις ως ενήλικας και νά 'σαι, είκοσι, εικοσιπέντε, τριάντα, ακόμα ζεις με τους γονείς σου, ακόμα σπουδάζεις, ακόμα δεν ξέρεις τι θα κάνεις, ακόμα δεν καταλαβαίνεις πώς λειτουργούν τα πράγματα.

Ονειρευόσουν να πάρεις δίπλωμα οδήγησης με το που θα ενηλικιωθείς, αλλά να που είσαι είκοσι, εικοσιπέντε, τριάντα κι ακόμα εξαρτάσαι από συγκοινωνίες, φίλους και ταξί κι η βενζίνη όλο ανεβαίνει.

Ονειρευόσουν το μέλλον σου με λεφτά όχι λόγω μαφίας ή φήμης, αλλά λόγω καλής δουλειάς και τώρα βλέπεις τα χρέη στις τρεις πιστωτικές σου κάρτες να χτίζονται.

Ονειρευόσουν να έχεις διαφορετική γκόμενα/γκόμενο κάθε μήνα και με το ζόρι έχεις έναν το χρόνο.

Ονειρευόσουν να βρεις έναν άνθρωπο ξεχωριστό, με τον οποίο θα καταλαβαινόσαστε, αλλά οι ξεχωριστοί άνθρωποι που συνάντησες δεν ήθελαν εσένα και αυτοί που ήθελαν εσένα δεν ήταν ξεχωριστοί.

Ονειρευόσουν το ένα ή το άλλο και όχι τίποτα τρελό, μόνο πράγματα λογικά, που οι άνθρωποι γύρω σου δεν μπήκαν στον κόπο να σου προειδοποιήσουν ότι δεν γίνονται, ακριβώς επειδή είναι λογικά, ενώ ο κόσμος είναι συνήθως παράλογος.

Ε, και;

Και τι θα κάνεις τώρα; Ποιο το νόημα να χτυπάς το πόδι κάτω και να λες με παράπονο "αλλιώς μου είπαν ότι θα είναι τα πράγματα ";

Σου είπαν ψέματα. Είτε σκόπιμα, είτε από αμέλεια, είτε από βλακεία, είτε από ευσεβείς πόθους, σου είπαν ψέματα. Οι γονείς σου που σου έλεγαν να μην βγεις με τους φίλους σου, αλλά να κάτσεις να διαβάσεις, γιατί αυτό είναι το καλό για το μέλλον σου σου είπαν ψέματα. Οι γονείς σου που σε σταμάτησαν απ' το χορό την χρονιά που έδινες πανελλήνιες για να συγκεντρωθείς στις εξετάσεις, γιατί έτσι θα αποδώσεις καλύτερα, σου είπαν ψέματα.

Οι καθηγητές που σου έλεγαν ότι είναι καλύτερο να μην μπεις στην σχολή που θες, αλλά σε κάποια "καλύτερη" (δηλαδή με υψηλότερη βάση) γιατί έτσι δεν θα πάει χαμένος ο βαθμός σου, σου είπαν ψέματα. Οι καθηγητές που σου έλεγαν πόσο καλές σχολές είναι η ιατρική ή η νομική σου είπαν ψέματα. Οι καθηγητές που σου έλεγαν ότι στο πανεπιστήμιο είναι αλλιώς τα πράγματα, πρέπει να κοιτάς την ουσία και να είσαι ξύπνιος και όχι να παπαγαλίζεις, σου είπαν ψέματα.

Οι προϊστάμενοι που σου έλεγαν ότι έτσι θα το θυμούνται ότι έκανες υπερωρίες πάνω στις υπερωρίες, απλήρωτες, βέβαια, και μετά έδωσαν την προαγωγή στο βαφτισιμιό τους, σου είπαν ψέματα.

Όλοι αυτοί που σου είπαν ότι η εξυπνάδα και η εργατικότητα αμοίβονται, σου είπαν ψέματα. Γιατί όχι μόνο δεν αμοίβονται, αλλά τιμωρούνται κι όλας. Αν αρχίσουν να αμοίβονται οι έξυπνοι και οι εργατικοί δεν είναι σίγουρο ότι θα μείνει χώρος για όλους τους γιους, τους ξαδέρφους, τις θείες, τους γκόμενους, τις κολλητές των βουλευτών, των δημάρχων, των αντιδημάρχων, των δημοτικών συμβούλων, των τραγουδιστών, των τηλεπαρουσιαστών, του οποιουδήποτε έχει την παραμικρή δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη θέση του για να "βολέψει" άλλους.

Όλοι αυτοί που σου έλεγαν ότι η εξυπνάδα και ομορφιά εκτιμώνται σου είπαν ψέματα. Γιατί όχι μόνο δεν εκτιμώνται, αλλά τιμωρούνται κι όλας. Δεν υπάρχει χώρος για αυτά, αφού οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να αλληλοϋποτιμούνται και να θεωρούν τους εαυτούς τους αξιωματικά και δικαιωματικά καλύτερους από όλους τους άλλους. Χαλάς την πιάτσα, πώς το λένε.

Όλοι αυτοί που σου έκαναν μαθήματα ηθικής, να κάνεις το σωστό, να είσαι δίκαιος, να έχεις αξιοπρέπεια και θα σου ανταποδωθεί σου είπαν ψέματα. Αν συμπεριφέρεσαι σωστά, οι άλλοι θα σου συμπεριφέρονται ακόμα χειρότερα. Αν παίζεις δίκαια, απλώς θα κερδίσει αυτός που έκλεψε. Ένας από όλους τους υπόλοιπους που έκλεψαν. Κάποιες φορές ούτε καν αυτός που έκλεψε καλύτερα, αλλά αυτός που έκλεψε και είχε και μέσο. Δεν χωράει η ηθική, το σωστό, το δίκαιο, η αξιοπρέπεια στον κόσμο γύρω σου.

