Pages

10.4.10

Ταξιδεύοντας

Μπορούμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο; Ας χωρίσουμε το ερώτημα στα δύο προφανή μέρη της: α) Μπορούμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν; και β) Μπορούμε να ταξιδέψουμε στο μέλλον;

α) Τι είναι μια ανάμνηση αν όχι το υπόλειμμα μιας παρελθοντικής στιγμής; Τι είναι ένα βιβλίο ιστορίας αν όχι μια προσπάθεια ανασύστασης περασμένων γεγονότων; Τι είναι η αρχαιολογία αν όχι η ανακάλυψη προηγούμενων εποχών;

Ίσως ξεφυσάτε λίγο απογοητευμένοι και σκέφτεστε «δεν είναι το ίδιο». Το ίδιο με τι; Με την πλήρη αναβίωση μιας στιγμής, την οποία ορίζουμε αυτονόητα ως ταξίδι στο παρελθόν; Ίσως σκέφτεστε ότι τα προαναφερθέντα μέσα δεν είναι ακριβή, ότι μας δίνουν μερικά δεδομένα για τα οποία ίσως δεν μπορούμε καν να είμαστε σίγουροι και τα οποία πρέπει να συνδέσουμε με υποθέσεις για να δημιουργήσουμε ένα πλήρες νόημα. Και ρωτώ, ξέρουμε τόσο περισσότερα για το παρόν; Είμαστε ποτέ σίγουροι για το τι συμβαίνει ακριβώς αυτή τη στιγμή που ζούμε ακριβώς τώρα; Έχουμε ποτέ όλα τα δεδομένα; Όχι, απλά θεωρούμε ότι έχουμε αρκετά, ώστε οι υποθέσεις που πρέπει να κάνουμε για να τα ενώσουμε μοιάζουν αμελητέες. Αλλά αυτό είναι απλά θέμα συνήθειας.

β) Η απάντηση είναι τόσο προφανής. Ο μόνος λόγος που δεν την βλέπουμε είναι ότι δεν συνειδητοποιούμε την πραγματική φύση του παρόντος. Το κάθε παρόν, πριν και μέχρι να γίνει παρόν, δεν ήταν τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από μέλλον. Τι άλλο είναι, άρα, το παρόν παρά η διαδοχή των προορισμών μικρών ταξιδιών από μελλοντική στιγμή σε μελλοντική στιγμή;

Άρα φυσικά και μπορούμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο. Από πάντα ταξιδεύουμε στο χρόνο, απλά και μόνο γιατί υπάρχει μνήμη και καταγραφή και απλά και μόνο γιατί η ίδια η ζωή μας είναι για εμάς ένα ταξίδι στο χρόνο.

Ταξιδεύουμε στο παρελθόν κάθε τόσο, χωρίς να το θέλουμε, με τη μνήμη ή σκόπιμα, όταν ψάχνουμε κάτι συγκεκριμένο. Και ταξιδεύουμε στο μέλλον μεθοδικά, σταθερά, μία στιγμή τη φορά.

6.4.10

Το τραπέζι της τελευταίας αλήθειας

Η αρχή ήταν δύσκολη. Μπήκαμε σε μια αίθουσα σαν κάθετο σπιρτόκουτο. Το πάτωμα ήταν η μικρή ορθογώνια πλευρά του, με καθίσματα σε μορφή αμφιθεατρικού «Π». Δεν μπορούσες ούτε να αγνοήσεις, ούτε να απομακρυνθείς πολύ από το πτώμα που κείτονταν, παρατημένο λίγο άκομψα, πάνω στο μεταλλικό τραπέζι στη μέση της αίθουσας. Ένας άντρας. Το θέαμα δεν ήταν καθόλου ευχάριστο και η αμηχανία όλων μας ήταν έκδηλη όσο και αναμενόμενη. Η μυρωδιά της αποσύνθεσης δεν βοηθάει. Ψίθυροι και νευρικά γέλια ακούγονται ανάμεσά μας, καθώς μοιραζόμαστε στις θέσεις, προσπαθώντας να κάτσουμε κοντά στους συμφοιτητές με τους οποίους νιώθουμε πιο άνετα. Κάποιοι χλωμιάζουν, κάποιοι το ρίχνουν στην πλάκα, κάποιοι προσπαθούν να δείξουν ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, κάποιοι ψυχρό επαγγελματισμό.

