Pages

26.4.10

Γράφοντας

Βλέπω τις άδειες γραμμές και νιώθω ότι με προσκαλούν να τις γεμίσω. Με θέλουν απεγνωσμένα για να γίνουν κάτι κι εγώ νιώθω ότι ποτέ δεν τις τιμάω όσο αξίζουν, ότι δεν είμαι άξιά τους και ότι κατά μία έννοια τις ρίχνω όταν τις γράφω. Γιατί κάθε μία είχε την προοπτική να γίνει μία μοναδική και πρωτοπόρα γραμμή, ενώ οι περισσότερες που γράφω φυσικά καταλήγουν κοινότυπες, αφού μόνο λίγες (και είμαι τυχερή αν όντως γράφω έστω και λίγες τέτοιες) είναι ξεχωριστές. Κι υπάρχουν κι εκείνες οι γραμμές... που μένουν κενές. Τι αξίζει περισσότερο; Μια γραμμή που έχει τη δυνατότητα να αγγίξει τον ουρανό ή αυτή που έχει αποκτήσει τη θέση της στη γη, αλλά δεν έχει πια τη δυνατότητα να πάει ψηλότερα; Γιατί να πρέπει να διαλέξω εγώ το να τη γράψω ή όχι;
Και νιώθω κι εγώ μια γραμμή ενός τετραδίου που περιμένει να δει αν θα αποκτήσει κάποιο νόημα, αν θα κουβαλήσει κάποια σκέψη. Άλλοι συγγραφείς θα αποφασίσουν για την τύχη μου. Οι συγγραφείς της ζωής μου. Οι άνθρωποι της ζωής μου. Εκείνοι θα με αξιοποιήσουν ή θα με αδικήσουν, θα με γράψουν ή θα με μουτζουρώσουν, θα με εξυψώσουν ή θα με ισοπεδώσουν, θα μου δώσουν νόημα ή θα με κάνουν μια ανοησία. Και κυρίως... αυτοί θα αποφασίσουν αν θα με γράψουν, έτσι κι αλλιώς, ή αν θα με προσπεράσουν. Αν θα με αφήσουν άγραφη, να μείνω με μόνη συντροφιά τη δυνατότητα του τι θα μπορούσα να είμαι.

19.4.10

Νικιέται και παρά νικιέται

«Έρως ανίκατε μάχαν...»

Όποιος θεωρεί τον έρωτα ως ανίκητο, είναι, κατά τη γνώμη μου, ή τυχερός ή άπειρος ή και τα δύο. Θα μπορούσα να διαπραγματευτώ το ανίκητο του έρωτα μόνο στις λίγες – τις ελάχιστες – αληθινές, δυνατές και δικαιωμένες μορφές του και ακόμα κι έτσι έχω πολλές ενστάσεις, αφού αν εφαρμόσουμε αυτό το διαχωρισμό είναι σα να δηλώνουμε το αυταπόδεικτο: «οι έρωτας που διατηρούνται είναι ανίκητοι». Τι γίνεται, όμως, έτσι κι αλλιώς, με τις υπόλοιπες – και δυστυχώς πολυπληθέστερες – περιπτώσεις του έρωτα; Τι γίνεται με τις άδοξες, τις μάταιες, τις ανεκπλήρωτες, τις αδικαίωτες, τις παραμελημένες, τις προδομένες; Τις μη αμοιβαίες; Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο έρωτας μόνο ανίκητος δεν είναι. Αργά ή γρήγορα ηττείται. Και, αν δεν ηττηθεί, το μόνο που μπορεί να νικήσει είναι αυτόν που τον φιλοξενεί.

Πρακτικά μιλώντας, πόσους ανθρώπους γνωρίζει ο καθένας που έχουν ερωτευτεί μία και μόνο φορά, και ο έρωτας αυτός, ο μεγάλος όπως λέμε, «νίκησε τη μάχη»; Εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω κανέναν. Έχω δει μεγάλους έρωτες, αλλά σπάνια ήταν μοναδικοί και ακόμα πιο σπάνια κράτησαν «για πάντα». Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι ερωτεύονται και απογοητεύονται (η ρίμα ήταν σκόπιμη) ή ερωτεύονται μη αμοιβαία ή ερωτεύονται και προδίδονται ή ερωτεύονται και ξε-ερωτεύονται κλπ τουλάχιστον μια φορά.