Ε, και;

Σου είπαν ψέματα. Τώρα τουλάχιστον ξέρεις αυτό το κομμάτι της αλήθειας. Και τώρα υπάρχει μια επιλογή που πρέπει να κάνεις. Πρέπει να επιλέξεις ποιον δρόμο θα ακολουθήσεις. Θα ακολουθήσεις το παραδειγμά τους; Θα αρχίσεις να λες κι εσύ ψέματα στον εαυτό σου και στους άλλους; Θα αρχίσεις να κλέβεις και να υποκρίνεσαι "αφού έτσι κάνουν όλοι" κι "αφού αλλιώς δεν έχεις στον ήλιο μοίρα"; Θα βοηθήσεις κι εσύ σ' αυτή διαιώνιση;

Η αξιοπρέπειά σου είναι το μόνο πράγμα που σου ανήκει πραγματικά και είναι και το μόνο πράγμα που αξίζει να έχεις. Η Βάλερι το είπε πολύ καλύτερα από εμένα στο V for Vendetta.

Βρες την αξιοπρέπειά σου. Ξέχνα τα ψέματα και κράτα μόνο την αλήθεια. Ξέχνα αυτά που δεν έγιναν όταν έπρεπε να γίνουν. Δες το τωρα. Έλα στο τώρα. Βρες την αλήθεια αυτού του τώρα και κάνε καινούρια όνειρα.

Αλλά μην περιμένεις να σε βοηθήσει τίποτα και κανένας. Θα πρέπει να συνηθίσεις να ακούς "δεν γίνεται" και "δεν μπορείς" και "δεν αξίζεις" και "δεν είσαι αρκετά καλός". Θα πρέπει να μάθεις να τα αγνοείς. Γιατί είναι δικαιολογίες. Συνήθως, είναι απλώς εκτός θέματος.

Ε, και;

Μόνο έναν σε έναν άνθρωπο είσαι υπόλογος. Μόνο σε έναν άνθρωπο είσαι υποχρεωμένος. Μόνο σε έναν άνθρωπο λογοδοτείς.

Για τον εαυτό σου, μόνο, πρέπει να θες να είσαι, να γίνεσαι και να κάνεις ό, τι καλύτερο μπορείς. Και πώς θα το κάνεις αυτό; Δεν ξέρω.

Βρες τρόπο.

Δεν είναι διαταγή αυτό, ούτε ειρωνία. Δεν είναι αδιαφορία ή υπεροψία.

Είναι παράκληση.

Βρες τρόπο.

Κι αν βρεις έναν έλα να μου τον πεις κι εμένα. Κι αν βρω κάποιον πρώτα, θα είσαι από τους πρώτους που θα το μάθουν.


30.11.10

Dream


Ι flew in my sleep last night.
I flew fast and high, hard and effortlessly.

I was running away from someone but not out of cowardice. I was trying to outrun them, to reach their destination first. Because I wanted to protect the woman and the child that was their prey.



The world beneath me was in pieces. The buildings were half destroyed. And it was a peculiar thing, discovering and creating the world at the same time. For some things I did create in order to make things easier for me or more difficult for her, the hunter. But other things were there before me, and one of those things was what I was in search of. A building of crimson, taller than any other, even though I was already unable to make out the bottom of this city.




And there it was, and I could hear her yell of triumph and rage, not too close, thankfully, but still quite clear, as she spotted the unmistakable crimson building.





But I was first, and I had some time to get prepared for her. I went through a closed window, as if I was immaterial. But that was exactly what I was, an immaterial idea and nothing more... or less. Half-demolished walls, furniture to pieces, huge holes on the floors, the whole building was falling apart. I moved downwards through the destruction, climbing and jumping and crawling more than walking, until I found her a few levels lower. The beautiful, black woman was scared but composed. I saw her mother next, standing closely behind her; I hadn't expected to see her here, as well. They knew what I was and accepted me, even though I scared them just as much as the hunter that was coming. But my attention quickly turned to the young girl, not more than nine or ten perhaps, hovering uncertainly in the doorway; the reason for all of this.

She looked questioningly at her mother and grandmother, both of whom nodded. So they had explained to her what was going on. I marveled at her, as she came closer to me. She hugged me and I hugged her back, overwhelmed by the relief that was washing over me. I had found her. The burden of my promise to her father lifted slightly, even though only half of it was fulfilled. She was so beautiful that it made me hurt. But then time was up. The hunter was here.

I told them what to do, where to go, to find the others who could protect her. They were the defense, I was the offense. And so they hided and waited for me to engage my dark equal in a fight of both mind and body, both heart and soul. And we maneuvered in space and words, and I misled her, I made her concentration fail for only a moment, a moment that was enough for the women to leave the building without her noticing. By the time she realized my manipulation, they were safely away. She couldn't touch them. I didn't fight her long after that. I hadn't wanted to fight with her in the first place. So, I found a way to escape from the fight and get rid of her, at least until I had to face her again. Maybe someday I'd have to deal with her once and for all, but that wasn't that day. Not yet.

He was waiting for me exactly as we had said he would. I didn't have to say anything; he could see the success in my eyes as plainly as if it was written in them. He hugged me and thanked me so fervently that my eyes welled up. His relief was mirrored in mine. I had kept my promise. I had done it. He had trusted me and I had proven myself worthy of that trust. How often could that be said by me or anyone else?