Εγώ σηκώνω το βλέμμα μου στο εκτυφλωτικό φως που μπαίνει από τα τζάμια στο πάνω μέρος της ψηλής αίθουσας και προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Αυτός ο άνθρωπος έχει χάσει τη ζωή του. Πόσο μικρό είναι να ασχολούμαι με τα δικά μου συναισθήματα, τις δικές μου ανασφάλειες; Το πώς νιώθω εγώ είναι εντελώς εκτός θέματος. Η ώρα αυτή ανήκει σε αυτόν τον άντρα, στη δική του ζωή. Επιπλέον, ό,τι πέρασε αυτός ο άνθρωπος, το πέρασε. Δεν πονάει πια, δεν υποφέρει. Και δεν κάνει και τίποτα άλλο φυσικά. Για εμάς θα ήταν δύσκολη η επόμενη ώρα, όχι για αυτόν. Άρα έπρεπε απλά να το ξεπεράσω. Όλως περιέργως, δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο περίμενα.

Σαν το ηλεκτρόνιο κι ο άνθρωπος είναι τόσο ύλη όσο και κύμα. Όπως τα πάντα, ο άνθρωπος είναι τόσο ύλη όσο και ενέργεια. Εδώ έχουμε την ύλη. Και δουλειά μας να ξεδιαλύνουμε τι έγινε στην ύλη ώστε χάθηκε η ενέργεια.

Το νυστέρι κόβει τη σάρκα. Πάντα ακολουθώντας την ίδια προκαθορισμένη διαδρομή. Σαν προφητεία έτοιμη να εκπληρωθεί, χαράζει την πορεία του κι εκθέτει ένα ένα τα εσώτερα στρώματα της υλικής πλευράς αυτού ανθρώπου. Χωρίς φόβο, χωρίς πάθος, χωρίς κανένα συναίσθημα, ουδέτερα, σαν ο επίσημος αγγελιοφόρος μιας ανώτερης, ολοκληρωτικής αλήθειας, ο Ιατροδικαστής υπαγορεύει τα ευρήματα στην βοηθό του.

Η βοηθός έχει ζωντανέψει σίγουρα από τις σελίδες κάποιου σκοτεινού μυθιστορήματος: λεπτό πρόσωπο, λευκό, μαρμάρινο δέρμα σε πλήρη αντίθεση με τα σκούρα μάτια και τα υπέροχα μαύρα, μακριά, κυματιστά μαλλιά. Ταιριάζει τόσο πολύ στην εικόνα που η ειρωνία δεν καταφέρνει να με ενοχλήσει.

Δεν ακούγεται τίποτα πέρα από τους ήχους της συνάντησης των μεταλλικών εργαλείων με τη σάρκα, από τη σταθερή φωνή του Ιατροδικαστή, από το περιστασιακό θρόισμα του γυρίσματος μιας σελίδας στις σημειώσεις της βοηθού. Πενήντα άτομα θα μπορούσαμε να είμαστε εξίσου άψυχοι όσο και ο άντρας στο τραπέζι... αν εξαιρούσε κανείς την ενέργεια που μπορεί να παραχθεί μόνο από το βάρος μιας συλλογικά κρατημένης αναπνοής. Πενήντα άτομα και κανείς δεν κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Τα λεπτά περνούν, γίνονται ώρα και συνεχίζουν να περνούν, και δεν έχει ακουστεί ούτε το παραμικρό τρίξιμο μιας καρέκλας από την προσπάθεια κάποιου να βολευτεί, ούτε το αχνό ψιθύρισμα ενός υφάσματος που προκαλείται από την παραμικρή κίνηση. Κανείς δεν μιλάει. Κανείς δεν κινείται. Κανείς δεν κρατάει σημειώσεις. Κανείς δεν αναπνέει.

Και η διαδικασία συνεχίζεται. Συστηματικά, υπεύθυνα, τα πάντα κόβονται, ζυγίζονται, μελετούνται, προετοιμάζονται για μικροσκόπηση.

Και δεν υπάρχουν πια μυστικά.