Άρα νικιέται και παρά νικιέται και μάλιστα πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι νικάει. Δεν μιλάει η απογοήτευση ή η απαισιοδοξία, αλλά η παρατήρηση και η στατιστική.

Έτσι, άλλωστε, εξηγείται πώς οι περισσότεροι άνθρωποι ερωτεύονται περισσότερες από μία φορές στη ζωή τους. Θα με ρωτήσετε, βέβαια, και πού είναι το κακό στο να ερωτευόμαστε περισσότερες από μία φορές; Θεωρητικά πουθενά. Θεωρητικά είναι θετικό αυτό, αφού έτσι δεν έχουμε μόνο μία ευκαιρία στον έρωτα, αφού, θεωρητικά, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και ανεξάρτητη. Πρακτικά, κακά τα ψέμματα, κάθε ευκαιρία έρχεται με ένα κόστος. Αν έχεις ερωτευτεί πολλές φορές, εξ ορισμού κάτι δεν πήγε καλά στις προηγούμενες. Σε απέρριψαν, σε έγραψαν, κουράστηκες, βαρέθηκαν, πίεσες, σε πίεσαν, δεν άκουγες, δεν σε άκουγαν, δεν μιλούσες, δεν μιλούσαν, ό,τι και όπως και να έγινε, τέλος πάντων, κάτι δεν πέτυχε. Και αυτό το γεγονός φέρει ένα κόστος.

Δεν είναι το ίδιο να έχεις ερωτευτεί μία και μόνο μία φορά με το να έχεις νιώσει πολλά και διαφορετικά πράγματα για διάφορους ανθρώπους. Αυτή την ποικιλία κάποτε την θεωρούσα αναμενόμενη, τώρα την βλέπω ως μια επαναλαμβανόμενη σφαλιάρα, κάτι σαν τις αρνητικές απαντήσεις των διαγωνισμών: «Λυπάμαι χάσατε! Παρακαλώ, δοκιμάστε αργότερα». Μια ελεύθερη μετάφραση του οποίου είναι: «Χα χα, τι κορόιδα! Περιμένατε ότι θα κερδίζατε κι όλας!». Φυσικά ο έρωτας δεν είναι ένα διαγωνισμός το αποτέλεσμα του οποίου είναι δυαδικό: «κερδίζω» ή «χάνω». Αλλά αυτό ακριβώς λέω τόσην ώρα.

Και το ερώτημα είναι, πόσες φορές μπορείς να τον ξεπεράσεις τον έρωτα πραγματικά, ουσιαστικά και να είσαι ακόμα ικανός να ξαναερωτευθείς; Πόσες φορές μπορείς να πεις «δεν αξίζει», «χαμένο παιχνίδι», «πάμε γι’άλλα», χωρίς το κόστος να αρχίσει να σε βαραίνει; Το κάνεις μία, το κάνεις δύο, το κάνεις τρεις φορές. Στις δεκατρείς; Στις είκοσι τρεις φορές, τι κάνεις; Για την ακρίβεια, πώς το κάνεις; Πώς συνεχίζεις αυτήν την συναισθηματική παρέλαση χωρίς να γίνεσαι λίγο λίγο σχιζοφρενής; Πώς να μην αρχίσεις να μπερδεύεσαι; Πώς να μην αρχίσεις να απογοητεύεσαι; Ειλικρινά, μου είναι πολύ πιο κατανοητή η ιδέα του να κάνω τα αδύνατα δυνατά για τον ένα και μοναδικό έρωτά μου, από το να προσπερνώ κατάσταση, την κατάσταση. Παρένθεση: το «προσπερνάω» είναι το μόνο που μπορώ να υποχρεώσω τον εαυτό μου να κάνει. Το «ξεπερνάω» δεν εκβιάζεται.

Πέρα απ’ το ότι, προφανώς, θα προτιμούσα να είχα βρει ήδη τον «μεγάλο έρωτα» (ας καταγραφεί ότι τα εισαγωγικά εδώ δηλώνουν ειρωνία), πιάνω τον εαυτό μου πλέον να εύχεται να μην είχε χρειαστεί να ερωτευτεί περισσότερες από μία φορές.

Αλοίμονο, μην υποθέσετε ότι θα προτιμούσα να ήμασταν έρμαια αποκλειστικά του πρώτου έρωτα και ό,τι και να γινόταν με αυτόν εμείς να μη μπορούσαμε να ξαναερωτευτούμε! Αν ήταν έτσι, η δική μου ιστορία θα ξέραμε από τώρα ότι δεν θα έχει χάπι έντ.