Only one thing stood in the way now, one truth. One simple truth that I had intentionally hidden until then. And that was my one last chance to bring it to light. My sudden fear and despair in the prospect, evaporated just as fast as they were created, the moment I looked up and met his gaze.

It didn't matter. It didn't make a difference. He knew.

18.11.10

Εγγυήσεις


Θέλω να το πω μια και καλή - να το βγάλω από πάνω μου μια και καλή - και σας παρακαλώ θερμά να μην με υποχρεώσετε να το επαναλάβω. Τώρα που το σκέφτομαι, σας παρακαλώ εσείς να επαναλάβετε αυτό που θα πω. Please, repeat after me:

Στη ζωή δεν υπάρχουν εγγυήσεις.
Στη ζωή δεν υπάρχει ασφάλεια.

Δεν. Υπάρχουν. Εγγυήσεις.
Δεν. Υπάρχει. Ασφάλεια.

Υπάρχει μόνο η ψευδαίσθηση της εγγύησης και η ψευδαίσθηση της ασφάλειας που προκύπτουν από την υπερεκτίμηση του λόγου και της ύλης.

Ακούω τους ανθρώπους να δίνουν κάτι υποσχέσεις... που δεν είναι δικές τους για να δώσουν. «Θα σε αγαπώ για πάντα». «Δε θα σε αφήσω ποτέ». «Θα είμαστε για πάντα μαζί». Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή αργότερα, ακολουθούνται από τις κατηγορίες «είχες πει ότι θα με αγαπάς για πάντα», «είχες πει ότι δεν θα με αφήσεις ποτέ», «είχες πει ότι θα είμαστε για πάντα μαζί».

Μην υπόσχεστε υποσχέσεις που δεν μπορείτε (όσο και να το θέλετε) να ξέρετε αν μπορείτε να τηρήσετε. Μην δέχεστε να σας υπόσχονται υποσχέσεις που δεν μπορούν (όσο και να το θέλουν) να ξέρουν αν μπορούν να τηρήσουν.

Μην έχετε ανάγκη για κενές επιβεβαιώσεις. Μην ρωτάτε «δεν θα με πληγώσεις ποτέ, έτσι;». Μην δέχεστε να σας λένε «όλα θα πάνε καλά».

Να μιλάτε για το τώρα, για αυτό που περνάει από το χέρι σας. Να λέτε «δεν ξέρω» όταν δεν ξέρετε, αλλά και να δηλώνετε αυτά που ξέρετε. Να λέτε «σ’ αγαπώ», όταν ισχυεί, να λέτε «θα προσπαθήσω» ή «θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ», αν σκοπεύετε να κάνετε κάτι τέτοιο.

Να αποδέχεστε την ύπαρξη διαφορετικών εκδοχών. Να αποδέχεστε ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν ή να μείνουν ίδια. Σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα μπορεί να έρθουν διαφορετικά απ’ ό,τι τα περιμένουμε και/ή θέλουμε.

Να προσπαθείτε να πλησιάσετε τον εαυτό σας. Μόνο αν προσπαθείτε διαρκώς να καταλάβετε τον εαυτό σας, τα λόγια σας θα έχουν αντίκρυσμα.

Αλλά όχι απλά να προσπαθείτε να μην πληγώνετε τους άλλους. Να μην θέλετε να πληγώνετε τους άλλους.

Και, κυρίως, ποτέ μα ποτέ μην λέτε κάτι που δεν το εννοείτε. Ποτέ μα ποτέ μην λέτε κάτι που δεν ισχύει ούτε εκείνη τη στιγμή που το λέτε.

Ο κόσμος καταστρέφεται λίγο ακόμα κάθε φορά που κοιτάτε στα μάτια έναν άνθρωπο και του λέτε πράγματα - είτε θετικά είτε αρνητικά - που δεν τα εννοείτε.

Σκεφτείτε. Γιατί όλοι ψάχνουμε επιβεβαιώσεις και εγγυήσεις; Επειδή περνάμε τόσο μεγάλο μέρος του χρόνου μας παραπλανώντας ο ένας τον άλλον.

12.11.10

Let('s) go


Και να που βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα δίλημμα...

Πρέπει να τρέξεις. Πρέπει να τρέξεις γρήγορα, πολύ γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Όχι για να αποφύγεις, αλλά για να προλάβεις. Υπάρχει ένα τρένο κάπου μπροστά, φορτωμένο με τα όνειρά σου στο πρώτο βαγόνι, τις δυνατότητές σου στο τελευταίο.

Αλλά έχεις ένα βαρύ σάκο στους ώμους. Με πράγματα που έχουν μεγάλη σημασία για σένα, παρ' ολο που το μόνο που σου έχουν δώσει μέχρι τώρα, εκτός από το βάρος τους, είναι τη συναισθηματική ικανοποίηση που νιώθεις απλώς και μόνο επειδή τα έχεις μαζί σου. Κανονικά θα είχαν κάτι να σου προσφέρουν. Γι' αυτό δέθηκες μαζί τους, για τα πόσα είχατε να προσφέρετε ο ένας στον άλλον. Αυτά θα σου έδιναν την ειδικότητά τους κι εσύ την ευκαιρία να την εξασκήσουν.

