Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πλατεία Καραμανλάκη. Καλλιγά είναι το επίσημο όνομά της, αλλά κανείς δεν την λέει έτσι για κάποιον λόγο. Όλοι την γνωρίζουν ως "Καραμανλάκη", την πιο γνωστή από τις τέσσερις οδούς που πλαισιώνουν την πλατεία. Όταν το ανακάλυψα αυτό, στενοχωρήθηκα πολύ, γιατί φαντάστηκα πόσο αδικημένη θα πρέπει να ένιωθε η άλλη οδός, που της πήραν την τιμή της πλατείας.
Μια μικρή πλατεία δυο βήματα κάτω από την Πατησίων, μέσα στη μέση της Αθήνας, όπου όλα ήταν δύο βήματα μακριά. Η στάση για λεωφορεία και τρόλλεϋ, το τρένο, ό,τι είδους κατάστημα μπορούσαμε να διανοηθούμε, κινηματογράφοι και θέατρα, σχολεία και φροντιστήρια. Κι η ίδια η πλατεία ήταν η Πλατεία, ο χώρος που ανήκε στα μάτια μας, δικαιωματικά και αξιωματικά, σε εμάς, στα παιδιά της γειτονιάς.
Παίζαμε στην Πλατεία, αλλά και στους γύρω δρόμους, μέχρι αργά το βράδυ καμιά φορά, δέκα, έντεκα, αλλά δεν υπήρχαν πολλοί λόγοι να φοβόμαστε. Οι καφετέριες και η ταβέρνα μας ήταν πάντα γεμάτες και γενικώς υπήρχε πάντα πολύς κόσμος, γονείς με τα παιδιά τους, εργαζόμενοι που καθόντουσαν για λίγο στα παγκάκια πριν να γυρίσουν στα σπίτια τους, ζευγαράκια σε μια απογευματινή βόλτα.
Δεν κυλούσαν σε καμία περίπτωση ήρεμα τα πράγματα. Στην ίδια την Πλατεία μονίμως προέκυπταν διαφωνίες και συγκρούσεις. Αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο και μητέρες τα κυνηγούσαν όταν οι μπάλες επετίθεντο στα παιδιά στις κούνιες. Παιδιά και γονείς, με διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους, διαφωνούσαν για τη σειρά της τσουλήθρας. Παιδιά ξέμεναν πάνω σε δέντρα και ζητούσαν βοήθεια να κατέβουν. Συναγερμοί άρχιζαν να σφυρίζουν κάθε τόσο από κάποιο άστοχο σουτ και σιωπούσαν εξίσου γρήγορα από εξασκημένους ενοίκους των γύρω διαμερισμάτων, μέσω μπαλκονιών και παραθύρων. Αλλά ήταν στο πρόγραμμα αυτά, ήταν ο τρόπος που αλληλεπιδρούσαν οι άνθρωποι, όχι ιδανικός, αλλά λειτουργικός.
Από την άλλη πλευρά τώρα, στο σπίτι, άκουγες πάντα ένα μόνιμο βόμβο από την πλατεία. Ειδικά τα απογεύματα από αρχές Φθινοπώρου μέχρι μέσα Άνοιξης, στις φωνές των παιδιών προσετίθεντο κι αυτές των πουλιών, κάτι μικρών πτηνών, σαν σπουργίτια, ίσως - δεν γνωρίζω και πολλά είδη πτηνών για να κάνω καλύτερο παραλληλισμό - που κοιμόντουσαν στα δύο μεγάλα πεύκα και όλα μαζί έφευγαν πριν την ανατολή και γύριζαν πριν τη δύση. Παιδιά και πουλιά, φώναζαν και γελούσαν, αλλά δεν ήταν ενοχλητικός ο ήχος. Ίσα ίσα που τις ελάχιστες μέρες το Χειμώνα, εκείνες τις πιο κρύες του χρόνου, όταν έμενε άδεια η πλατεία, σου έλειπε ο ζωντανός ήχος της γειτονιάς. Ήταν σαν ένα μόνιμο, μουσικό χαλί, χοντροκομμένο και ζεστό, που σε βοηθούσε να κρατήσεις τις σκέψεις και τις πράξεις σου σε ένα ρυθμό.
