Pages

23.10.11

Όταν σου τηλεφωνεί το Παρελθόν

Σήμερα μου τηλεφώνησε το Παρελθόν.

Σκεφτόμουν κι εγώ να το πάρω αυτές τις μέρες. Είχαμε πολύ καιρό να μιλήσουμε και ήθελα να μάθω τι κάνει. Θα μπορούσε κανείς να πει πως είχαμε χωρίσει. Όχι επεισοδιακά, αλλά ούτε και με τον καλύτερο τρόπο. Καλώς ή κακώς, είχα φτάσει στο σημείο να πρέπει να το αφήσω πίσω μου για να προχωρήσω. Δεν έχει σημασία αν και ποιος είχε δίκιο ή άδικο, ό, τι κι αν σημαίνουν αυτές οι λέξεις.
Και πράγματι αφήνοντάς το πίσω μπόρεσα να αποκτήσω έστω ένα Παρόν. Ήταν μια αρχή αυτή. Αυτό το Παρόν το έβρισκα και το έχανα για κάποιο καιρό. Μέχρι που μια μέρα κατάφερα να το κρατήσω. Κι έτσι, κρατώντας το Παρόν και κάθε Παρόν, απέκτησα επιτέλους ένα Μέλλον.
Αυτό το νεογέννητο Μέλλον τώρα πρέπει να το προστατεύσω μέχρι να δυναμώσει και να ωριμάσει. Μέχρι να μπορεί πια να θρέψει τον εαυτό του, να ανεξαρτητοποιηθεί. Ακόμα είναι πολύ εύθραυστο, πολύ αδύναμο και εύκολα μπορεί να σβήσει, όπως εκείνη η μικρή, πρώτη σπίθα, που μόνο αν την προσέξεις πολύ και την ταΐσεις σωστά θα σου δώσει μια φωτιά.

Τώρα, λοιπόν, που στέκομαι φρουρός μπροστά από το καινούριο μου Μέλλον, με θυμήθηκε το Παρελθόν. Ήταν τόσο περίεργο, πόσο δύσκολο και ταυτόχρονα εύκολο ήταν να μιλάω μαζί του. Μέσα σε μια στιγμή γκρεμίστηκε ο τοίχος που είχα χτίσει. Θυμόμουν τα πάντα με απόλυτη διαύγεια, όλη τη διαδρομή μου από την αρχή μέχρι το εδώ. Και ήταν δύσκολο το πόσο εύκολο ήταν, πόσο οικείο. Επειδή έχω αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που ιδωθήκαμε, αλλά όχι αρκετά. Το έχω προσπεράσει το Παρελθόν τόσο ώστε να έχω αποκτήσει μια ιδέα ενός Μέλλοντος, αλλά που δεν είναι απτό ακόμα, δεν έχει μια σταθερή υλική υπόσταση που θα μου έδινε σιγουριά.

Κι όταν σε καλεί το παρελθόν...
Καλείσαι να αναλογιστείς ποιος ήσουν και ποιος έγινες.
Καλείσαι να αποδεχτείς ποιος ήθελες να γίνεις και ποιος έγινες.
Καλείσαι να έρθεις αντιμέτωπος με το ποιος θέλεις να γίνεις.

Και πρέπει να έχεις τη δύναμη να μην απολογηθείς. Να μην μετανιώσεις. Να μην πτοηθείς. Να μην αμφισβητήσεις τις αποφάσεις σου.

Να σταθείς σταθερός, παρά την απογοήτευση που αναπόφευκτα θα νιώσεις για το πώς ήρθαν τα πράγματα. Να μην αποφύγεις να γευτείς αυτήν την απογοήτευση. Αποτελεί μέρος της ταυτότητάς σου. Ο μόνος τρόπος να προχωρήσεις ουσιαστικά είναι να συμφιλιωθείς με εκείνον τον ταλαιπωρημένο εαυτό σου.
Πρέπει να ελένξεις τον φόβο που αναπόφευκτα θα σε κατακλύσει η υπενθύμιση της αποτυχίας σου. Πρέπει να δαμάσεις τον φόβο για μια επόμενη αποτυχία.

Επειδή αν ενδώσεις στον φόβο θα έχεις ήδη αποτύχει.

12.10.11

Η αφέλεια της (λογικής) ηθικής

Για μια ακόμη φορά, σας προσκαλώ να περάσετε στη χρονομηχανή των αναμνήσεών μου. Αυτή τη φορά προορισμός μας θα είναι ένα ακυρωμένο μάθημα στην Παθολογική Κλινική του Ιπποκρατείου, τέσσερα χρόνια πριν, που στάθηκε αφορμή για έναν καφέ με τρεις συμφοιτητές, με τους οποίους δεν γνωριζόμασταν ιδιαίτερα.

Τεταρτοετείς και ταλαιπωρημένοι από τρια χρόνια θεωρητικού βομβαρδισμού και εξωπραγματικών απαιτήσεων, φρεσκοτοποθετημένοι στην πλευρά της πράξης: στην κλινική. Εγώ προσωπικά την περίμενα πώς και πώς μέσα στον αφελή, ευσεβή πόθο μου, ότι θα δω την Ιατρική στην πράξη και ξαφνικά τα πράγματα θα αρχίσουν να βγάζουν νόημα. Η διαμάχη με την ελπίδα συνεχίστηκε τουλάχιστον για ενάμισι ακόμα χρόνο μέχρι να καταφέρω να την νικήσω.