Αλλά το ρολόι που σε γοήτευσε αποφάσισε να μην δείχνει την ώρα για σένα. Η πυξίδα που ξεχώρισες αποφάσισε να μην σου δείχνει το βορρά. Ο χάρακας που θαύμασες έκρυψε τις υποδιαιρέσεις του, τα τούβλα που σε εντυπωσίασαν δεν δέχονται να κάτσουν το ένα πάνω ή δίπλα στο άλλο.

Δεν θα τους ήταν τίποτα το να κάνουν αυτά για τα οποία προορίζονταν. Δεν περίμενες κάτι παράλογο ή υπερβολικό ή αδύνατο από αυτά. Περίμενες να είναι αυτό είναι, αυτό που είπαν τα ίδια ότι ήθελαν.

Περίμενες το ρολόι να συνεχίσει να δείχνει την ώρα, όπως έκανε όταν το πρωτοβρήκες, όπως το ίδιο είπε ότι θα ήθελε να κάνει για σένα αν το έπαιρνες μαζί σου. Είχατε χαρεί και οι δύο τότε που είχατε βρει ο ένας τον άλλον. Ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση σου έδωσε. Το ίδιο έγινε και με την πυξίδα. Είχατε συζητήσει ώρες ολόκληρες για το πόσα θα μπορούσατε να πετύχετε μαζί. Εσύ θα έβαζες τους προορισμούς και η πυξίδα τον τρόπο να τους φτάσετε. Ακόμα θυμάσαι πόσο χάρηκαν κάθε ένα από τα πράγματα που κουβαλάς όταν αποφασίσατε να συμπορευτείτε.

Όταν τα συνάντησες σε εκτίμησαν, σε θαύμασαν, σε ξεχώρισαν ακριβώς όπως κι εσύ αυτά. Αλλά όλα αυτά σταμάτησαν να ισχύουν από τη στιγμή που τα πήρες μαζί σου. Δεν ξέρεις γιατί, αλλά σταμάτησαν να είναι αυτό που είναι. Αρνούνται να είναι αυτό που είναι. Δεν είναι ότι δεν μπορούν, ότι κουράστηκαν, ότι σταμάτησες να τα εκτιμάς, να τα θαυμάζεις. Εκείνα σταμάτησαν να σε εκτιμούν, να σε θαυμάζουν. Να σε σέβονται.

Αλλά εσύ τα κουβαλάς. Γιατί δεν θέλεις να τα αφήσεις. Γιατί θέλεις να τα έχεις μαζί σου. Ίσως γιατί έχεις την ελπίδα ότι μπορεί κάποια στιγμή να σε εκτιμήσουν ξανά. Ίσως, ακόμα και χωρίς την ελπίδα, απλώς δεν θα μπορούσες να τα αποχωριστείς λόγω αυτών που συμβολίζουν. Ίσως νιώθεις ότι είναι προδοσία, έστω κι αν εκείνα δεν σε υπολογίζουν, το να τα παρατήσεις στη μέση του πουθενά, απλώς επειδή θα σου είναι πιο εύκολο να περπατάς χωρίς αυτά.

Σε κάνει αυτό ανόητο; Το να είσαι πιστός;
Και θα σε κάνει αυτό συνετό; Το να αποσυνδεθείς;

Δεν είναι ανοησία να θυμάσαι, να πιστεύεις σε κάτι που υπήρξε κάποια στιγμή. Είναι ανοησία, όμως, να μην αναγνωρίζεις ότι δεν υπάρχει πια. Κι αν δεν υπάρχει πια, τότε στην ουσία δεν το έχεις για να το αφήσεις. Σε έχει ήδη αφήσει εκείνο.

Και τελικά τι είναι πιο δύσκολο να αφήσεις πίσω; Τον σάκο ή την ελπίδα ότι μπορεί λίγο πιο κάτω να αποδειχθεί ότι δεν ήλπιζες μάταια; Τον σάκο ή την αγάπη σου για αυτόν; Τον σάκο ή τον εαυτό σου που ορίζεται από αυτήν την αγάπη;

Αυτά ακριβώς πρέπει να αφήσεις, λοιπόν: Την ελπίδα, την αγάπη σου και τον εαυτό σου που ανήκει σε αυτήν.

Ο δρόμος της εξέλιξης θέλει ταυτόχρονα προσπάθεια και παύση προσπάθειας. Πρέπει να προσπαθήσεις, πρέπει να τρέξεις, αλλά πρέπει να σταματήσεις να παλεύεις, να σταματήσεις να πολεμάς τη φυσική σου πορεία. Γιατί η προσπάθεια, το τρέξιμο είναι η φυσική σου πορεία και, όσο κρεμιέσαι από τα λουριά του σάκου σου τόσο όσο ο σάκος κρεμιέται από τους ώμους σου, πας αντίθετα σε αυτήν. Πρέπει να αφεθείς. Πρέπει να σταματήσεις, όπως έχεις δυστυχώς εκπαιδευτεί, να προσπαθείς να κρατηθείς από χαμένες προοπτικές. Γιατί μέχρι τώρα, όσο πιο πολύ η φυσική σου αντίδραση είναι να κατεβάσεις το σάκο, τόσο πιο πολύ πανικοβάλλεσαι και τον σφίγγεις ακόμα πιο σφιχτά.