Επιπλέον, μέχρι αυτή τη στιγμή, ο μόνος έρωτας που έχω πραγματικά ξεπεράσει (ειρωνικώς, αφού τότε μου φαινόταν πιο αδύνατο από οποτεδήποτε άλλωτε) είναι ο πρώτος μου και αν επέλεγα αναδρομικά κάποιον από τους έρωτές μου μέχρι στιγμής δεν θα διάλεγα αυτόν.

Αλλά αυτή τη στιγμή, θα προτιμούσα απλά να μπορούσα να είχα αποφύγει όλη αυτή τη συναισθηματική ναυτία, την οποία, δυστυχώς, δεν ανακουφίζει η συμβατική φαρμακευτική προσέγγιση.

Αυτή τη στιγμή, θα ήθελα τα πράγματα να ήταν τόσο απλά, όσο μόνο ένας μοναδικός, αμοιβαίος και ανίκητος έρωτας μπορεί να είναι.

16.4.10

Colors of the Wind



Κάθε πρόταση και μία αλήθεια...

You think I'm an ignorant savage
And you've been so many places
I guess it must be so
But still I cannot see
If the savage one is me
How can there be so much that you don't know?

You don't know ...


You think you own whatever land you land on
The Earth is just a dead thing you can claim
But I know every rock and tree and creature
Has a life, has a spirit, has a name

You think the only people who are people
Are the people who look and think like you
But if you walk the footsteps of a stranger
You'll learn things you never knew you never knew

Have you ever heard the wolf cry to the blue corn moon
Or asked the grinning bobcat why he grinned?
Can you sing with all the voices of the mountains?
Can you paint with all the colors of the wind?
Can you paint with all the colors of the wind?

Come run the hidden pine trails of the forest
Come taste the sun-sweet berries of the Earth
Come roll in all the riches all around you
And for once, never wonder what they're worth

The rainstorm and the river are my brothers
The heron and the otter are my friends
And we are all connected to each other
In a circle, in a hoop that never ends

How high will the sycamore grow?
If you cut it down, then you'll never know
And you'll never hear the wolf cry to the blue corn moon

For whether we are white or copper skinned
We need to sing with all the voices of the mountains
We need to paint with all the colors of the wind

You can own the Earth and still
All you'll own is Earth until
You can paint with all the colors of the wind...

10.4.10

Ταξιδεύοντας

Μπορούμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο; Ας χωρίσουμε το ερώτημα στα δύο προφανή μέρη της: α) Μπορούμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν; και β) Μπορούμε να ταξιδέψουμε στο μέλλον;

α) Τι είναι μια ανάμνηση αν όχι το υπόλειμμα μιας παρελθοντικής στιγμής; Τι είναι ένα βιβλίο ιστορίας αν όχι μια προσπάθεια ανασύστασης περασμένων γεγονότων; Τι είναι η αρχαιολογία αν όχι η ανακάλυψη προηγούμενων εποχών;

Ίσως ξεφυσάτε λίγο απογοητευμένοι και σκέφτεστε «δεν είναι το ίδιο». Το ίδιο με τι; Με την πλήρη αναβίωση μιας στιγμής, την οποία ορίζουμε αυτονόητα ως ταξίδι στο παρελθόν; Ίσως σκέφτεστε ότι τα προαναφερθέντα μέσα δεν είναι ακριβή, ότι μας δίνουν μερικά δεδομένα για τα οποία ίσως δεν μπορούμε καν να είμαστε σίγουροι και τα οποία πρέπει να συνδέσουμε με υποθέσεις για να δημιουργήσουμε ένα πλήρες νόημα. Και ρωτώ, ξέρουμε τόσο περισσότερα για το παρόν; Είμαστε ποτέ σίγουροι για το τι συμβαίνει ακριβώς αυτή τη στιγμή που ζούμε ακριβώς τώρα; Έχουμε ποτέ όλα τα δεδομένα; Όχι, απλά θεωρούμε ότι έχουμε αρκετά, ώστε οι υποθέσεις που πρέπει να κάνουμε για να τα ενώσουμε μοιάζουν αμελητέες. Αλλά αυτό είναι απλά θέμα συνήθειας.