Αλλά, ξεφεύγω. Καθώς το έτος χωρίστηκε στις κλινικές με διαφορετικό τρόπο από τις προηγούμενες χρονιές, γνωρίστηκα για πρώτη φορά με την συγκεκριμένη παρέα - δύο αγόρια και μία κοπέλα - στην κλινική αυτή. Αν εκπλήσσει κάποιους αυτό, θα ήθελα να διευκρινήσω ότι καθώς το έτος αποτελούνταν από τουλάχιστον 350 φοιτητές, είναι ασφαλές να συμπεράνει κανείς ότι κανένας δεν τους γνώριζε όλους. (Όσοι γνωρίζετε εμένα, σας επιτρέπω να γελάσετε και να σχολιάσετε ότι με την αντικοινωνικότητα που με διακατέχει, αμφιβάλλετε ότι γνώρισα πάνω από δέκα!)
Εκείνο το ακυρωμένο μάθημα και εκείνος ο καφές ήταν η πρώτη φορά που βρεθήκαμε έξω από το αμφιθέατρο ή τους διαδρόμους του Ιπποκρατείου και ήταν και η πρώτη φορά που συζητήσαμε για άλλα πράγματα εκτός από την Ιατρική. Τελικά, δεν ξέρω πώς (και κυρίως γιατί;!) η συζήτηση στράφηκε στα πολιτικά.
Εγώ φυσικά καταδίκαζα τον δικομματισμό και υποστήριζα ότι φταίει η νοοτροπία, αλλά θα μπορούσε να αλλάξει, απλώς ο κύκλος ανατροφοδότησης πρέπει να κοπεί και ότι τελικά είναι προς το συμφέρον τον ανθρώπων να το καταφέρουν αυτό και γι' αυτό τους αποβλακώνουν και τους κάνουν να νιώθουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Φταίει η παιδεία, φταίει η βλακεία, φταίνε τα συμφέροντα και φταίνε οι άνθρωποι που επαναπαύονται στην ανακυκλούμενη μεταξύ τους ευκολία του "δεν γίνεται".
Φυσικά, κανείς δεν συμφωνούσε μαζί μου, ήταν άνθρωποι του "εγωιστικού γονιδίου" αυτοί και "έτσι είναι ο κόσμος" και "πάντα έτσι θα είναι" και αυτά είναι τα ρομαντικά, αλλά στην πράξη δεν γίνεται να γίνει κάτι καλύτερο.

Συνήθως, δεν θα έλεγα ούτε τόσα σε μια τέτοια συζήτηση με συνομιλήκους, επειδή σπανίως έχουν δικά τους επιχειρήματα και ανακυκλώνονται μόνο οι εντελώς τετριμμένες θεωρήσεις. Αλλά είναι δύσκολο να μην ανησυχήσεις για τον κόσμο όταν κάθονται μαζί σου τρεις μελλοντικοί γιατροί και δεν σκοπεύουν καν να δοκιμάσουν για κάτι καλύτερο, αλλά έχουν ήδη καταλήξει ότι "ο κόσμος δεν αλλάζει".
Όχι ότι δικαιολογώ αυτήν την παραίτηση από τους μεγαλύτερους, αλλά τουλάχιστον την καταλαβαίνω αφού κάποιοι από αυτούς μπορεί να έχουν προσπαθήσει, να έχουν δει στην πράξη την δυσκολία του να θέλεις το καλύτερο.
Αλλά τόσο νέα παιδιά, στην καλύτερη ηλικία τους, που αργότερα θα είναι στη θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην ίδια τη ζωή... να μην έχουν καθόλου ούτε μία τόση δα διάθεση να προσπαθήσουν; Να μην θεωρούν ότι χρειάζεται; Να μην πιστεύουν -όχι!- να μην νιώθουν πόσο θα μπορούσαν να βοηθήσουν;

Τέλος πάντων, η συζήτηση έφτασε γρήγορα σε αδιέξοδο κι εγώ είχα ήδη θυμηθεί γιατί δεν ευχαριστιέμαι ιδιαίτερα την παρέα των ανθρώπων, όπως οι περισσότεροι. Το αφήνω λοιπόν το θέμα και με ακολουθεί ο ένας συνάδελφος με μία προσπάθεια συμφιλιωτικής κατακλείδας:
Τι να κάνεις, όμως, όταν σε έχουν μεγαλώσει λέγοντάς σου από τα πέντε σου "μπες εσύ στην Ιατρική και θα βάλουμε το θείο σου το βουλευτή να σε βολέψει;"

Σε αυτό το σημείο, αυθεντική ιλαρότητα (παρά την τραγικότητα της δήλωσης) αναδύθηκε μέσα μου, διαλύοντας την προηγούμενη απογοήτευσή μου. Ξεκίνησα να γελάω και οι λέξεις είχαν ήδη σχηματιστεί στα εγκεφαλικά μου κυκλώματα - αυτόματη αντίδραση, αλήθεια - και είχαν ήδη κάνει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, έφτασαν να κρεμαστούν στην άκρη γλώσσας μου, σαν σαπουνόφουσκα από το δακτύλιό της... όταν είδα ότι ήμουν μόνη μου.
Η σαπουνόφουσκα έσκασε, τα λόγια μου εξαφανίστηκαν μαζί της, έμειναν ανείπωτα και παραξενεμένα, όταν έφτασε η ερμηνεία των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στον εγκέφαλό μου. Το υπόλοιπο τραπέζι, δεν γελούσε, ούτε ετοιμαζόταν να πει "ε, εντάξει, δεν μεγαλώνουν όλοι έτσι!". Όχι, το υπόλοιπο τραπέζι, κουνούσε το κεφάλι του σε συμφωνία, με μία εμφανή φυσικότητα που δήλωνε ότι βρισκόταν στο στοιχείο του. Δεν είχε κάτι το παράξενο ή σκέτο ξένο η δήλωση αυτή για αυτούς. Έτσι ήταν τα πράγματα για αυτούς. Εγώ ήμουν η παράξενη, η διαφορετική και τα έβλεπα παράξενα και διαφορετικά... πόσο μάλλον που τα έβλεπα λάθος.

Κι ένιωσα πολύ μόνη. Ολομόναχη. Αλήθεια, ένιωσα μια μοναξιά πολύ πιο βαθειά, πώς να το πω, οντολογικών διαστάσεων.