Γιατί; Τι σε φοβίζει στο να κατεβάσεις το σάκο των χαμένων προοπτικών από την πλάτη σου; Τι φοβάσαι στο να αφήσεις κάτι που δεν έχεις; Τι φοβάσαι στο να κάνεις αυτό που είναι καλό για σένα;

Την αλλαγή. Φοβάσαι να γίνεις ο διαφορετικός άνθρωπος που θα είσαι απλώς και μόνο αφού πάρεις την επιλογή να τον αφήσεις πίσω. Φοβάσαι το κάθε βήμα που θα σε απομακρύνει όλο και περισσότερο, που θα σε κάνει όλο και πιο διαφορετικό άνθρωπο. Γιατί θα αλλάξεις αν τον αφήσεις πίσω, αυτό είναι σίγουρο. Προς το καλύτερο ή το χειρότερο ποιος μπορεί να ξέρει, ποιος είναι σε θέση να κρίνει; Πόσο συχνά μία αλλαγή είναι απόλυτα προς το καλύτερο ή το χειρότερο; Η ζωή δεν είναι μονοδιάστατη, δεν πάει μόνο προς δύο κατευθύνσεις.

Και γιατί φοβάσαι αυτήν την αλλαγή; Δεν είναι μόνο ο φόβος του αγνώστου που σε κρατάει εδώ. Είναι και ότι δεν νιώθεις έτοιμος να αντιμετωπίσεις, να αναγνωρίσεις την αποτυχία, τη λήξη μιας ιστορίας. Δεν νιώθεις έτοιμος να αποδεχτείς ότι δεν υπάρχει συνέχεια, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να μπορεί να γίνει.

Το δίλημμα άρα έχει ως εξής: Να κρατήσεις το σάκο; Να μείνεις ίδιος και στοιχειωμένος από τα φαντάσματα των χαμένων προοπτικών του χτες με την ελπίδα ότι μπορεί να μην έχουν χαθεί οριστικά και με το κόστος ότι θα σου είναι πολύ πιο δύσκολο να προλάβεις το τρένο που τρέχει μπροστά σου; Ή να αφήσεις το σάκο; Να αφεθείς να εξελιχθείς σε μία άγνωστη, καινούρια, αυριανή έκδοση του εαυτού σου με άλλες, μη σπαταλημένες και μη κουρασμένες προοπτικές και με καλύτερες πιθανότητες να τις προφτάσεις; Και τα δύο είναι εξίσου άυλα. Και τα δύο είναι εξίσου αβέβαια.

Αλλά, όσο κι αν φοβάσαι, όσο κι αν θέλεις, όσο κι αν αγαπάς τον σάκο σου, όσο κι αν θέλεις να ελπίζεις… ξέρεις ποια είναι η απάντηση. Δεν υπάρχει δίλημμα στην πραγματικότητα. Το δίλημμα είναι αποτέλεσμα της ανάγκης σου να νομίζεις ότι έχεις επιλογές. Αλλά ο δρόμος είναι μονόδρομος.




Πρέπει να τρέξεις. Και πρώτα πρέπει να αφεθείς.






Άσε το σάκο. Βγάλε το περιττό βάρος από τους ώμους σου. Άσε τα φαντάσματα. Και τρέξε. Τρέξε πιο γρήγορα απ' όσο έχεις τρέξει ποτέ, πιο γρήγορα απ' όσο θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι είναι δυνατό. Τρέξε να βρεις το τρένο των καινούριων δυνατοτήτων σου.









Let go...


and let's go.







Και θα σε δω στο τρένο…

31.10.10

Φαντάσματα

Σήμερα το βράδυ οι ψυχές θα παρελάσουν. Hallowe'en, η ημέρα των Αγίων Πάντων, των Ψυχών, των Νεκρών...

Οι πιο τρομακτικές, σκοτεινές, φανταστικές προσωπικότητες βγαίνουν βόλτα σήμερα και περπατούν δίπλα μας, ανάμεσά μας. Κολοκύθες με τρομαχτικά πρόσωπα, Βρυκόλακες, Λυκάνθρωποι, Σκελετοί, Τέρατα, σημεία και τέρατα. Και Φαντάσματα.

Όταν ήμουν μικρή φοβόμουν πολύ το σκοτάδι. Δεν φοβόμουν το σκοτάδι για το κενό του, γιατί για μένα το σκοτάδι δεν ήταν καθόλου άδειο. Ήταν γεμάτο με κάθε είδους τρομακτικά τέρατα, έτοιμα να μου επιτεθούν μόλις εξαφανιζόταν το φως και μαζί με αυτό και η προστασία του. Αυτά φοβόμουν, αυτές τις σκιές που χόρευαν γύρω μου, αυτά τα φευγαλέα αγγίγματα που φανταζόμουν ότι αισθανόμουν, σαν να έπαιζαν μαζί μου πριν μπουν στο θέμα.

Ο πιο τρομακτικός ένοικος της νύχτας μου, όμως, ήταν με διαφορά τα Φαντάσματα. Μάλιστα, θεωρούσα ότι τα υπόλοιπα τέρατα φοβόντουσαν τα φαντάσματα σχεδόν όσο εγώ. Ήταν οι άρχοντες του προσωπικού μου σκοταδιού κι όταν αποφάσιζαν να παίξουν μαζί μου, όλα τα υπόλοιπα τέρατα έφευγαν από σεβασμό και φόβο.

Όλοι μου οι εφιάλτες είχαν Φαντάσματα. Μικρά, μεγάλα, με μορφές ζώων ή άμορφοι σχηματισμοί σαν καπνός και κάποια που έμοιαζαν με κανονικούς ανθρώπους, συχνά δικούς μου ανθρώπους, και μόνο όταν ήταν ήδη αργά, όταν είχα πλησιάσει πιο πολύ απ' όσο ήταν ασφαλές σε ένα σκοτεινό δρόμο τα μεσάνυχτα, καταλάβαινα τη διαφορά. Συνήθως ξυπνούσα από τον τρόμο πριν να με αγγίξουν.