Βίαιη, βάρβαρη, πρωτόγονη, αλλά με τέτοιο έλεγχο και ψυχρότητα και σοβαρότητα, που είναι αδύνατο να μη σου προκαλέσει δέος. Ό,τι και να έχεις δει, ό,τι και να έχεις κάνει, αυτό είναι κάτι διαφορετικό, ανώτερο, παίρνει από μόνο του μια τελετουργική διάθεση.

Αν υπάρχει θεός, αποκλείεται να μην θεωρεί ότι υπερβαίνουμε την δικαιοδοσία μας. Αν υπάρχει θεός, τότε κάθε φορά που νεκροτομείται ένας άνθρωπος είμαι σίγουρη ότι μας γυρίζει με αποδοκιμασία την πλάτη για την πεζότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε την ύλη ενός δημιουργήματός του.

Αλλά η πεζότητα αυτή δεν προκύπτει από έλλειψη σεβασμού ή από αναιδή διάθεση, οπότε δεν έρχεται σε αντίθεση με το μεγαλείο της ζωής. Άλλωστε αυτό είναι το μεγαλείο της ζωής, το ότι είναι η εξαίρεση, μια καταπληκτική, περιστασιακή, ευάλωτη συμπύκνωση οργάνωσης που όλες οι δυνάμεις γύρω της προσπαθούν και αργά ή γρήγορα καταφέρνουν να αλλοιώσουν, να διαλύσουν. Η ζωή είναι ένας ασταμάτητος πόλεμος, μια διαρκής προσπάθεια διατήρησης μιας τρύπας στο νερό εν ώρα τρικυμίας.

Και η Ιατρική είναι ένα σημαντικό όπλο σ’αυτόν τον πόλεμο. Γι’αυτό και προκαλεί τόσο δέος· η εντατική, τα χειρουργεία, ο απινιδισμός, η τεχνητή αναπνοή, όλοι οι ακραίοι χειρισμοί που μπορούν να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο, η αδρεναλίνη, η ευθύνη. Αλλά η νεκροτομή έρχεται μετά τη μάχη. Μετά την ήττα. Τιμάει τη ζωή στην απουσία της. Τόσο αβίαστη, τόσο ψυχρή. Τόσο χονδροειδής, αλλά και τόσο κομψή, καταλήγοντας στη διατύπωση του αιτίου της αναντιστρεπτής έκβασης... στην τελευταία αλήθεια.

Γιατί, ενώ το έγκλημα έχει διαπραχθεί, ο ένοχος μπορεί ακόμα να βρεθεί. Και εκεί θα βρεθεί... στο τραπέζι της τελευταίας αλήθειας.