Γιατί ποτέ ξανά δεν είχα πιάσει τον εαυτό μου να είναι αφελής. Θεωρούσα τον εαυτό μου ρεαλιστή και, πράγματι, δεν είχα ποτέ δυσκολία να ξεχωρίσω το "εγώ" από τον "κόσμο", να καταλαβαίνω τις διαφορές μου και τα κοινά μου, να κρίνω τις πιθανότητες και τα ποσοστά και άλλα τέτοια.

Αλλά αυτή τη φορά είχα πέσει εντελώς έξω, είχα βρεθεί αλλού γι' αλλού.

Είχα κάνει ένα πολύ μεγάλο λάθος, άφησα το αυτονόητο για μένα να με παρασύρει. Γιατί το πρόβλημα είναι ότι η "ηθική" μου, δεν είναι τίποτα άλλο από λογική στα δικά μου μάτια. Είμαι ασφαλισμένη σε αυτόν δρόμο, γιατί δεν με ενδιαφέρει αν μπορώ να είμαι κάπως αλλιώς. Δεν μπορώ να γίνω κάτι άλλο χωρίς να ξεπέσω στα μάτια μου και να χάσω την αίσθηση της ταυτότητάς μου. Καταλαβαίνω ότι ίσως είναι πράγματι απλώς θέμα συνήθειας και μάθησης.

Αλλά γιατί κάποιοι μεγαλώνουν κάπως και μετά αποφασίζουν να ακολουθήσουν άλλον δρόμο; Δεν μπορεί να είναι τόσο απλό, άρα, μόνο θέμα συνήθειας και μάθησης. Κάπου πρέπει η αυτονομία του ατόμου να έχει τη δυνατότητα να υπερβεί την ισχύ του οικείου.

Επειδή η λογική και η ηθική φαίνεται να έχουν μια αυταπόδεικτη ανεξαρτησία, όπως τα μαθηματικά, και είτε προϋπάρχουν είτε τα κατασκευάζουμε ως ανθρωπότητα, έχουν συνέπεια και συνοχή και ποτέ δεν έρχονται σε αντιφάσεις.

Αλλά είναι προφανές ότι αν έστω και οι μισοί άνθρωποι σκέφτονταν έτσι, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Το αποτέλεσμα, η σημερινή κατάσταση που ζούμε, αποδεικνύει ότι δεν σκέφτονται έτσι οι περισσότεροι. Επομένως, πρέπει να μην αφήσω ξανά την - γεννημένη από ευσεβείς πόθους, μάλλον - αφέλεια να με αφήσει να σοκαριστώ.

14.9.11

Pulled

Somehow, my leap of faith turned into a banjee jumping session. I don't know if you can imagine my surprise. I didn't know I was tied at all! Invisible and immaterial as they were, there was no way I could sense the ropes' existence.
But invisible and immaterial though they were, they were there, as real as anything else, visible and material.
And they pulled me back.

I remember jumping. The jump itself was easier than I had expected. Preparing for it proved to be much more difficult and straining in comparison.
Oh, yes, the jump was almost fun. There was a sense of wild freedom that only recklessness can bring. It was full of adrenaline and excitement for taking my destiny into my own hands so decisively. There was a feeling of achievement, of satisfaction for finally putting a plan into action. There was also fear, but the manageable kind. It was the fear of the unknown, one of the most basic instincts of survival, expected and understandable.
Then was the fall. Free falling through emptiness, speeding like crazy, was the moment of judgement, the moment that put my faith through the test. Fear, blood-chilling, hair-rising, more-terror-than-fear fear, filled my mind and pushed everything else to the side. It was almost impossible to remember what I was doing or why; hard to recall that it had been my choice or how it had seemed like the best option at some point. Way above the ground level and way below my jumping point, it was difficult to understand what I was doing, falling like that. Why had I put myself in such a position? Had I gone crazy, perhaps? It seemed a rather possible explanation at that time.
However, getting accustomed to the falling sensation - the wind whistling in my ears, cooling my face, playing with my hair - it all started coming back to me; the who's and the what's, the how's and the why's. I began remembering, if only mechanically, the reasons and the reasoning behind my choice. I was still scared beyond my wits, but I didn't feel blackmailed by my own self, at least.
Until that point I had let go of many things. I had let go of the past; of an alternative present that could have been, but didn't; of a lost future - the remote possibility of which shouldn't concern me anymore; of what I had been, could have been, was and would be had things gone different; of the ground as I climbed on my cliff; of my cliff as I jumped into nothingness.

And, so, in the middle of my fall, I let go of the only thing I hadn't already; I let go of fear.

There were many things I was afraid of at the time, but I realized that most of all I was afraid of having to change as a person. There was no way I could stay the same, I would inevitably be changed, and that change was actually half the point of my jump. I had wanted to change, and, as I had predicted and planned, I had already started changing from the first time I seriously considered jumping. And then I kept changing, step by step, from decision-making, to planning, to execution. Falling, I was changing faster than ever and the uncontrollability of that change came in opposition with the innate need of identity. Ironically, losing the fear of changing into something unknown, increased the rate of my changing. I had finally given permission to myself to freely change in response to the rapid changes around it.
Thus, along with my fear, went my sense of self. I wasn't me; I didn't know who I was, I could have been anyone, really, but I certainly wasn't me. Of course, this brings us to a linguistic, if not ontological, paradox. Can you not be you? You being you is a self-evident fact. You can not be someone, but you can't not be you, because you can't be anyone without being them.
So, how could I not be who I was? The way I see it, I not being me, was a transitional phase between two different "I am me" phases. I was stuck with the first meaning of the subject I, but I had changed to the second meaning of the object me. Thus, I had an I and a me but instead of being different forms of the same concept, they were different forms of different concepts. It would be pretty much the same thing, if we were having a conversation and didn't know that when you say I and you, I'm supposed to understand you and I, and when I say I and you, you're supposed to understand you and I.
In any case, what makes one feel oneself is a complex business that falls outside the point of this report. The point is that the questions with the most obvious, self-evident answers can prove to be the most challenging and interesting and stimulation of all, if you find the courage to doubt their answers. It's not the doubting for the sake of doubting that does the trick, rather than the re-evaluation that can succeed it.
Returning to my falling, I was at the point that I didn't feel like myself at all. Practically speaking, it wasn't an unpleasant feeling, only somewhat uncomfortable, like wearing somebody else 's shoes. The real discomfort of a situation like this comes from knowing that you can't stay in between identities for long. Sooner or later, you'll be someone again. But that someone will also be you, so, yet again, you'll be you. While in an identity-free state, the idea of being someone again (or - more accurately - being you again) is frustrating for many reasons. First of all, you must have already fed up with being you, since you brought yourself to the point of renouncing your identity. But, also, you are about to carry the responsibility of your next identity, which you are going to choose much more consciously given the circumstances.
In any case, the moment I entered into that identity-free state, was the moment my new identity began to form. That was when two things started happening at the same time, both feeding each other in a circle of positive feedback with no beginning or end. The first was that, instead of simply changing into a new person, I started changing into who I used to be, at the same time. Some things were new, others were as old as I was, possibly older. The second was that I experienced a decrease in my speed.
The more my identity was forming, the more my speed was decreasing. The more my speed was decreasing, the more my identity was forming.
Until, finally, I came to a halt. I hovered only for an infinitesimal second, but I was in full clarity of the moment. I knew and understood what had happened, what was happening and what would happen depending on my choice: cut the ropes and continue falling or let them pull me back up? In that lone second I had plenty of time to make my choice.