Για χρόνια πολέμησα με τα Φαντάσματά μου. Για χρόνια προσπάθησα να μάθω να κοιμάμαι έστω και στο ημίφως. Για χρόνια ήθελα όλα τα φώτα ανοιχτά. Για χρόνια προσπάθησα να εξασκηθώ, μπαίνοντας επίτηδες σε σκοτεινά δωμάτια στο σπίτι και προσπαθώντας να δαμάσω τον παράλογο - το ήξερα! - πανικό που με κατέβαλε. Είχα ελάχιστη επιτυχία. Φοβόμουν να μείνω μόνη μου έστω και για λίγο. Φοβόμουν μέχρι και να κοιμηθώ, μην έρθουν πάλι να με βρουν στους εφιάλτες μου.

Πρέπει να ήμουν γυμνάσιο όταν είδα ένα όνειρο. Από καιρό είχαν αραιώσει οι εφιάλτες και δεν φοβόμουν τόσο πολύ, αλλά και πάλι δεν είναι ότι δεν φοβόμουν και καθόλου. Σε εκείνο το όνειρο είδα το πιο μεγάλο και τρομαχτικό Φάντασμα που είχε κατασκευάσει ποτέ το τμήμα ονειροποιείας του μυαλού μου. Με έπιασαν πρώτα κάποια συνηθισμένης μορφής Φαντάσματα και μου είπαν ότι ήθελε να μου μιλήσει ο αρχηγός τους. Ήταν σε μια μεγάλη σκηνή, σαν τσίρκου, και ήταν γκρίζο και μαύρο σαν μεγάλο, θυμωμένο σύννεφο, έτοιμο να ξεσπάσει την καταιγίδα του επάνω μου.

Η λογική μου, δηλαδή η γνώση του εαυτού μου, μου έλεγε ότι θα έπρεπε να το φοβάμαι. Αλλά δεν το φοβόμουν. Για την ακρίβεια, μου φαινόταν απλά... αστείο. Δεν του άρεσε πολύ που ξέσπασα στα γέλια με το που το είδα, αλλά δε με ενδιέφερε. Δεν υπήρχε κάτι που φοβόμουν σε αυτό. Δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα. Είχα πλέον νιώσει αυτό που για χρόνια ήξερα στα λόγια και αυτή η διαφορά δεν ήταν απλά τεράστια. Ήταν απόλυτη, κβαντισμένη, δυαδική. Ναι ή όχι.

Ξύπνησα ευχαριστημένη. Με τίποτα δεν περίμενα ότι θα ένιωθα τόσο απότομα αυτήν την αλλαγή και ήταν τόσο ανακουφιστικό που είχα πλέον απελευθερωθεί από το μυαλό μου!

Ωστόσο, κάτι ακόμα πιο απρόσμενο συνέβη στα χρόνια που μεσολάβησαν από το τότε στο τώρα. Καθώς ζούσα χαρούμενη που δεν φοβόμουν τα φαντάσματα πια, καθώς δεν είχα το φόβο για το σκοτάδι να με κυνηγά στον ξύπνιο μου και τους εφιάλτες να με κυνηγούν στον ύπνο μου... δεν παρατήρησα κάτι. Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Δεν κατάλαβα πότε έγινε.

Δεν κατάλαβα πότε... άλλα κάποια στιγμή άρχισα να ζω μαζί τους. Πρώτα θα ήρθε ένα μικρό, ένα τόσα δα Φαντασματάκι, υποθέτω, και γι 'αυτό δεν το κατάλαβα. Άλλωστε αφού δεν τα φοβόμουν πια, δεν ασχολούμουν και μαζί τους. Και σιγά σιγά, όλο και κάποιο θα ερχόταν, λίγα λίγα, ένα ένα. Δεν το συνειδητοποίησα. Άρχισα να αλληλεπιδρώ μαζί τους και δεν το κατάλαβα. Άρχισα να κοντοστέκομαι στην πόρτα για να περιμένω να περάσουν ή τους άφηνα χώρο στο τραπέζι. Άρχισα να περπατάω γύρω τους, όταν κάθονταν στο πάτωμά μου. Άρχισα να χαμηλώνω τη μουσική για να μην ενοχλώ το τραγούδι τους. Άρχισα να ξαπλώνω άκρη άκρη στο κρεβάτι για να τους αφήσω χώρο δίπλα μου. Άρχισα να μοιράζομαι τα σκεπάσματά μου μαζί τους. Δεν ξέρω πώς. Δεν θυμάμαι πότε. Αλλά συνήθισα.

Τώρα όπου κι αν κοιτάξω βλέπω φαντάσματα. Φαντάσματα από πράγματα που έχασα, ανθρώπους, κατοικίδια, παλιότερους εαυτούς μου, Φαντάσματα από το τι μπορεί να γίνει, από σχέδια και ελπίδες... αλλά κυρίως Φαντάσματα από το τι θα μπορούσε να έχει γίνει. Φαντάσματα από προσδοκίες, από ευκαιρίες που πήγαν χαμένες κι όχι απαραίτητα από εμένα. Για την ακρίβεια, σπανίως από εμένα.Έχω μάθει να παίρνω τις ευκαιρίες όταν έρχονται, δεν τις αφήνω. Ακόμα κι αν κάτι δεν πάει στην πράξη όπως θα το ήθελες, η απογοήτευση δεν συγκρίνεται. Ενώ όταν θέλεις κάτι πολύ, όταν περάσει τόσο κοντά σου ώστε να το νιώσεις στον αέρα, αλλά τελικά σε προσπεράσει...