18.3.10

Μια απ' αυτές τις νύχτες

Ήταν μια απ’ αυτές τις νύχτες. Ήμουν τόσο κουρασμένη, αλλά ο Μορφέας με είχε ξεχάσει. Ή ίσως δεν με καταδεχόταν. Γύριζα από δω, γύριζα από εκεί, σε κύκλους «αριστερό πλευρό-μπρούμυτα-δεξί πλευρό-ανάσκελα» ή σε ταλάντωση από πλευρό σε πλευρό. Κάθε μερικούς κύκλους ή ταλαντώσεις, άπλωνα το χέρι μου και έπαιρνα το κινητό μου από το κομοδίνο για να κοιτάξω την ώρα. Η ώρα άλλαζε αργά, πολύ αργά, και το συμπέρασμα ήταν ίδιο: νωρίς· πολύ νωρίς.
Μην σκέφτεσαι. Σταμάτα να σκέφτεσαι.
Αλλά, όσο και να προσπαθούσα, η πνευματική σιωπή κρατούσε πολύ λίγο. Οι ίδιες σκέψεις, ο ίδιος κύκλος. Ένιωθα ότι ο χτύπος της καρδιάς μου παραήταν ζωηρός για να μπορέσω να αποκοιμηθώ. Προσπαθούσα να ρυθμίσω την αναπνοή μου, να την βαθύνω. Η αργή αναπνοή, όμως, το μόνο που πέτυχε ήταν να με κάνει να συνειδητοποίησω ακόμα περισσότερο πόσο ανήσυχη ήταν η καρδιά μου. Χτυπούσε το στέρνο μου από μέσα σαν παράδοξος πολιορκητικός κριός, με αργά, δυνατά, καίρια χτυπήματα. Κάθε χτύπημα προκαλούσε δονήσεις κατά μήκους όλου του τοίχους, καταλήγωντας να αντηχεί στα αυτιά μου σαν το μούγγρισμα υπεδάφους που ετοιμάζεται να σειστεί. Ανόητη σκέψη, μαλώνω τον εαυτό μου κι αλλάζω για άλλη μια φορά πλευρό.
Μετράω πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες, αλλά σταμάταω όταν από τον εκνευρισμό μου άρχιζω να φαντάζομαι ότι τα σφάζω ένα ένα.
Οι ίδιες σκέψεις, σαν το μυαλό μου να έχει ένα κρυμμένο κουμπί «replay» που έχει κολλήσει πατημένο. Ίσως θέλω σέρβις, σκέφτομαι με αυτοσαρκασμό και κοιτάω για άλλη μια φορά την ώρα. 4.15’. Νωρίς· ακόμα είναι νωρίς.
Όταν ήμουν μικρή ζήλευα πάρα πολύ, σχεδόν σε παθολογικό βαθμό. Μια φορά είχα χαλάσει τον κόσμο γιατί ήθελα κι εγώ τούρτα, ενώ ήταν τα γενέθλια της αδερφής μου. Μέχρι να περάσω την εφηβεία είχα καταλήξει στο άλλο άκρο, δεν μπορούσα πια να θυμηθώ ούτε πώς νιώθεις όταν ζηλεύεις. Είναι αστείο πώς συμβαίνει αυτό καμιά φορά, πώς από το ένα άκρο πας στο άλλο. Τώρα, όμως, ζηλεύω σαν να είμαι πάλι πέντε χρονών. Τώρα, καθώς παλεύω τόσο απεγνωσμένα να κοιμηθώ, ζηλεύω αυτούς που κοιμούνται. Είναι πράγματι τόσο εγωιστικό να θες να κοιμηθείς; Ζητάω πράγματι τόσο πολλά; Είναι τόσο παράλογη απαίτηση; Γιατί είναι τόσο δύσκολο; Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο.
Ανοίγω τα μάτια μου εκνευρισμένη. Κοιτάω απ’το παράθυρο το κομμάτι του σκοτεινού ουρανού που φαίνεται ανάμεσα από τις γειτονικές πολυκατοικίες. Οι κεραίες που προεξέχουν από τις ταράτσες δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται στη μέση μιας δέησης προς τους θεούς της τηλεπικοινωνίας. Φαντάζομαι τα αόρατα κύματα που μεταφέρονται με τον αέρα· τα φαντάζομαι να πέφτουν πάνω στις κεραίες. Πώς μπορεί μια αναταραχή του αέρα να κωδικοποιεί ήχο και εικόνα; Τη θεωρία την ξέρω, ποτέ, όμως, δεν μπόρεσα να το συλλάβω πραγματικά, όπως δεν συλλαμβάνω και την έννοια των ν διαστάσεων ή το πώς γίνεται, τέλος πάντων, η γάτα του Σρέντιγκερ να είναι ταυτόχρονα ζωντανή και πεθαμένη ή γιατί κάποιοι άνθρωποι απολαμβάνουν να προκαλούν ποικίλλου βαθμού πόνο σωματικό και/ή ψυχικό σε άλλους ανθρώπους ή γιατί απλά καταστρέφουμε και καταστρέφουμε γη, θάλασσες, δάση, σχέσεις, ψυχές δικές μας και άλλων και τίποτα δεν φαίνεται να μας κόβει τη φόρα, σαν να είμαστε φωτιά μιας καυτής μέρας με οχτώ μποφόρ... Αλλά αυτή τη στιγμή, αυτό που πραγματικά δεν καταλαβαίνω είναι γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ;
Γυρίζω ανάσκελα. Τόσα χρόνια η ίδια ερώτηση. Από μικρή ρωτούσα τον εαυτό μου αυτήν την ερώτηση κάθε φορά που με ξεχνούσε ο ύπνος. Κάθε μέρα κοιμάμαι. Κάθε μέρα τόσοι άνθρωποι, τόσοι ζωντανοί οργανισμοί απλά κοιμούνται. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ αυτήν την συγκεκριμένη φορά; Τι είναι διαφορετικό;
Οι ίδιες σκέψεις. Οι ίδιες κινήσεις. Οι ίδιοι κύκλοι. Τα ίδια ερωτήματα. Η ίδια απουσία απαντήσεων. Η ίδια μοναξιά. Μόνο το ρολόι σημειώνει κάποια πρόοδο, την αριθμητική πρόοδο ν1= ν0+1 και προσπερνά ένα-ένα τα δευτερόλεπτα της ζωής μου που δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω μέσα στην ήδη αναμενόμενη σπατάλη τους. Ίσως κοιμάμαι πού και πού. Μάλλον. Δεν μπορεί τόσες ώρες να είμαι τελείως ξύπνια. Όταν ο χρόνος μετριέται μόνο με σκέψεις, όμως, διαστέλλεται όσο ποτέ άλλωτε. Πόσες σκέψεις προλαβαίνεις να κάνεις σε ένα μόνο δευτερόλεπτο. Πόσο μπορείς να χαθείς στους πνευματικούς λαβυρίνθους, πόσο μπορείς να ξεχάσεις ότι υπάρχουν και πράγματα έξω απ’το μυαλό σου. Πόση δύναμη χρειάζεται για να αποτραβηχθείς, να αναδυθείς από τον συνειρμικό ωκεανό και να επανέλθεις στην επιφάνεια του απτού κόσμου...
Σηκώνομαι απότομα, γρηγορότερα απ’όσο θα έπρεπε να μπορούσα αφού ήμουν ξαπλωμένη και μισοκοιμισμένη τόση ώρα. Πάω στην κουζίνα για να πιω λίγο νερό. Το στόμα μου είναι στεγνό σαν είχε αναγκαστεί να ποτίσει τα χωράφια με τις σκέψεις μου. Πάνω από το νεροχύτη κλαίω. Όχι από λύπη ή δυστυχία. Από απόγνωση. Αν δεν μπορώ να συνεργαστώ με το σώμα μου πώς θα καταφέρω το οτιδήποτε; Αν δεν μπορώ να υπάρξω με τον εαυτό μου, πώς θα μπορέσω να υπάρξω οπουδήποτε αλλού, με οποιονδήποτε άλλο;
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα στηριγμένη στο νεροχύτη. Ξέρω ότι όταν ίσιωσα επιτέλους και στάθηκα όρθια, σ’ αυτήν την περίεργη στάση που υιοθέτησε το ανθρώπινο είδος, είδα το πιο όμορφο, το πιο παρήγορο, το πιο ευπρόσδεκτο, το πιο ευοίωνο θέαμα που θα μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή για μένα: τον ήλιο να ανατέλλει και να σηματοδοτεί με αυτήν του την κίνηση τη λήξη του άγρυπνου μαρτυρίου μου.