Thus, the ropes that had always been there, but had not worked properly for some time, pulled me decisively and effectively when they were stretched to their full length.
They didn't save me; I wasn't in danger in order to be able to be saved.
They didn't restrain me; I had the choice to cut them once I realized they were there.

But I wanted them. I had only doubted their existence because I had misinterpreted their absence. They had been there all along, but they had gotten tired and weak. As my lack of faith was a non-sufficient but certainly a necessary condition for this, the revival of my faith was both a necessary and sufficient condition for the restoration of our bond. In just one second of mutual respect and acceptance we renewed our connection.

Now, I'm soaring upwards in the air, being pulled towards all that matters to me. I'm myself, changed and the same; It's not the facts that have changed, only the ways. It's not the destination that has changed, but the route.
The most important part of my identity - what I love, what I care about - is the same. The way I love what I love, and what I am willing to do for this love... that is what has changed.

15.8.11

Forget me not

It's time.

I'm standing on the edge of the cliff. It's time to jump. It's time to take my leap of faith. There's no safety net, no strings securing but also restraining me. There's just me, gravity and the sea below. There's no fear.

I know now that I don't need any attachments to be defined. I no longer have any hopes or worries. I see now how illusory time and space really are. I have embraced the uncertainty and as a reward I have been given a world of possibilities.

I may have no need to hold on to any specific idea or possibility any more, however, but that doesn't mean I can't or shouldn't have a preference.

The world will turn, time will pass, space will be covered. Life will continue. We'll go our separate ways towards our personal growth. We can't know when and if our paths will be crossed again. But no matter how things change and how things turn out, there will always be a place in my heart and mind, in my soul, devoted to you. I know I shall not forget you, for I neither can nor want to. So -without expectations or commitments- I have a favor to ask of you, my dear friend. If you think you can and want and will...

... forget me not, my love...

... forget me not...


14.8.11

Απίθανο εναντίoν Αβέβαιου εναντίον Αδύνατου

Ένα χαρακτηριστικό του εαυτού μου, που είναι δύσκολο να το περιγράψω, το εξηγώ συνήθως με το παρακάτω παράδειγμα.
Έχω μπόλικη υπομονή ώστε να ψάξω μία βελόνα σε έναν αχυρώνα (το έκανα με ρίμα!). Αλλά δεν έχω καθόλου υπομονή να την ψάξω σε ένα τετραγωνικό μέτρο σκέτου παρκέ, αν δεν είναι σίγουρο ότι είναι πράγματι εκεί. Και, όχι, δεν υπερβάλλω καθόλου με τις αναλογίες.

Στην βεβαιότητα, έχω απίστευτη υπομονή κι επιμονή κι αποφασιστικότητα κι εργατικότητα και τα πάντα. Όποιος με έχει γνωρίσει σε τέτοια πλαίσια, πιστεύει (λανθασμένα, φυσικά!) ότι είμαι πολύ προκομμένος άνθρωπος. Τέτοια περίπτωση ήταν για εμένα το σχολείο και οι Πανελλήνιες, για παράδειγμα. Πέντα πράγματα μας έλεγαν, πέντε πράγματα μας ζητούσαν (ή τουλάχιστον έτσι το βίωνα εγώ).
Όσο και να βαριόμουν ή να μην είχα όρεξη ή να δυσκολευόμουν, ήξερα τι έπρεπε να γίνει και ότι όταν γινόταν αυτό, αρκούσε για να ανταπεξέρχομαι σε μια προφορική ή γραπτή εξέταση. Αυτό το σύστημα, δηλαδή, ήταν για μένα σχεδόν απόλυτα αιτιοκρατικό: ή είχα καταλάβει και τα πήγαινα καλά ή δεν είχα καταλάβει και δεν τα πήγαινα καλά.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η βεβαιότητα του αιτιοκρατισμού (η ιδανική, δηλαδή, βεβαιότητα) που μου αρκεί. Ακόμα και η βεβαιότητα της ύπαρξης μιας πολύ μικρής πιθανότητας συνήθως μου αρκεί και μου περισσεύει για να προσπαθήσω για κάτι που θέλω.

Στην αβεβαιότητα, όμως, δεν έχω αντοχή. Στο Πανεπιστήμιο, για παράδειγμα, γρήγορα απέκτησα μεγάλη άρνηση για το διάβασμα, γιατί δεν έβλεπα να έχει κάποιο νόημα. Δεν υπήρχε καμία αντιστοιχία μεταξύ του αν και πόσο είχα διαβάσει, αν και πόσο είχα παρακολουθήσει, αν και τι είχα καταλάβει με την απόδοσή μου στις εξετάσεις.