Και πώς να το αποφύγεις; Αν οι άνθρωποι σε προσπερνούν και μάλιστα αφού έχουν κοντοσταθεί, αφού έχουν έρθει προς τα εσένα, για τόσο ώστε να νομίσεις ότι θα σταματήσουν, ίσα ίσα ώστε να προλάβουν να σε στιγματίσουν με την επόμενή τους κίνηση, αυτήν της προσπέρασης... τότε στοιχειώνεσαι.

Ναι, όταν ήμουν μικρή φοβόμουν τα Φαντάσματα. Τώρα πια δεν τα φοβάμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να ζω μαζί τους. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μπορώ να κάνω για να τα διώξω. Δεν μπορώ να τα δω αστεία, όπως εκείνο το μεγάλο μαύρο Φάντασμα του τελευταίου μου ονείρου. Δεν μπορώ να γελάσω μαζί τους. Δεν μπορώ να πω στον εαυτό μου ότι είναι αποκυήματα της φαντασίας μου.

Αυτή τη μέρα, όμως, μπορώ να τα στείλω να διασκεδάσουν με τους φίλους τους. Μπορώ να τα αφήσω ελεύθερα να τριγυρίσουν στους σκοτεινούς δρόμους του Χάλοουϊν, δίπλα στους Βρυκόλακες και τους Σκελετούς και - ποιος ξέρει! Ίσως να περάσουν τόσο καλά στην ελευθερία που να μην θελήσουν να γυρίσουν.

1.9.10

Αναγέννηση

Στο βουνό του Παραδείσου
πιάστηκε ένα πουλί
Τα φτερά του ήτανε αίμα
η καρδιά του ήταν χρυσή
το τραγούδι του κουράγιο
κι ελπίδα δίνει μαγική

Ένα αστέρι πέφτει κάτω
πλάι στ' όμορφο πουλί
Φλόγα ανάβει στο κορμί του
καίει το γιο της μουσικής
κι απ' τις στάχτες βγαίνει πάλι
ο νεοσσός της χαραυγής

Πάνω στον αέρα γράφω
του Φοίνικα το μυστικό
Τ' όνειρο είναι η αγάπη
το νερό ειναι η ζωή
κι η φωτιά που μας τυλίγει
πάντα θα 'ναι σκοτεινή

Τ' όνειρο είναι η αγάπη
το νερό είναι η ζωή
και σαν η φλόγα θα μας κάψει
η αναγέννηση θα 'ρθει

Η αναγέννηση θα 'ρθει...


Πόσες φωτιές πέρασαν από πάνω μας;
Πόσες φωτιές πέρασαν από μέσα μας;
Πόσες φλόγες ταΐστηκαν με το δέρμα μας, την καρδιά μας... με την ψυχή μας την ίδια;

Αλλά δεν καΐκαμε...

Αλλάξαμε.

Και η φωτιά πια είναι δική μας. Εμείς την δημιουργούμε, εμείς την ορίζουμε.

Και δεν μας καίει πια... Μας ανανεώνει. Μας τελειοποιεί.

Μας αναγεννά.


Ας θυμόμαστε, πάντα, ότι η επιλογή είναι και δική μας: θα καούμε ή θα σφυρηλατηθούμε;

Στην αναγέννηση τη δική μου και όλων όσοι την αναζητούν...

17.8.10

Άπιστη

Ξεκίνησα γεμάτη πίστη. Ως παιδί πίστευα βαθιά στην οικογένεια, στην αγάπη, στον έρωτα, στην φιλία, στον άνθρωπο. Ίσως κάλυπτα το κενό της θρησκευτικής πίστης, ποιος ξέρει. Κατά μία έννοια, τώρα περνάω την πιο «άπιστη» φάση της ζωής μου. Την οικογένεια τη διαλύσαμε, την αγάπη την ξεφτιλίσαμε, ας μην πω τι τον κάναμε τον έρωτα και θεωρηθώ περιγραφική, φιλία δεν υπάρχει και άνθρωπος δεν ξέρω τι σημαίνει τελικά.

Όσο και αν προσπαθώ να προσδιορίσω τι είναι αυτό που δεν πήγε καλά στις διάφορες περιπτώσεις που κάτι δεν πήγε καλά, δύσκολα καταλήγω σε συγκεκριμένες πράξεις, σε συγκεκριμένα λόγια, σε συγκεκριμένες άλυτες και/ή μη επιλύσιμες διαφωνίες, σε συγκεκριμένες ασυμφωνίες χαρακτήρων. Το μόνο που έρχεται και επανέρχεται στο μυαλό μου είναι πράγματα όπως ο τρόπος που έγιναν τα πράγματα, η πρόθεση, η έλλειψη σεβασμού. Και κυρίως είναι μια αδιόρατη διαφορά στην αντιμετώπιση του άλλου, μια διάχυτη, αδιευκρίνιστη γεύση αδιαφορίας, μια μικρή αλλά έντονη τάση «δεν με ενδιαφέρει».

Δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει, δεν με ενδιαφέρει αν πληγώνω τον άλλο, δεν με ενδιαφέρει να τον ακούσω, δεν με ενδιαφέρει να ασχοληθώ, δεν με ενδιαφέρει να ενδιαφερθώ. Κι εσύ ας κρούεις τον κώδωνα του κινδύνου όσο θες. Αν ο άλλος έχει μπει σε mode “my microcosmos”, είναι σαν να υπάρχει σε παράλληλο σύμπαν ή σαν εσύ να είσαι από εκείνα τα φαντάσματα που δεν τα βλέπει κανείς, αλλά πού και πού, κανένα σκοτεινό και πανσεληνοφόρο βράδυ, νιώθουν την παρουσία σου και τους σηκώνεται η τρίχα. Και ξέρω τι λέω γιατί έχω υπάρξει σε αυτό το mode και αναγκάστηκα να αποφασίσω αν αυτό θέλω για μένα και για τους ανθρώπους που αγαπώ.