16.3.10

Ημερολόγιο

Τα ημερολόγιά μου είναι ο προσωπικός μου τρόπος μέτρησης και αναγνώρισης του χρόνου. Ολόκληρες χρονικές περίοδοι εξαφανίζονται, εκμηδενίζονται σε μια βίαιη συστολή του χρόνου, σε ένα γύρισμα μιας σελίδας. Άλλες διογκώνονται, διαστέλλονται, καλύπτουν σελίδες και σελίδες, αποδεικνύοντας ότι εκείνες τις στιγμές απέρριψα τη ροή των γεγονότων γύρω μου και επέλεξα να τυλιχθώ σε χαρτί και μελάνι ή γραφίτη. Είναι άραγε το ίδιο το να κλείνεσαι στον εαυτό σου με το να κλείνεσαι στα γραπτά σου; Η διαφορά είναι ότι τα γραπτά σου αντικατοπτρίζουν τα συμπεράσματά σου ακριβώς όπως έγιναν, ενώ η ανάμνηση μιας στιγμής αλλοιώνεται, εξελίσσεται μαζί σου με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό τα κάνει άραγε πιο αντικειμενικά; Τα γραπτά αυτά είναι η αντικειμενικότητα στην υποκειμενικότητα. Μια αντικειμενική καταγραφή της υποκειμενικότητας μιας στιγμής. Άρα...