β) Η απάντηση είναι τόσο προφανής. Ο μόνος λόγος που δεν την βλέπουμε είναι ότι δεν συνειδητοποιούμε την πραγματική φύση του παρόντος. Το κάθε παρόν, πριν και μέχρι να γίνει παρόν, δεν ήταν τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από μέλλον. Τι άλλο είναι, άρα, το παρόν παρά η διαδοχή των προορισμών μικρών ταξιδιών από μελλοντική στιγμή σε μελλοντική στιγμή;

Άρα φυσικά και μπορούμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο. Από πάντα ταξιδεύουμε στο χρόνο, απλά και μόνο γιατί υπάρχει μνήμη και καταγραφή και απλά και μόνο γιατί η ίδια η ζωή μας είναι για εμάς ένα ταξίδι στο χρόνο.

Ταξιδεύουμε στο παρελθόν κάθε τόσο, χωρίς να το θέλουμε, με τη μνήμη ή σκόπιμα, όταν ψάχνουμε κάτι συγκεκριμένο. Και ταξιδεύουμε στο μέλλον μεθοδικά, σταθερά, μία στιγμή τη φορά.

6.4.10

Το τραπέζι της τελευταίας αλήθειας

Η αρχή ήταν δύσκολη. Μπήκαμε σε μια αίθουσα σαν κάθετο σπιρτόκουτο. Το πάτωμα ήταν η μικρή ορθογώνια πλευρά του, με καθίσματα σε μορφή αμφιθεατρικού «Π». Δεν μπορούσες ούτε να αγνοήσεις, ούτε να απομακρυνθείς πολύ από το πτώμα που κείτονταν, παρατημένο λίγο άκομψα, πάνω στο μεταλλικό τραπέζι στη μέση της αίθουσας. Ένας άντρας. Το θέαμα δεν ήταν καθόλου ευχάριστο και η αμηχανία όλων μας ήταν έκδηλη όσο και αναμενόμενη. Η μυρωδιά της αποσύνθεσης δεν βοηθάει. Ψίθυροι και νευρικά γέλια ακούγονται ανάμεσά μας, καθώς μοιραζόμαστε στις θέσεις, προσπαθώντας να κάτσουμε κοντά στους συμφοιτητές με τους οποίους νιώθουμε πιο άνετα. Κάποιοι χλωμιάζουν, κάποιοι το ρίχνουν στην πλάκα, κάποιοι προσπαθούν να δείξουν ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, κάποιοι ψυχρό επαγγελματισμό.

Εγώ σηκώνω το βλέμμα μου στο εκτυφλωτικό φως που μπαίνει από τα τζάμια στο πάνω μέρος της ψηλής αίθουσας και προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Αυτός ο άνθρωπος έχει χάσει τη ζωή του. Πόσο μικρό είναι να ασχολούμαι με τα δικά μου συναισθήματα, τις δικές μου ανασφάλειες; Το πώς νιώθω εγώ είναι εντελώς εκτός θέματος. Η ώρα αυτή ανήκει σε αυτόν τον άντρα, στη δική του ζωή. Επιπλέον, ό,τι πέρασε αυτός ο άνθρωπος, το πέρασε. Δεν πονάει πια, δεν υποφέρει. Και δεν κάνει και τίποτα άλλο φυσικά. Για εμάς θα ήταν δύσκολη η επόμενη ώρα, όχι για αυτόν. Άρα έπρεπε απλά να το ξεπεράσω. Όλως περιέργως, δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο περίμενα.

Σαν το ηλεκτρόνιο κι ο άνθρωπος είναι τόσο ύλη όσο και κύμα. Όπως τα πάντα, ο άνθρωπος είναι τόσο ύλη όσο και ενέργεια. Εδώ έχουμε την ύλη. Και δουλειά μας να ξεδιαλύνουμε τι έγινε στην ύλη ώστε χάθηκε η ενέργεια.

Το νυστέρι κόβει τη σάρκα. Πάντα ακολουθώντας την ίδια προκαθορισμένη διαδρομή. Σαν προφητεία έτοιμη να εκπληρωθεί, χαράζει την πορεία του κι εκθέτει ένα ένα τα εσώτερα στρώματα της υλικής πλευράς αυτού ανθρώπου. Χωρίς φόβο, χωρίς πάθος, χωρίς κανένα συναίσθημα, ουδέτερα, σαν ο επίσημος αγγελιοφόρος μιας ανώτερης, ολοκληρωτικής αλήθειας, ο Ιατροδικαστής υπαγορεύει τα ευρήματα στην βοηθό του.