Αυτό το γεγονός το θεωρούσα ανέκαθεν ελάττωμα του χαρακτήρα και ήταν μόνιμος στόχος εσωτερικών πολεμικών επιχειρήσεων, στα πλαίσια μιας συνεχούς προσπάθειας να το αλλάξω. Η αβεβαιότητα είναι αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής και δεν είναι λογικό να μην μπορείς να την αντιμετωπίσεις.
Ωστόσο, κατόπιν διεξοδικής και εξονυχιστικής έρευνας του εαυτού μου, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι αποτέλεσμα απλής οκνηρίας, ανώριμης και αντιδραστικής μη αποδοχής της πραγματικότητας και φυγοπονίας, όπως νόμιζα.

Στο παραπάνω παράδειγμα του Πανεπιστημίου, ας πούμε, υπήρξε η στιγμή που αντιλήφθηκα μία σχέση μεταξύ προετοιμασίας και απόδοσης, που όπως αποδείχθηκε ήταν αυτή της αντίστροφης αναλογίας. Είμαι βέβαιη ότι όποιος δεν έχει γνωρίσει τις χάρες της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα δυσκολεύεται να το καταλάβει αυτό. Μην στενοχωριέστε, είναι πραγματικά αξιοπερίεργο και δύσκολο να το συλληφθεί κανείς. Κι εμένα μου πήρε χρόνια, άλλωστε.
Αλλά με κάποιον παράξενο τρόπο, όσο πιο πολύ ασχολείσαι να κατανοήσεις και να μάθεις, τόσο χειρότερα αποδίδεις. Αντίθετα, όσο λιγότερο ασχολείσαι με το να κατανοήσεις και να μάθεις (με προϋπόθεση, βεβαίως, να εστιάζεις στα αισχρά ΣΟΣ, στα απαισίως επαναλαμβανόμενα θέματα προηγούμενων εξετάσεων και στα θέματα που ξεδιάντροπα διαρρέουν μέσω των αξιόμεμπτων από όλες τις απόψεις "παρατάξεων") τόσο καλύτερα αποδίδεις!

Επομένως, όπως είπα και παραπάνω, δεν είναι μόνο η οκνηρία, η ανώριμη και αντιδραστική μη αποδοχή της πραγματικότητας και η φυγοπονία που με κάνουν να καταθέτω τα όπλα μπροστά στην αβεβαιότητα. Είναι ότι έχω καεί πολλαπλές φορές στο κουρκούτι μιας αβεβαιότητας που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι έκρυβε μία αδυνατότητα.
Αυτή η αδυνατότητα μπορεί να υπάρχει και μόνο στα πλαίσια του τρόπου που θέλεις και πιστεύεις ότι έχει νόημα να γίνει κάτι. Δηλαδή, στο παραπάνω παράδειγμα υπήρχε τελικά τρόπος να αποδώσω, αλλά για εμένα ήταν υποτιμητικός και προσβλητικός και απαράδεκτος, γεγονός που πιθανόν να συνέβαλε στην καθυστέρησή μου να τον αντιληφθώ εξ αρχής. Στην ουσία, ήταν μια δυνατότητα που δεν ήταν δυνατή.

Η απιθανότητα, λοιπόν, δεν με πτοεί ιδιαίτερα. Την αβεβαιότητα κανονικά θα μπορούσα και θα έπρεπε να μάθω να την αντιμετωπίζω, αλλά επί του παρόντος με πτοεί και πολύ μάλιστα, καθώς η εμπειρία έχει αποδείξει πόσο εύκολα μπορεί να καλύπτει μία αδυνατότητα και η γνώση της πιθανότητας της αδυνατότητας είναι που με οδηγεί διαρκώς στην αίσθηση της ματαιότητας, η οποία ματαιώνει κάθε όρεξη και δύναμη και διάθεση για προσπάθεια.

Εντούτοις, αποφάσισα συνειδητά να εμπιστευτώ το γιαούρτι και να σταματήσω να το φυσάω. Όχι γιατί έχω την βεβαιότητα ότι δεν θα με κάψει, ούτε γιατί εμπιστεύομαι την πιθανότητα να μην καίει. Αλλά επειδή δεν έχει νόημα να συνεχίσω να ζω απορρίπτοντας τις δυνατότητες τις δικές μου και/ή των... γιαουρτιών, λόγω του φόβου μου για το αδύνατο.

Γιατί αυτό που φοβάμαι πραγματικά δεν είναι το Απίθανο, το Αβέβαιο, το Αδύνατο και -εν τέλει- το Άγνωστο, αλλά το να χάσω μια ευκαιρία εξαιτίας αυτού ή οποιουδήποτε άλλου φόβου.

12.8.11

Αν χαθείς (η Αρχή της Αρχής)

Ξεκίνησες για το ταξίδι σου χωρίς να το ξέρεις, πριν να μπορείς ακόμα και να καταλάβεις ότι ταξιδεύεις. Γιατί στην αρχή άλλοι σε οδηγούσαν, άλλοι αποφάσιζαν τα επόμενά σου βήματα στο δικό σου, όμως, ταξίδι. Ο τρόπος με τον οποίον ταξίδευαν αυτοί οι άνθρωποι, ωστόσο, σε μάθαινε σιγά σιγά τι είναι ή έστω τι θεωρείται από αυτούς απαραίτητο. Τους έβλεπες να μαζεύουν τροφή, εμπειρίες. Και τα κατέγραφες όλα αυτά. Άρχισες κι εσύ να μαζεύεις τα δικά σου απαραίτητα. Πρώτα έπαιζες ότι μαγειρεύεις ή χτίζεις ένα σπίτι ή μαθαίνεις να φτιάχνεις μια μηχανή. Το παιχνίδι μετατράπηκε σε πραγματικότητα χωρίς να το συνειδητοποιήσεις.