Τα ημερολόγιά μου είναι μια μορφή εξωτερικής μνήμης. Εκεί βρίσκονται αποθηκευμένες πληροφορίες που μπορεί να μην υπάρχουν ή να είναι λίγο διαφορετικές στο μυαλό μου. Είναι, κατά μια έννοια, ένα αρχείο μνημών. Άρα...

Τα ημερολόγιά μου είναι η εν δυνάμη σύνδεση κάθε στιγμιαίου εαυτού μου με κάποια παρελθοντική φάση του. Είναι τα οχήματα με τα οποία μπορώ να κινούμαι πάνω στη διαδρομή που έχω χαράξει. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτελούν ένα είδος προσωποκεντρικής χρονομηχανής. Άρα...

Τα ημερολόγιά μου είναι το στίγμα της ταυτότητας μου στο χρόνο.

14.3.10

Άνοιξη

Οι μέρες μεγαλώνουν. Η εαρινή ισημερία πλησιάζει. Η τροχιά του ήλιου στον ουρανό ανοίγει και χαμηλώνει. Η Άνοιξη είναι εδώ. Η φύση, εκεί όπου ακόμα υπάρχει, ξυπνάει κι αρχίζει έναν ακόμα κύκλο δημιουργίας.

Και από βαθιά μέσα μου αναδύεται και η δική μου επιθυμία για δημιουργία. Θέλω να φτιάξω. Να βάψω, να κόψω, να κολλήσω, να ταιριάξω. Να δώσω μορφή σε όνειρα και ιδέες. Θέλω ν’ αγαπήσω χορό και να χορέψω την αγάπη. Θέλω να αξιοποιήσω και να αξιοποιηθώ.

Θέλω το χρώμα να γίνεται γνώση, η γνώση ήχος, ο ήχος εμπειρία, η εμπειρία γεύση, η γεύση ιδέα, η ιδέα άρωμα, το άρωμα όραμα, το όραμα άγγιγμα, το άγγιγμα αγάπη κι η αγάπη χρώμα.

Ή αυτός ο κύκλος με οποιοδήποτε συνδυασμό των παραπάνω στοιχείων. Ένα υπέροχο μείγμα αισθήσεων, συναισθημάτων, δημιουργίας...

9.3.10

Ελπίδα και Ελευθερία

Όταν άκουσα για πρώτη φορά την φράση του Καζαντζάκη «Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος», αναρωτήθηκα για ποιο λόγο έχει κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση. Το πρώτο κομμάτι της πρότασης είναι γενναίο και θαυμαστό: Το να μη φοβάται κανείς είναι αξιοθαύμαστο και σίγουρα ακολουθείται από (και αξίζει) την ελευθερία. Το να υπονοήσεις, όμως, ότι όχι μόνο δεν χρειάζεσαι την ελπίδα για να είσαι ελεύθερος, αλλά ότι σε εμποδίζει κι όλας... φάνηκε πολύ υπεροπτικό εκ του ασφαλούς στο παιδικό μου μυαλό. Ερμήνευσα την απουσία ελπίδας ως έλλειψη κινήτρου, έλλειψη στόχων, έλλειψη πράξης, έλλειψη όρεξης.

Τότε είχα πολύ στενή σχέση με την ελπίδα. Ήλπιζα με όλη μου την ψυχή, ήλπιζα όσο πιο πολύ μπορούσα, θεωρώντας ότι η ένταση και μόνο της ελπίδας μου θα επηρέαζε τις καταστάσεις υπέρ μου. Και ήλπιζα και ευχόμουν και ήλπιζα και ευχόμουν.

Ελπίδα στην ελπίδα, όμως, κάποια στιγμή παρατήρησα ότι το αν ήλπιζα ή όχι ήταν ανεξάρτητο από το αποτέλεσμα. Το αν ήλπιζα ή όχι, δεν άλλαζε τις πιθανότητες να ρίξω κορώνα με ένα νόμισμα. Αυτά που δεν μπορούσα να επηρεάσω με τις πράξεις μου, δεν μπορούσα να τα επηρεάσω ούτε με το να ελπίζω. Και αυτά που μπορούσα να επηρεάσω με τις πράξεις μου, οι πράξεις μου καθόριζαν αν θα πραγματοποιούνταν και όχι η ελπίδα μου. Αυτή η συνειδητοποίηση με απογοήτευσε πολύ, αλλά δε με σταμάτησα να ελπίζω. Η ελπίδα εξακολουθούσε να μου δίνει δύναμη· ήταν το κίνητρό μου, το καύσιμο της πνευματικής μηχανής μου.