Η βοηθός έχει ζωντανέψει σίγουρα από τις σελίδες κάποιου σκοτεινού μυθιστορήματος: λεπτό πρόσωπο, λευκό, μαρμάρινο δέρμα σε πλήρη αντίθεση με τα σκούρα μάτια και τα υπέροχα μαύρα, μακριά, κυματιστά μαλλιά. Ταιριάζει τόσο πολύ στην εικόνα που η ειρωνία δεν καταφέρνει να με ενοχλήσει.

Δεν ακούγεται τίποτα πέρα από τους ήχους της συνάντησης των μεταλλικών εργαλείων με τη σάρκα, από τη σταθερή φωνή του Ιατροδικαστή, από το περιστασιακό θρόισμα του γυρίσματος μιας σελίδας στις σημειώσεις της βοηθού. Πενήντα άτομα θα μπορούσαμε να είμαστε εξίσου άψυχοι όσο και ο άντρας στο τραπέζι... αν εξαιρούσε κανείς την ενέργεια που μπορεί να παραχθεί μόνο από το βάρος μιας συλλογικά κρατημένης αναπνοής. Πενήντα άτομα και κανείς δεν κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Τα λεπτά περνούν, γίνονται ώρα και συνεχίζουν να περνούν, και δεν έχει ακουστεί ούτε το παραμικρό τρίξιμο μιας καρέκλας από την προσπάθεια κάποιου να βολευτεί, ούτε το αχνό ψιθύρισμα ενός υφάσματος που προκαλείται από την παραμικρή κίνηση. Κανείς δεν μιλάει. Κανείς δεν κινείται. Κανείς δεν κρατάει σημειώσεις. Κανείς δεν αναπνέει.

Και η διαδικασία συνεχίζεται. Συστηματικά, υπεύθυνα, τα πάντα κόβονται, ζυγίζονται, μελετούνται, προετοιμάζονται για μικροσκόπηση.

Και δεν υπάρχουν πια μυστικά.

Βίαιη, βάρβαρη, πρωτόγονη, αλλά με τέτοιο έλεγχο και ψυχρότητα και σοβαρότητα, που είναι αδύνατο να μη σου προκαλέσει δέος. Ό,τι και να έχεις δει, ό,τι και να έχεις κάνει, αυτό είναι κάτι διαφορετικό, ανώτερο, παίρνει από μόνο του μια τελετουργική διάθεση.

Αν υπάρχει θεός, αποκλείεται να μην θεωρεί ότι υπερβαίνουμε την δικαιοδοσία μας. Αν υπάρχει θεός, τότε κάθε φορά που νεκροτομείται ένας άνθρωπος είμαι σίγουρη ότι μας γυρίζει με αποδοκιμασία την πλάτη για την πεζότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε την ύλη ενός δημιουργήματός του.

Αλλά η πεζότητα αυτή δεν προκύπτει από έλλειψη σεβασμού ή από αναιδή διάθεση, οπότε δεν έρχεται σε αντίθεση με το μεγαλείο της ζωής. Άλλωστε αυτό είναι το μεγαλείο της ζωής, το ότι είναι η εξαίρεση, μια καταπληκτική, περιστασιακή, ευάλωτη συμπύκνωση οργάνωσης που όλες οι δυνάμεις γύρω της προσπαθούν και αργά ή γρήγορα καταφέρνουν να αλλοιώσουν, να διαλύσουν. Η ζωή είναι ένας ασταμάτητος πόλεμος, μια διαρκής προσπάθεια διατήρησης μιας τρύπας στο νερό εν ώρα τρικυμίας.

Και η Ιατρική είναι ένα σημαντικό όπλο σ’αυτόν τον πόλεμο. Γι’αυτό και προκαλεί τόσο δέος· η εντατική, τα χειρουργεία, ο απινιδισμός, η τεχνητή αναπνοή, όλοι οι ακραίοι χειρισμοί που μπορούν να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο, η αδρεναλίνη, η ευθύνη. Αλλά η νεκροτομή έρχεται μετά τη μάχη. Μετά την ήττα. Τιμάει τη ζωή στην απουσία της. Τόσο αβίαστη, τόσο ψυχρή. Τόσο χονδροειδής, αλλά και τόσο κομψή, καταλήγοντας στη διατύπωση του αιτίου της αναντιστρεπτής έκβασης... στην τελευταία αλήθεια.

Γιατί, ενώ το έγκλημα έχει διαπραχθεί, ο ένοχος μπορεί ακόμα να βρεθεί. Και εκεί θα βρεθεί... στο τραπέζι της τελευταίας αλήθειας.