Αν υπήρχε διάθεση για μακρινότερες εξορμήσεις, υπήρχε πάντα και η Φωκίωνος Νέγρη, εκείνος ο ατελείωτος πεζόδρομος, που είχε περισσότερες καφετέριες απ' όσες μπορούσαμε να φανταστούμε μαζεμένες στο ίδιο μέρος. Και χώρο! Πολύ χώρο. Βέβαια, αυτήν την εκτιμήσαμε και τιμήσαμε περισσότερο όταν "μεγαλώσαμε" λίγο και αρχίσαμε να αποζητάμε, μιμούμενοι τους μεγάλους, φυσικά, τον "καφέ". Αλλά και πριν, πάντα υπήρχε ένα παγωτό στη Δωδώνη ή ένα σάντουιτς στο Σπιτικό.
Αθήνα, ξεαθήνα, κέντρο, ξεκέντρο, η γειτονιά ήταν από πολλές απόψεις γειτονιά. Ο ράφτης ήταν ο ράφτης, ο τσαγγάρης, τσαγγάρης, ο γαλατάς, γαλατάς (έτσι λέγαμε τον ψιλικατζή, δηλαδή, δεν ξέρω γιατί), ο κλειδαράς, κλειδαράς, ο υδραυλικός, υδραυλικός, ο ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγος, ο βιντεοκλαμπτζής (!), βιντεοκλαμπτζής (έτσι, για να μην ξεχνάμε ότι είχαμε μπει, όμως, και στην εποχή της πληροφορίας), ο ταβερνιάρης, ταβερνιάρης, ο περιπτεράς, περιπτεράς.
Και Αθήνα, ξεαθήνα, κέντρο, ξεκέντρο, η βόλτα ήταν βόλτα. Αργίες, γιορτές ή απλώς Κυριακές, οι άνθρωποι έβγαιναν τις βόλτες τους. Οικογένειες, ζευγάρια, ηλικιωμένοι, έφηβοι και εκείνοι, οι μόνοι που εξακολουθούν να βγαίνουν βόλτες στη γειτονιά γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή, αυτοί με τους σκύλους τους.
Δεν θα εκθειάσω την εποχή εκείνη, γιατί η μνήμη μου είναι πολύ καλή και θυμάμαι ακριβώς πώς ήταν τα πράγματα. Είχαμε και τους περίεργους τύπους μας, είχαμε και τις κλοπές και τις επιθέσεις μας, είχαμε τους πιωμένους και τους ναρκομανείς μας, αλλά όλα αυτά ήταν μια στο τόσο και συνήθως πολύ αργά το βράδυ.
Θυμάμαι γύρω στα δεκαοχτώ, όταν πηγαίναμε με τις φίλες μου σε κλαμπ, να γυρίζουμε το βράδυ και δύο και τρεις και τέσσερις η ώρα, με τις μπότες και τα μίνι και τα διχτυωτά μας και να μην φοβόμαστε. Έβλεπες ίσως κανέναν περίεργο, αλλά και πάλι, μια στο τόσο.
Τα πράγματα άλλαξαν πάρα πολύ γρήγορα. Μέσα σε τέσσερα χρόνια η γειτονιά είναι αγνώριστη. Ελάχιστα παιδιά κατεβαίνουν στην πλατεία και όλα εξαφανίζονται μαζί με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Στην πλατεία είναι μόνο παρέες που βρίζουν, σπάνε πράγματα, καπνίζουν από αυτά που θα νομιμοποιηθούν σε λίγο, ουρούν όπου βρουν και παρενοχλούν οποιοδήποτε θηλυκό μπει στο οπτικό τους πεδίο. Κάθε εβδομάδα, ακούω κι από μια κλοπή. Στα τρένα, στα λεωφορεία, στα ασανσέρ, στο δρόμο. Τσάντες, κινητά, λεφτά, ρολόγια, αλυσίδες εξαφανίζονται με όλο και πιο εξελιγμένες μεθόδους. Για να μην αναφέρω τα μαχαιρώματα που φέτος έγιναν της μόδας.