Ωστόσο, η ελπίδα μου, εκτός από άχρηστη, έμελλε να γίνει και πρόβλημα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι περνούσα περισσότερο καιρό αναρρώνοντας από ελπίδες που δεν δικαιώθηκαν, απ' ό,τι απολαμβάνοντας είτε αυτές καθεαυτές τις ελπίδες είτε τις δικαιωμένες ελπίδες. Όσο και να προσπαθούσα δεν μπορούσα να μην πληγώνομαι όταν μια ελπίδα μου αποδεικνυόταν μάταιη. Κι όσο πιο πολύ και/ή συχνά και/ή έντονα ελπίζεις τόσο πιο πολύ και/ή συχνά και/ή έντονα απογοητεύεσαι.

Σύντομα άρχισα να ανησυχώ κάθε φορά που ένιωθα την ελπίδα να ξυπνά μέσα μου. Ανησυχούσα στη σκέψη ότι θα ελπίσω για κάτι που δε θα συμβεί κι εγώ θα απογοητευτώ ξανά. Έφτασα σε ένα σημείο που απλά δεν άντεχα την προοπτική άλλης μια, άστεγης, ελπίδας. Πόσες φορές να πεις στον εαυτό σου «Δεν πειράζει, πάμε γι' άλλα»; Πόσες φορές να πεις «άλλη μια α(πο)τυχία είναι, θα περάσει»;

Έχοντας φυλακιστεί, λοιπόν, από την τάση μου να ελπίζω, νόμισα ότι κατάλαβα γιατί ο Καζατζάκης συνέλαβε την απουσία ελπίδας ως ελευθερία. Γιατί όσο ήλπιζα και απογοητευόμουν, δεν ήμουν ελεύθερη, αλλά εξαρτημένη από το φόβο μου μήπως απογοητευτώ ξανά. Η ιδέα να απαρνηθώ την ελπίδα, ακόμα κι αν σήμαινε (σύμφωνα με τη δική μου ερμηνεία) να πέσω στην απραξία και την αδιαφορία, άρχισε να μου φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστική. Μου αρκούσε που δε θα ξαναπογοητευόμουν. Οπότε, οπλίσατε, στοχεύσατε, πυρ! Το τάγμα των πλευρών του εαυτού μου έστεισε την ελπίδα στα έξι μέτρα και μετά την έθαψε στα έξι πόδια, ευχαριστημένο που εναντιώθηκε στη λαϊκή ρήση που θέλει την ελπίδα να «πεθαίνει πάντα τελευταία».

Πέρασε ένα διάστημα που δεν ήλπισα για τίποτα. Υπήρξα ήσυχα και ωραία, χωρίς τις εντάσεις της επιθυμίας και της προσδοκίας. Και η ησυχία ήταν ευπρόσδεκτη μετά από χρόνια και χρόνια επίμονης (και επίπονης) προσδοκίας. Μαζί με την ησυχία υπήρχε και απραξία. Δεν προσπαθούσα για τίποτα, δεν σχεδίαζα, δεν ενεργούσα. Δεν χαιρόμουν, δεν λυπόμουν· η απόλυτη ισορροπία. Τότε πίστεψα ότι βρήκα την ελευθερία του Καζαντζάκη.

Χωρίς να καταλάβω πώς, όμως, άρχισα να παίρνω ευκαιρίες δεξιά κι αριστερά. Άρχισα να σχεδιάζω, να προσπαθώ, να ενεργώ. Δεν είχα ελπίδα πια, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε απ' το να βάζω στόχους και – μετά από λίγη εξάσκηση – από το να βάζω τα δυνατά μου. Και τότε κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος...