Κάποια στιγμή κατάλαβες ότι ταξιδεύεις. Όπως όταν έμαθες ότι γυρίζει η Γη, παρ' όλο που δεν το νιώθεις. Κι ενώ σε παραξένεψε αυτή η γνώση γιατί δεν ένιωθες να κινείσαι, βαθιά μέσα σου αναγνώρισες την αλήθεια της. Φυσικά η Γη γυρίζει. Και φυσικά κι εσύ ταξιδεύεις. Από πάντα.

Κάποιες φορές το ταξίδι αυτό είναι άκοπο. Όχι απαραίτητα εύκολο, αλλά αβίαστο. Σαν να υπάρχει ο δρόμος μπροστά σου κι όσο δύσκολος κι αν είναι, όσο ανηφορικός, όσο κακοτράχαλος ή όσο βαρύ κι αν είναι το φορτίο στην πλάτη σου, εσύ απλώς πρέπει να συγκεντρωθείς να αντέξεις να τον περπατήσεις.
Άλλες φορές, όμως, βρίσκεσαι σε σταυροδρόμια. Κι εκεί πρέπει να αποφασίσεις προς τα πού θα πας. Δεν ξέρεις ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος, δεν ξέρεις καν αν κάνει διαφορά η επιλογή σου. Αλλά πρέπει να το σκεφτείς. Πρέπει να κρίνεις ότι ό,τι μπορούσες να έχεις υπολογίσει το υπολόγισες.
Ορισμένες φορές, δεν υπάρχει δρόμος. Και δεν ξέρεις όχι απλά αν πηγαίνεις κάπου καλύτερα ή χειρότερα, αλλά και αν πηγαίνεις οπουδήποτε. Θα μπορούσε κάλλιστα να πηγαίνεις σε κύκλους.
Άλλες, είσαι σε έναν δρόμο, αλλά κάτι σου λέει ότι δεν πηγαίνεις καλά. Και τότε πρέπει να αποφασίσεις αν θα επιλέξεις να αφήσεις το δρόμο ή αν θα αγνοήσεις το ένστικτό σου.
Και κάποιες φορές χάνεσαι.

Αν χαθείς...

Κράτησε την ψυχραιμία σου. Είναι πολύ σημαντικό το να έχεις καταλάβει ότι έχεις χαθεί. Είναι το πρώτο βήμα για να μπορέσεις να "βρεθείς".

Αν χαθείς...

Σταμάτα εκεί που είσαι. Δεν έχει νόημα να προχωρήσεις παρακάτω, αφού δεν ξέρεις πού είσαι. Αλλά ούτε έχει νόημα να πας προς τα πίσω ακόμα.

Αν χαθείς...

Πάρε το χρόνο σου και σκέψου πώς έφτασες σε αυτό το σημείο. Προσπάθησε να θυμηθείς όσο περισσότερα μπορείς, όσο πιο πολλές λεπτομέρειες μπορείς, σχετικά με τη διαδρομή σου. Ανάλυσε αυτά που θυμάσαι, σκέψου ποια σημεία μπορεί να ήταν αυτά που βγήκες από το δρόμο σου.

Αν χαθείς...

Είναι ιδανική στιγμή για να επιβεβαιώσεις τον προορισμό σου. Όχι να τον αμφισβητήσεις επειδή δυσκολεύτηκες, αλλά να διερευνήσεις, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, γιατί επιθυμείς αυτόν τον προορισμό, ποια είναι τα θετικά και τα αρνητικά της επιλογής σου και πού ισορροπεί η πλάστιγγα κόστους-απόδοσης. Τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις, δηλαδή, για να επιδιώξεις αυτόν τον προορισμό. Μην φοβάσαι να επιμείνεις, μην φοβάσαι να αλλάξεις. Δεν είναι τόσο η επιλογή σου που θα είναι σωστή ή λάθος, αλλά ο λόγος πίσω από αυτήν.

Αν χαθείς...

Είτε σκοπεύεις να προσπαθήσεις ξανά για τον ίδιο προορισμό είτε όχι...

Γύρισε στην Αρχή. Γύρισε πίσω μέχρι ένα σημείο που θυμάσαι καλά, που αναγνωρίζεις. Ένα σημείο που ήξερες τι έκανες, που ήξερες ποιος ήσουν.

Πόσο καιρό ταξιδεύεις αλήθεια; Δεν θυμάσαι πότε ξεκίνησες. Δεν πάει η συνειδητή μνήμη σου τόσο πίσω. Αλλά η μνήμη δεν υπάρχει μόνο σε εικόνες και στιγμές που θυμάσαι. Υπάρχει μία άλλη, πιο βαθιά μνήμη, πιο πρωταρχική, μία μνήμη για το σώμα και για την ψυχή, πέρα από λέξεις και περιγραφές.
Βρες αυτήν την μνήμη. Άγγιξέ την. Έλα σε επαφή με το πιο βαθύ, πιο εσωτερικό κομμάτι της ύπαρξής σου. Εκεί θα βρεις τις απαντήσεις.

Εκεί, στην άκρη του εαυτού σου και του δρόμου σου, εκεί, στην άκρη της ταυτότητάς σου... εκεί θα θυμηθείς πράγματα που είχες ξεχάσει. Εκεί θα θυμηθείς πραγμάτα, καταστάσεις και ανθρώπους που ακόμα αγαπάς, αλλά το είχες ξεχάσει. Εκεί θα βρεις τις επιλογές σου.

Κι εκεί θα βρεις τη συνέχεια.

Στην Αρχή.