Αυτό το «δεν με ενδιαφέρει» δεν είναι καθόλου αναπόφευκτο, τυχαίο ή χωρίς πρόθεση.

Ναι, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν περιπτώσεις που προκύπτουν προστριβές στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων, ίσως όσο κοντινοί κι αν είναι. Ωστόσο, για να πούμε ότι υπάρχει μια διαφωνία και δεν λύνεται, πρέπει – αν μη τι άλλο! – να γνωρίζουμε κι οι δύο ότι υπάρχει η συγκεκριμένη διαφορά και να την έχουμε συζητήσει και να μην μπορούμε να καταλήξουμε σε μια λύση. Κι όταν λέω συζήτηση δεν εννοώ φωνές, ειρωνίες, άρνηση και/ή άλλα συναφί. Λυπάμαι που θα σας σοκάρω, αλλά αυτά δεν συνιστούν επικοινωνία.

Ήδη, επομένως, σύμφωνα με αυτές τις προϋποθέσεις, οι περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πραγματικά, αναπόφευκτα και βασισμένα στη διαφορετικότητα των ανθρώπων αδιέξοδα, τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία. Και, επιπλέον, έχουμε βάλει στις περισσότερες την αρνητική πρόθεση ή έστω την έλλειψη θετικής πρόθεσης. Αλλά και από μόνη της η έλλειψη θετικής πρόθεσης είναι ιδιαίτερα ικανή να τινάξει μια σχέση στον αέρα με ταχύτητα και ορμή ύπουλης νάρκης.

Ανεξάρτητα, όμως, από όλα αυτά, αυτός που πληγώνεται περισσότερο είναι εκείνος που αγάπησε βαθύτερα. Και ο ρομαντισμός δεν ξεριζώνεται τόσο εύκολα. Οπότε υποψιάζομαι ότι η «απιστία» μου είναι προσωρινό φαινόμενο. Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι αξίες μου μάλλον δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα και, ναι, όλα τα παραπάνω θεωρώ ακόμα ότι αξίζουν. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι δεν θεωρώ ότι αξίζουν όποιο κι αν είναι το τίμημα. Ίσως αυτό είναι εξέλιξη, ίσως είναι συμβιβασμός. Μπορεί να είναι κι απλός ρεαλισμός. Ή ίσως είναι αυτό που απομένει όταν από τον ρομαντισμό αφαιρέσεις τον μαζοχισμό.

Θέλω, λοιπόν, να ξαναβρώ την πίστη μου, αλλά θέλω και να μπορώ να ζήσω με αυτήν. Θέλω να μπορέσω πάλι να πιστέψω σε όλα τα παραπάνω, αλλά έχω κουραστεί από τους επαναλαμβανόμενους κύκλους εμπιστοσύνης και εγκατάληψης. Ναι, δεν υπάρχει ασφάλεια και, ναι, δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Τα ξέρω όλα αυτά, τα θεωρώ δεδομένα. Το πρόβλημα είναι ότι από δεδομένα οι άνθρωποι τα έχουν μετατρέψει σε δικαιολογίες.

Άλλο διαφορετικός, άλλο αναίσθητος. Άλλο ευγενικός, άλλο κορόιδο. Άλλο απροσεξία, άλλο αδιαφορία. Άλλο λογικός, άλλο ψυχρός. Άλλο συναισθηματικός, άλλο παράλογος. Άλλο «δεν είμαι τέλειος», άλλο «αρνούμαι να αναλάβω την ευθύνη του εαυτού μου και των πράξεών του».

Και επιστρέφω στο θέμα... «όποιο κι αν είναι το τίμημα»... Ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική στην διατύπωσή μου: Η οικογένεια, η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, ο άνθρωπος δεν αξίζουν πάντα όποιο κι αν είναι το τίμημα.

Ίσως για εσάς, ούτε η αρχική μου πρόταση, ούτε η τελευταία μικρή μετατροπή της να σας λένε και πολλά. Σίγουρα κάποιοι από εσάς ποτέ δεν πιστέψατε ότι υπάρχει περίπτωση κάτι από αυτά να αξίζει όποιο και να είναι το τίμημα.

Εγώ, όμως, μετά από τόσες τρικλοποδιές, ακόμα πιστεύω ότι υπάρχει περίπτωση να αξίζουν όποιο κι αν είναι το τίμημα. Αλλά υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορούμε έστω και να λάβουμε υπόψην αυτήν την πιθανότητα.

Η οικογενειακή σου αφοσίωση μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον αναγνωρίζεται.
Η αγάπη σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον δεν την εκμεταλλεύονται.
Ο έρωτάς σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον ανταποδίδεται.
Η φιλία σου μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον δεν υποτιμάται.
Ο άνθρωπος μπορεί να αξίζει μόνο όταν τουλάχιστον ενδιαφέρεται.

Και η συγχώρεσή σου μπορεί να αξίζει μόνο αν τουλάχιστον κάποιος πραγματικά λυπάται.

ΥΓ ... κοινώς... ζήτω που καΐκαμε...