Το βράδυ επικρατεί απίστευτη φασαρία. Κι όχι αόριστη φασαρία, αλλά ανησυχητική φασαρία. "Προωθητές" και εκδιδόμενες, εξαρτημένοι και εξαρτητές, ακούς και βλέπεις πια τα πάντα, απροκάλυπτα. Φωνάζουν για λεφτά, για ναρκωτικά και πάνω που νομίζεις ότι σφάζονται, αρχίζουν να γελάνε.
Δεν μπορείς να βγεις βόλτα. Με το ζόρι μπορείς να μεταφερθείς από το ένα σημείο στο άλλο. Ειδικά αν είσαι γυναίκα, έχεις και άλλα προβλήματα. Όλες οι γυναίκες έχουν ακούσει κάποια στιγμή σχόλια στο δρόμο, σχόλια που διακυμαίνονται από κολακευτικά ως προσβλητικά. Τώρα πια η κατάσταση μοιάζει περισσότερο με ένα μόνιμο commentary, διανθισμένο με μία μεγάλη ποικιλία επιφωνημάτων και λοιπών ήχων˙ ένα commentary που όχι μόνο δεν έχει καμία συσχέτιση με την προκλητικότητα της εμφάνισης, αλλά στην ουσία έχει αποκλειστικό σκοπό την υποτίμηση της γυναίκας ως οντότητα, ως ιδέα.
Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, ήρθε και η οικονομική κρίση να συμβάλλει. Μισοξεκολλημένες αφίσες σε κενές βιτρίνες, γκράφιτι σε κατεβασμένα ρολά, γράμματα και διαφημιστικά ριγμένα στο κενό, άδειες κούτες πεταμένες όπως όπως και το "ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ" να γελάει με τον εαυτό του... Αυτή είναι η εικόνα εγκατάλειψης της Πατησίων, πλέον, ένα στα τέσσερα μαγαζιά να είναι κλειστό.
Την αγαπούσα τη Γειτονιά μου. Το αγαπούσα το Σπίτι μου, την Πλατεία μου, την Πόλη μου και την Χώρα μου. Αλλά το κάθε ένα από αυτά με έδιωξε με διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι, φυσικά, τα παραπάνω οι λόγοι που φεύγω, αλλά αποτελούν μέρος της εικόνας που με έφτασε μέχρι εδώ (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και σε αυτό το σημείο, στο ν-1, βλέπω πιο καθαρά από ποτέ τη σύνθεση αυτής της εικόνας.
Ο κύριος λόγος που φεύγω είναι το ότι δεν με θέλει αυτός ο τόπος. Δεν με θέλουν ούτε οι άνθρωποι, ούτε οι καταστάσεις και κυρίως δεν με θέλουν οι θεσμοί και κουράστηκα να είμαι ανεπιθύμητη στον ίδιο μου το μέρος. Κουράστηκα να πρέπει διαρκώς να είμαι κόντρα στο ρεύμα. Για κάθε ένα βήμα που κάνω, να με τραβούν πίσω τρία. Να γαντζώνονται πάνω μου για να τους πάρω μαζί μου, ακόμα και για ένα μόνο βήμα. Είναι αντιπαραγωγικό, πώς να το κάνουμε. Ίσως, αργότερα, αν ισορροπήσω και δυναμώσω... ίσως τότε να μπορέσω να βοηθήσω σε μια αλλαγή. Θα το ήθελα αυτό.
Προς το παρόν, όμως, πρέπει να φύγω. Μπορεί να φαίνεται ότι εγκαταλείπω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να εγκαταλείψεις κάτι που σε εγκατέλειψε πρώτο. Μπορείς να συνεχίσεις να κρατιέσαι από πάνω του, να το αγκαλιάζεις, ενώ τα χέρια του μένουν κρεμασμένα αδιάφορα και το κεφάλι του στραμμένο από την άλλη ή να αποδεχτείς ότι σε έχει αφήσει και να το αφήσεις κι εσύ.
Και όλα αυτά που είναι γύρω μου με έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, είναι ότι μετά από τόση αμφισβήτηση και απαξίωση, τελικά εγκατέλειψα κι εγώ τον εαυτό μου. Επομένως, δεν φεύγω ψάχνοντας ένα μέρος που να με θέλει. Φεύγω, ψάχνοντας ένα μέρος όπου θα μπορέσω πάλι να θελήσω εγώ τον εαυτό μου.