8.8.11

Εγκατάλειψη

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πλατεία Καραμανλάκη. Καλλιγά είναι το επίσημο όνομά της, αλλά κανείς δεν την λέει έτσι για κάποιον λόγο. Όλοι την γνωρίζουν ως "Καραμανλάκη", την πιο γνωστή από τις τέσσερις οδούς που πλαισιώνουν την πλατεία. Όταν το ανακάλυψα αυτό, στενοχωρήθηκα πολύ, γιατί φαντάστηκα πόσο αδικημένη θα πρέπει να ένιωθε η άλλη οδός, που της πήραν την τιμή της πλατείας.
Μια μικρή πλατεία δυο βήματα κάτω από την Πατησίων, μέσα στη μέση της Αθήνας, όπου όλα ήταν δύο βήματα μακριά. Η στάση για λεωφορεία και τρόλλεϋ, το τρένο, ό,τι είδους κατάστημα μπορούσαμε να διανοηθούμε, κινηματογράφοι και θέατρα, σχολεία και φροντιστήρια. Κι η ίδια η πλατεία ήταν η Πλατεία, ο χώρος που ανήκε στα μάτια μας, δικαιωματικά και αξιωματικά, σε εμάς, στα παιδιά της γειτονιάς.
Παίζαμε στην Πλατεία, αλλά και στους γύρω δρόμους, μέχρι αργά το βράδυ καμιά φορά, δέκα, έντεκα, αλλά δεν υπήρχαν πολλοί λόγοι να φοβόμαστε. Οι καφετέριες και η ταβέρνα μας ήταν πάντα γεμάτες και γενικώς υπήρχε πάντα πολύς κόσμος, γονείς με τα παιδιά τους, εργαζόμενοι που καθόντουσαν για λίγο στα παγκάκια πριν να γυρίσουν στα σπίτια τους, ζευγαράκια σε μια απογευματινή βόλτα.
Δεν κυλούσαν σε καμία περίπτωση ήρεμα τα πράγματα. Στην ίδια την Πλατεία μονίμως προέκυπταν διαφωνίες και συγκρούσεις. Αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο και μητέρες τα κυνηγούσαν όταν οι μπάλες επετίθεντο στα παιδιά στις κούνιες. Παιδιά και γονείς, με διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους, διαφωνούσαν για τη σειρά της τσουλήθρας. Παιδιά ξέμεναν πάνω σε δέντρα και ζητούσαν βοήθεια να κατέβουν. Συναγερμοί άρχιζαν να σφυρίζουν κάθε τόσο από κάποιο άστοχο σουτ και σιωπούσαν εξίσου γρήγορα από εξασκημένους ενοίκους των γύρω διαμερισμάτων, μέσω μπαλκονιών και παραθύρων. Αλλά ήταν στο πρόγραμμα αυτά, ήταν ο τρόπος που αλληλεπιδρούσαν οι άνθρωποι, όχι ιδανικός, αλλά λειτουργικός.
Από την άλλη πλευρά τώρα, στο σπίτι, άκουγες πάντα ένα μόνιμο βόμβο από την πλατεία. Ειδικά τα απογεύματα από αρχές Φθινοπώρου μέχρι μέσα Άνοιξης, στις φωνές των παιδιών προσετίθεντο κι αυτές των πουλιών, κάτι μικρών πτηνών, σαν σπουργίτια, ίσως - δεν γνωρίζω και πολλά είδη πτηνών για να κάνω καλύτερο παραλληλισμό - που κοιμόντουσαν στα δύο μεγάλα πεύκα και όλα μαζί έφευγαν πριν την ανατολή και γύριζαν πριν τη δύση. Παιδιά και πουλιά, φώναζαν και γελούσαν, αλλά δεν ήταν ενοχλητικός ο ήχος. Ίσα ίσα που τις ελάχιστες μέρες το Χειμώνα, εκείνες τις πιο κρύες του χρόνου, όταν έμενε άδεια η πλατεία, σου έλειπε ο ζωντανός ήχος της γειτονιάς. Ήταν σαν ένα μόνιμο, μουσικό χαλί, χοντροκομμένο και ζεστό, που σε βοηθούσε να κρατήσεις τις σκέψεις και τις πράξεις σου σε ένα ρυθμό.
Αν υπήρχε διάθεση για μακρινότερες εξορμήσεις, υπήρχε πάντα και η Φωκίωνος Νέγρη, εκείνος ο ατελείωτος πεζόδρομος, που είχε περισσότερες καφετέριες απ' όσες μπορούσαμε να φανταστούμε μαζεμένες στο ίδιο μέρος. Και χώρο! Πολύ χώρο. Βέβαια, αυτήν την εκτιμήσαμε και τιμήσαμε περισσότερο όταν "μεγαλώσαμε" λίγο και αρχίσαμε να αποζητάμε, μιμούμενοι τους μεγάλους, φυσικά, τον "καφέ". Αλλά και πριν, πάντα υπήρχε ένα παγωτό στη Δωδώνη ή ένα σάντουιτς στο Σπιτικό.
Αθήνα, ξεαθήνα, κέντρο, ξεκέντρο, η γειτονιά ήταν από πολλές απόψεις γειτονιά. Ο ράφτης ήταν ο ράφτης, ο τσαγγάρης, τσαγγάρης, ο γαλατάς, γαλατάς (έτσι λέγαμε τον ψιλικατζή, δηλαδή, δεν ξέρω γιατί), ο κλειδαράς, κλειδαράς, ο υδραυλικός, υδραυλικός, ο ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγος, ο βιντεοκλαμπτζής (!), βιντεοκλαμπτζής (έτσι, για να μην ξεχνάμε ότι είχαμε μπει, όμως, και στην εποχή της πληροφορίας), ο ταβερνιάρης, ταβερνιάρης, ο περιπτεράς, περιπτεράς.
Και Αθήνα, ξεαθήνα, κέντρο, ξεκέντρο, η βόλτα ήταν βόλτα. Αργίες, γιορτές ή απλώς Κυριακές, οι άνθρωποι έβγαιναν τις βόλτες τους. Οικογένειες, ζευγάρια, ηλικιωμένοι, έφηβοι και εκείνοι, οι μόνοι που εξακολουθούν να βγαίνουν βόλτες στη γειτονιά γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή, αυτοί με τους σκύλους τους.