Είναι διαφορετικό το να είσαι αδιάφορος από το να μη σου κάνει διαφορά. Είναι διαφορετικό το να ελπίζεις από το να θέλεις. Άσκησα τον εαυτό μου να θέλει χωρίς πνίγεται από τα θέλω του, χωρίς το άγχος «θα τα καταφέρω ή όχι», «θα γίνει ή όχι». Κι αποδεχούμενη το «θέλω» γι’ αυτό που είναι, με επίγνωση ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο, έφτασα στο σημείο να μη μου κάνει διαφορά η έκβαση, χωρίς να είναι ότι με αφήνει αδιάφορη. Δεν υπήρχε ελπίδα κι ούτε τη χρειαζόμουν. Δεν απογοητευόμουν, ούτε ενθουσιαζόμουν. Ούτε μου έλλειπαν ο ενθουσιασμός και η απογοήτευση. Μεθοδικά, προχωρούσα προς αυτά που είχαν σημασία για μένα. Και τότε βεβαιώθηκα ότι κατάλαβα, επιτέλους, τι εννοούσε ο Καζαντζάκης υποστηρίζοντας ότι η ελευθερία προκύπτει από την έλλειψη ελπίδας.

Αλλά δεν κράτησε πολύ. Συντομότερα απ’ όσο θα ήθελα, ήρθε η ώρα που μια υπέροχη προοπτική (ή ίσως η προοπτική μιας υπέροχης προοπτικής) έφερε μια απρόσμενη ανάσταση. Η Ελπίδα, σαν φοίνικας, αναγεννήθηκε από τις στάχτες της.

Δεν ξέρω γιατί συνέβη αυτό. Δεν ξέρω αν ευθύνεται ότι είχα καιρό να θελήσω κάτι τόσο πολύ. Αν ευθύνεται το μέγεθος της επιθυμίας μου, δηλαδή. Ή αν είναι μια τάση ανθρώπινη ή προσωπική το να ελπίζω, που απλά είχε κουρνιάσει στα σκοτάδια, περιμένοντας στωικά να κάνει την επανεμφάνισή της όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες. Ή αν πρόκειται απλά για μια αδυναμία στο να εφαρμόσω αυτά που υποστηρίζω στην θεωρία.

Αυτό που ξέρω είναι ότι πιάνω τον εαυτό μου να ελπίζει ξανά... Και αυτό που ξέρω είναι ότι αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Αυτό που θέλω δεν είναι πιο δυνατό ή πιο πιθανό επειδή ελπίζω. Δεν προσπαθώ περισσότερο ή λιγότερο, καλύτερα ή χειρότερα επειδή ελπίζω. Για την ακρίβεια, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να περιμένω γιατί, έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για να επηρεάσω την έκβαση. Κι όμως ελπίζω.

Κι ίσως αυτό δε με κάνει ελεύθερη... αλλά σίγουρα με κάνει να νιώθω πιο ζωντανή...


6.3.10

Να είσαι

Όταν έχεις τόσα πολλά να σκεφτείς, αλλά δεν υπάρχουν πια συνειρμοί...
Όταν έχεις τόσα πολλά να πεις, αλλά δεν υπάρχουν πια λέξεις...
Όταν έχεις τόσα πολλά να κάνεις, αλλά δεν υπάρχουν πια κινήσεις...
Όταν έχεις τόσα πολλά να μάθεις, αλλά δεν υπάρχει πια συγκέντρωση...
Όταν έχεις τόσα πολλά να γίνεις, αλλά δεν υπάρχει πια θέληση...


Όταν φαίνεται ότι δε μένει τίποτα άλλο παρά να μην σκέφτεσαι τίποτα, να μην λες τίποτα, να μην κάνεις τίποτα, να μη μαθαίνεις τίποτα, να μη γίνεσαι τίποτα, να μην είσαι τίποτα...




Γίνε
αυτά που θες να σκεφτείς,
σκέψου αυτά που θες να πεις,
πες αυτά που θες να κάνεις,
κάνε αυτά που θες να μάθεις,
μάθε αυτά που θες να γίνεις...




Κι ίσως η ταυτότητα γίνει σκέψη και μπορέσεις επιτέλους να σκεφτείς,
οι σκέψεις γίνουν λέξεις και μπορέσεις επιτέλους να μιλήσεις,
οι λέξεις γίνουν πράξεις και μπορέσεις επιτέλους να πράξεις,
οι πράξεις γίνουν γνώση και μπορέσεις επιτέλους να μάθεις,
η γνώση γίνει ταυτότητα και μπορέσεις επιτέλους να γίνεις...

Κι ίσως από όλα αυτά να έρθει η θέληση και να μπορέσεις απλά να είσαι.