Δεν θα εκθειάσω την εποχή εκείνη, γιατί η μνήμη μου είναι πολύ καλή και θυμάμαι ακριβώς πώς ήταν τα πράγματα. Είχαμε και τους περίεργους τύπους μας, είχαμε και τις κλοπές και τις επιθέσεις μας, είχαμε τους πιωμένους και τους ναρκομανείς μας, αλλά όλα αυτά ήταν μια στο τόσο και συνήθως πολύ αργά το βράδυ.
Θυμάμαι γύρω στα δεκαοχτώ, όταν πηγαίναμε με τις φίλες μου σε κλαμπ, να γυρίζουμε το βράδυ και δύο και τρεις και τέσσερις η ώρα, με τις μπότες και τα μίνι και τα διχτυωτά μας και να μην φοβόμαστε. Έβλεπες ίσως κανέναν περίεργο, αλλά και πάλι, μια στο τόσο.
Τα πράγματα άλλαξαν πάρα πολύ γρήγορα. Μέσα σε τέσσερα χρόνια η γειτονιά είναι αγνώριστη. Ελάχιστα παιδιά κατεβαίνουν στην πλατεία και όλα εξαφανίζονται μαζί με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Στην πλατεία είναι μόνο παρέες που βρίζουν, σπάνε πράγματα, καπνίζουν από αυτά που θα νομιμοποιηθούν σε λίγο, ουρούν όπου βρουν και παρενοχλούν οποιοδήποτε θηλυκό μπει στο οπτικό τους πεδίο. Κάθε εβδομάδα, ακούω κι από μια κλοπή. Στα τρένα, στα λεωφορεία, στα ασανσέρ, στο δρόμο. Τσάντες, κινητά, λεφτά, ρολόγια, αλυσίδες εξαφανίζονται με όλο και πιο εξελιγμένες μεθόδους. Για να μην αναφέρω τα μαχαιρώματα που φέτος έγιναν της μόδας.
Το βράδυ επικρατεί απίστευτη φασαρία. Κι όχι αόριστη φασαρία, αλλά ανησυχητική φασαρία. "Προωθητές" και εκδιδόμενες, εξαρτημένοι και εξαρτητές, ακούς και βλέπεις πια τα πάντα, απροκάλυπτα. Φωνάζουν για λεφτά, για ναρκωτικά και πάνω που νομίζεις ότι σφάζονται, αρχίζουν να γελάνε.
Δεν μπορείς να βγεις βόλτα. Με το ζόρι μπορείς να μεταφερθείς από το ένα σημείο στο άλλο. Ειδικά αν είσαι γυναίκα, έχεις και άλλα προβλήματα. Όλες οι γυναίκες έχουν ακούσει κάποια στιγμή σχόλια στο δρόμο, σχόλια που διακυμαίνονται από κολακευτικά ως προσβλητικά. Τώρα πια η κατάσταση μοιάζει περισσότερο με ένα μόνιμο commentary, διανθισμένο με μία μεγάλη ποικιλία επιφωνημάτων και λοιπών ήχων˙ ένα commentary που όχι μόνο δεν έχει καμία συσχέτιση με την προκλητικότητα της εμφάνισης, αλλά στην ουσία έχει αποκλειστικό σκοπό την υποτίμηση της γυναίκας ως οντότητα, ως ιδέα.
Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, ήρθε και η οικονομική κρίση να συμβάλλει. Μισοξεκολλημένες αφίσες σε κενές βιτρίνες, γκράφιτι σε κατεβασμένα ρολά, γράμματα και διαφημιστικά ριγμένα στο κενό, άδειες κούτες πεταμένες όπως όπως και το "ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ" να γελάει με τον εαυτό του... Αυτή είναι η εικόνα εγκατάλειψης της Πατησίων, πλέον, ένα στα τέσσερα μαγαζιά να είναι κλειστό.
Την αγαπούσα τη Γειτονιά μου. Το αγαπούσα το Σπίτι μου, την Πλατεία μου, την Πόλη μου και την Χώρα μου. Αλλά το κάθε ένα από αυτά με έδιωξε με διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι, φυσικά, τα παραπάνω οι λόγοι που φεύγω, αλλά αποτελούν μέρος της εικόνας που με έφτασε μέχρι εδώ (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και σε αυτό το σημείο, στο ν-1, βλέπω πιο καθαρά από ποτέ τη σύνθεση αυτής της εικόνας.
Ο κύριος λόγος που φεύγω είναι το ότι δεν με θέλει αυτός ο τόπος. Δεν με θέλουν ούτε οι άνθρωποι, ούτε οι καταστάσεις και κυρίως δεν με θέλουν οι θεσμοί και κουράστηκα να είμαι ανεπιθύμητη στον ίδιο μου το μέρος. Κουράστηκα να πρέπει διαρκώς να είμαι κόντρα στο ρεύμα. Για κάθε ένα βήμα που κάνω, να με τραβούν πίσω τρία. Να γαντζώνονται πάνω μου για να τους πάρω μαζί μου, ακόμα και για ένα μόνο βήμα. Είναι αντιπαραγωγικό, πώς να το κάνουμε. Ίσως, αργότερα, αν ισορροπήσω και δυναμώσω... ίσως τότε να μπορέσω να βοηθήσω σε μια αλλαγή. Θα το ήθελα αυτό.
Προς το παρόν, όμως, πρέπει να φύγω. Μπορεί να φαίνεται ότι εγκαταλείπω, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να εγκαταλείψεις κάτι που σε εγκατέλειψε πρώτο. Μπορείς να συνεχίσεις να κρατιέσαι από πάνω του, να το αγκαλιάζεις, ενώ τα χέρια του μένουν κρεμασμένα αδιάφορα και το κεφάλι του στραμμένο από την άλλη ή να αποδεχτείς ότι σε έχει αφήσει και να το αφήσεις κι εσύ.

Και όλα αυτά που είναι γύρω μου με έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό.
Το πραγματικό πρόβλημα, όμως, είναι ότι μετά από τόση αμφισβήτηση και απαξίωση, τελικά εγκατέλειψα κι εγώ τον εαυτό μου. Επομένως, δεν φεύγω ψάχνοντας ένα μέρος που να με θέλει. Φεύγω, ψάχνοντας ένα μέρος όπου θα μπορέσω πάλι να θελήσω εγώ τον εαυτό μου.